Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης, που την κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη, είναι ο ιδιαίτερός της τρόπος να αντιλαμβάνεται και να αφομοιώνει την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα ερεθίσματα προσλαμβάνονται από την προσωπική οπτική του ποιητή και μέσα από τις λέξεις του εξωτερικεύονται και δημιουργούν μια νέα διάσταση. Η καινούργια θέαση ενός ήδη υπαρκτού κόσμου στηρίζεται αυτή τη φορά σε αντιφάσεις, αντινομίες, μεταφορές και άλλα «οικοδομικά» υλικά, που χρησιμοποιεί ο δημιουργός, προκειμένου να «χτίσει» το δικό του εύθραυστο ποιητικό σύμπαν.
Παρόμοιες λεπτές ισορροπίες διέπουν και την «αρχιτεκτονική» του «Μουσείου άδειου» της Μαρίας Κουλούρη.Στη δική μου ανάγνωση της συλλογής, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω το «ασώματο σώμα», όπως αυτό υποδηλώνεται σε κάποια από τα ποιήματα του βιβλίου. Με τον αδόκιμο όρο «ασώματο σώμα» επιδιώκω να απεικονίσω τις εκδοχές του σώματος που αναδεικνύονται μέσα από συγκεκριμένους στίχους, άλλοτε με νύξεις, άλλοτε αποσπασματικά κι άλλοτε με την παντελή απουσία του.
Στο ποίημα «Κτερίσματα», το σώμα γίνεται αντιληπτό στο δεύτερο στίχο «Ακουμπισμένος στα γόνατα» παρουσιάζοντάς μας ταυτόχρονα την κλίση του σώματος – τη ροπή, δηλαδή, προς τα κάτω, προς το χώμα. Στους στίχους
Αυτός
Σκάβει το σώμα μου
Αιώνες κατοικούνε
Χώματος ληστής,
το σώμα αποκτά ακόμα πιο έντονα τη χωμάτινη υπόστασή του, ως άλλη προέκταση της γης ή της χώρας, όπως γίνεται εμφανές κι από το στίχο «Εγώ είμαι η χώρα». Το ποίημα, από τον τίτλο του, μας τοποθετεί σε ένα κλειστό, συγκεκριμένο περιβάλλον, αυτό ενός τάφου, με την υποψία του νεκρού σώματος να επαληθεύεται στους τελευταίους στίχους, οι οποίοι φέρονται να λειτουργούν ως άλλα κτερίσματα:
Ερείπια και ίαμβοι
Αυτά
Ταιριάζουν στο κορμί μου.
Στο «Λατρευτικόν’, ελλοχεύει η απόπειρα το σώμα να ξεχωρίσει, να αποσπαστεί από το χώμα και να ανυψωθεί:
Άνω θρώσκω
Εις απόγνωσιν εδάφους
Επί ποδός θεού,
αλλά και
Ελλείψει βάθρου
Στα ακροδάκτυλα στέκω
Φωνές
Τα χέρια τους τεντώνουν.
Ως προς τον τίτλο, θα μπορούσαμε να πούμε πως το ποίημα προσπαθεί να μιμηθεί το τελετουργικό μιας επίκλησης, μιας προσευχής, ή μιας απόπειρας του ανθρώπινου στοιχείου να απαρνηθεί τη διάστασή του και να ενωθεί με το θείο. Ωστόσο, καταλήγει σε κάτι το ακριβώς αντίθετο, σε έναν ύμνο υπέρ της ανθρώπινης φύσης…
Όσο κι αν απουσιάζει λεκτικώς προς το τέλος το σώμα, τόσο πιο έντονη γίνεται η παρουσία του μέσα από τις λειτουργίες του, όπως η τροφή, η πείνα, η κούραση. Για να καταλήξει το ποίημα με την επιτακτική ανάγκη της ορατής απεικόνισης και εμφάνισης του σώματος, μέσω του καθρέφτη, που θα εξωτερικεύσει -μέσω της μορφής- αυτή καθεαυτή την υπόστασή του.
Στο ποίημα «Θέατρο σκιών», η οντότητα του σώματος εξαρτάται από τα παιχνίδια του φωτός και τις διαθέσεις των αισθήσεων, της όρασης:
Και τελικά το φως θα μείνει σβηστό
Θυσία στην ανημπόρια της αίσθησης
Μάστιγα κατάντησε αυτή η όραση
Μονοδιάστατη προβολή,
αλλά και της ακοής:
Χάθηκαν ακόμα και οι όγκοι της φωνής μες στο σκοτάδι. Οι σκιές έχουν την τιμητική τους:
Διέλυσε τις σκιές που με συντρίβουν.
Αλλά και το σώμα ψάχνει απεγνωσμένα τη θέση του:
Θα μείνουμε εμείς
Φιγούρες γυμνές
και μένει εντέλει γυμνό, έστω ως σκιά, αληθινό κι απροστάτευτο.
