MIΑ ΤΕΤΑΡΤΗ πρωί, ὁ κύριος Πώλ, ἔχοντας διατελέσει καλὸς σύζυγος καὶ γείτονας, σκέφτηκε ὅτι ἄλλο δὲν τοῦ μένει πιὰ παρὰ νὰ φύγει ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦσε.
Ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, διέσχισε τὸ πλακόστρωτο, πέρασε τὴν αὐλόπορτα — μόνο ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ κατηφόρισε μὲ σταθερὸ βῆμα τὴ λεωφόρο Φοῖνιξ, προσπέρασε τὶς φωτεινὲς ἐπιγραφὲς καὶ τοὺς ἀφηρημένους συνταξιούχους.
Συνέχισε νὰ βαδίζει μέχρι τ’ ἀπόγευμα καὶ ὕστερα πῆρε τὸ πρῶτο λεωφορεῖο μὲ προορισμὸ τὰ ὅρια τῆς πόλης — ἀκριβῶς στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση ἀπ’ τὸ σπίτι του.
Ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕντεκα μῆνες ἀντίκρισε ξαφνικὰ τὴν ὁδὸ Φοῖνιξ, προχώρησε ἄφωνος, ἄνοιξε τὴν πόρτα, κρέμασε τὸ παλτό του στὴν ξύλινη κρεμάστρα καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου βρισκόταν στὸ σπίτι του.
Γιάννης Γιαννουλέας, EndlessSong
Ο ΡΟΜΠΕΡΤ μπῆκε πολὺ εὐδιάθετος στὸ καφέ, προχώρησε καὶ κάθισε στὴν ἄκρη τῆς μπάρας – εἶχε ραντεβοὺ μὲ τὴ Νατάσσα, σημάδι τῶν μεγάλων ἀλλαγῶν ποὺ ἔβλεπε καθαρὰ νὰ ἔρχονται στὴ ζωή του τὸ ἑπόμενο διάστημα. Παράγγειλε καφὲ καὶ χάζεψε μὲ ἀνέμελη ἀδιαφορία τοὺς ἀνθρώπους γύρω του, ὥσπου τὸ βλέμμα του σταμάτησε σ’ ἕναν ἡλικιωμένο ἄνδρα. Ἦταν ἀξύριστος, μὲ τὰ λιγοστὰ μαλλιά του ἀνακατεμένα καὶ δὲν ἔδειχνε νὰ βιάζεται καθόλου. Ὁ Ρόμπερτ ἐκείνη τὴ στιγμὴ συνειδητοποίησε ὅτι ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε σταματήσει νὰ τὸν παρατηρεῖ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὸ μαγαζί.
Λίγο ἀργότερα, ἐνῶ ἡ Νατάσσα —ὄμορφη ὅσο ποτέ— εἶχε ἤδη φανεῖ ἀπὸ τὸ τζάμι, ὁ παράξενος τύπος ἄφησε ἕνα χαρτονόμισμα καὶ φόρεσε τὸ παλτό του. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσε ἀπὸ δίπλα του, ὁ Ρόμπερτ τοῦ ἔπιασε τὸν ὦμο:
— Μὲ συγχωρεῖτε, μήπως γνωριζόμαστε;
Στράφηκε καὶ τὸν κοίταξε στὰ μάτια.
— Εἶμαι ὁ ἑαυτός σας, φίλε μου, ὅπως θὰ εἶστε... ἂς ποῦμε σὲ τριάντα χρόνια ἀπὸ τώρα, ἀπάντησε ὁ ἄγνωστος ἄνδρας μ’ ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀργὰ χωρὶς νὰ δώσει ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐξήγηση.
Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ρόμπερτ, τὸ ἔσβησε ὅμως ἀπ’ τὴ μνήμη του ἐγκαταλείποντας γρήγορα τὴν προσπάθεια νὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶχε στὸ μυαλὸ του ἐκεῖνος ὁ μοναχικὸς τύπος.
Πολλὰ χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἡ Νατάσσα ἔγινε Μαίρη κι ἔπειτα ἐξαφανίστηκε, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ Δήμητρα, ἡ Σύλβια καὶ ἡ Στέλλα, ποὺ ἔφυγαν κι αὐτὲς γιὰ λόγους τελείως διαφορετικοὺς ἡ κάθε μία, μπῆκε σ’ ἕνα καφέ, παράγγειλε «ἕνα συνηθισμένο» καὶ τὸ βλέμμα του σταμάτησε σ’ ἕναν ὄμορφο νεαρὸ μὲ χαμογελαστὸ πρόσωπο ποὺ χάζευε γύρω του μὲ μάτια γεμάτα ἀνυπομονησία...
[Πηγή: Ἀπὸτὴν συλλογὴμικροδιηγημάτων Σὲ45 τετραγωνικά (Tαχυδράματα, ἐκδ. Ἀπόπειρα, 1997) - Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ ]