Είναι βέβαιον ότι σταμάτησαν να μας ψεκάζουν, αλλιώς δεν εξηγείται που ήρθανε οι ντόπιες αυγουστιάτικες μύγες και παρέα με τα αλανιάρικα κουνούπια του Δυτικού Νείλου, τα δολοφονικά, στήσανε πάρτι υπό τον ήχο του ερκοντίσιον.
Και βρήκε την ευκαιρία ο σητάς με την έξυπνη σήτα, που κλείνει μόνη της με τα μαγνητάκια, να βγει στην τηλεόραση και κουνώντας το χέρι του σαν ξεχαρβαλωμένη προπέλα να μου πουλήσει τα τελευταία κομμάτια για να πάρω και δώρο το άσπρο ρολόι, απ' ευθείας από τον πάγκο της «μαϊμούς». Και όπως είμαι «εγκλωβισμένη», δεν έχω κουράγιο ούτε ζάπινγκ να κάνω να ξεφύγω... η δύναμη του «κακού» με έχει ακινητοποιήσει!
Γι' αυτό κλείνω τα βλέφαρά μου μυστικά και θερμοπαρακαλώ:
Καλέ μου Σείριε, λαμπρότατο αστέρι του μεγάλου Κυνός, δείξε μου το δρόμο της επιστροφής στους αγαπημένους προορισμούς των παιδικών μου χρόνων και κάνε τις θερμότερες ημέρες του έτους να γίνουν δροσερές κι ευχάριστες και να απαλύνουν τα καύματα της θερμοκρασίας! Και συ Αύγουστε Τρυγητή, με τα γλυκύτατα σταφύλια σου, τα σύκα σου... τα πολύχρωμα πανηγύρια σου και τη Δεκαπεντούσα Παναγιά σου (που έχει χίλια πρόσωπα και άλλα τόσα ονόματα), τη μεγάλη μας παρηγορήτρα τη θαυματουργή, βοήθησέ με να βρω το δρόμο για την πηγή με το «κόκκινο» νερό και κάνε με να μη δειλιάσω να πάω μόνη μου σήμερα το βράδυ και να νικήσω τις αναστολές!
Να περπατήσω το μονοπάτι, δίπλα στην κοίτη του μικρού ποταμού, και ένα ένα να ψηλαφήσω τα σημάδια από τις πατημασιές των ερωτευμένωνκαι να καληνυχτίσω τις δροσοσταλίδες, που περνούν τον καιρό τους πάνω στα χνουδωτά φύλλα των αρχαίων πλατάνων και να μην τρομάξω από τις σκιές των νυμφών, που παραμονεύουν τους τοξότες, κρυμμένες πίσω από τα βάτα, μουρμουρίζοντας πρόστυχα λογάκια, ούτε από των νεράιδων το ελαφρύ περπάτημα πάνω στα υγρά κιτρινισμένα φύλλα!
Και εσείς κελαρυστά νερά της ιαματικής πηγής, ξυπνήστε όλα μου τα αισθήματα και τις αισθήσεις, οξύνετέ μου την όραση στο σκοτάδι και την ακοή: ν' ακούσω τις σαυρίτσες, που αλλάζουν χρώμα, να σέρνονται και να ιδώ τα μικροσκοπικά τους μάτια, όταν ακινητοποιούνται (προσποιούμενες την ανυπαρξία) πάνω στην πέτρα...
Και όταν φτάσω (ας είναι μακρύς ο δρόμος) εκεί που λούζεται η λευκή θεά του Κίσσαβου, να βγάλω και εγώ τα ρούχα και να μπω γυμνή στην κόκκινη γούρνα του βράχου, που έχει λειανθεί από του ιαματικού νερού το αιώνιο χάδι και να πλαγιάσω ανάσκελα. Και ας έρθουν οι φυσαλίδες, οι μικροσκοπικές κολυμβήτριες, που σκαρφαλώνουν από τις ρίζες του βουνού (εκεί όπου ανακατεύεται η φωτιά με το νερό) να κάνουν ακροβατικά στα κουρασμένα μου τα χέρια!
Και ας με πάρει το ρεύμα να με περάσει πρώτα απ' την υγρή σπηλιά με τους σταλακτίτες, που έχει μέσα τη μεγάλη στρογγυλή πέτρα (την πριγκίπισσα των πετρωμάτων) «καθισμένη» στο θρόνο της, που στα παλιά τα χρόνια ήταν «σκοτεινή», λέει ο θρύλος, αλλά μια νύχτα πέρασε η Πανσέληνος έξω απ' τη σπηλιά και την κοίταξε και μια δέσμη φωτός χύθηκε μέσα της και τη διαπέρασε κι έγινε διαυγής και φωτεινή από έρωτα!
Και μετά ας με πάρει ο ύπνος να με τριγυρίσει στο «κόκκινο» νερό, σαν ένα μικρό αποκαΐδι κουτσουπιάς... σαν τίποτα... και τα χαράματα ας με αφήσει εκεί στις εκβολές σε μιαν ακρούλα, να με ξυπνήσει το κύμα με αλμυρά φιλιά κι ο ήλιος με ζεστά αγκαλιάσματα!
Και να τρέξουν χαρούμενα για να με βρούνε η Καίτη, η Εύα, ο Θανασάκης κι ο μικρός Παντελής ο αδελφός μου, φορτωμένοι μύδια κι όστρακα και στο μικρό το πανεράκι να χοροπηδάνε ακόμα τα καβούρια και να σαλεύουν οι αστερίες, που μάζεψε η Καίτη με το φαναράκι κάτω απ' τις πέτρες αποβραδίς. Και μετά να κολυμπήσουμε ώς τα βράχια να ξεκολλήσουμε τις πεταλίδες με τα νύχια κι εκείνες να αντιστέκονται... ατέλειωτες ώρες μέσα στη θάλασσα μέχρι αργά το μεσημέρι... να παπουλιάσουν τα δάκτυλά μας και να μελανιάσουνε τα στόματα και να μας κάψει ο ήλιος ο καλός... να τρέχει η μάνα μας στην άμμο με την ποδιά στη μέση και το πιρούνι απ' τις τηγανητές πατάτες στο χέρι και να φωνάζει τα ονόματά μας κι εμείς να παρακαλάμε
για μια τελευταία ανάποδη κωλοτούμπα... ακόμα ένα προτελευταίο μακροβούτι
[ΠΗΓΗ: Σοφία Φιλιππίδου, Στην πριγκίπισσα των πετρωμάτων, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 17 Αυγούστου 2013]