Το «Απόπειρα πρώτη» είναι ένα φανταστικό γράμμα -κατά το πρότυπο της Σίλβια Πλαθ- της κόρης προς τον πατέρα της. Το ποίημα αυτό μπορεί να διαβαστεί υπό πολλές οπτικές, εγώ ωστόσο επιλέγω μια «ψυχαναλυτική» ανάγνωση προκειμένου να αναλύσω τη θέση του σώματος μέσα σε αυτό. Αρχικά το σώμα υποδηλώνεται από τα «συνοδευτικά» του:
Οι μαύρες μπότες
Το σκούρο κοστούμι
Η μυρωδιά σου σαπούνι.
Η μόνη ξεκάθαρη αναφορά γίνεται στο στίχο «Πόσο γρήγορα τρέχουνε τα πόδια σου», χωρίς να είναι τυχαία η χρήση των ποδιών και της ταχύτητας, εμπεριέχοντας τις έννοιες της ορμής και της καταπάτησης που μπορεί να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ενός πατέρα προς τη ζωή της κόρης του. Οι επόμενες αναφορές στο σώμα μέσα στο ποίημα δεν αφορούν τους άμεσους πρωταγωνιστές, αλλά ενδεχομένως να αποτελούν μια προσπάθεια να προσεγγιστούν τα θέματα του λανθάνοντος ερωτισμού, των συμπλεγμάτων και της προσκόλλησης στην παιδική ηλικία, όπου τα όρια, η σχέση, αλλά και το φύλο πατέρα/κόρης όσο κι αν είναι κοινωνικώς προδιαγεγραμμένα χαρακτηρίζονται ενίοτε ρευστά κι ασαφή («Στα δεμένα μ’ έρωτα όμοια κορμιά / Στου παιδιού το αυτιστικό κεφάλι»). Στην έννοια του φύλου και πώς αυτή εδραιώνεται μέσα από τη σχέση με την πατρική φιγούρα αναφέρονται και οι στίχοι:
Είσαι ο άνεμος
Γιατί να μη σε είχα σκοτώσει
Τις μέρες που γεννιόμουν
Γυναίκα ενωμένη
Τώρα τα μέλη μου πέφτουν
Ακολουθούν τις ωδές της χαράς σου
Μπαμπά
Στοργικέ μου, δυνάστη
Βιαστή αχόρταγε.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να μείνω λίγο στους στίχους «Γυναίκα ενωμένη / Τώρα τα μέλη μου πέφτουν», στον πρώτο το σώμα είναι ένα ενιαίο σύνολο, αδιάσπαστο και ως εκ τούτου κι εν μέρει άφυλο, ενώ στο δεύτερο το σώμα αποκτά μέλη, μέλη όμως τα οποία πέφτουν, σηματοδοτώντας ενδεχομένως και τη διάλυση του σώματος – και την κατάργηση πάλι του φύλου…
Στο «Σπίτια», τρεις στίχοι συνθέτουν μια πολύ ξεχωριστή και πρωτότυπη εικόνα, με το σώμα να κατέχει σε αυτούς μια ιδιάζουσα θέση.
Αυτός που κουβάλησε τόνους επιθυμίας
Στις πλάτες μιας όμορφης Κυριακής
Κάποτε μετρήσαμε το χρόνο με χαμόγελα
Τώρα σκυμμένοι ζητάμε λεπτά πάνω στο χώμα.
Στον πρώτο στίχο μια λέξη που αναφέρεται σε μέλος του σώματος -και, μάλιστα για έμφαση στον πληθυντικό (πλάτες)- υιοθετείται από μία χρονική υποδήλωση, την Κυριακή. Στον δεύτερο στίχο, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει μέλος του σώματος, τα «χαμόγελα», χρησιμοποιείται ως μονάδα μέτρησης χρόνου, ενώ στον τρίτο, η μετοχή «σκυμμένοι» είναι η μόνη κυριολεκτική αναφορά στο σώμα, τονίζοντας τη στάση του και την τάση της ποιήτριας να θέλει το σώμα κοντά στο χώμα, θυμίζοντάς μας συνειδητά ή ασυναίσθητα την καταγωγή αλλά και τη φθαρτότητά του
Πιο αναλυτική και εξειδικευμένη χρήση του σώματος έχουμε στο ποίημα «Επί την καρδίαν», με την καρδιά να εμφανίζεται στον τίτλο αλλά πουθενά αλλού μέσα στο ποίημα. Όμως ακόμα κι εδώ η παρουσία του σώματος είναι ελλιπής και γίνεται μια προσπάθεια αναφοράς των άκρων, συνδυάζοντας ανά ζεύγη περίπου ένα εξωτερικό κι ένα εσωτερικό χαρακτηριστικό:
Τα δάχτυλα που σκάλιζαν τ’ αγάλματα
Κι η σκόνη που δάκρυζε το βλέμμα, και Σάρκες σκίζονται
Έντερα τραβιούνται
Φωνές μες στο μυαλό.
Στο ποίημα «Πίνακας καθυστερήσεων» το σώμα χρησιμοποιείται για να δείξει το μέγεθος της αναβολής αλλά και το πέρασμα του χρόνου, με τη σύνδεση του σώματος με το χώμα να είναι πιο πολύ από ποτέ ορατή αλλά και να έχει πρωτεύοντα ρόλο:
Στέκει με τη βαλίτσα στο χέρι
Όρθιος
Τα γένια του απλώθηκαν στις ράγες
Έλιωσαν τα ρούχα του απ’ τους αιώνες
Λίπασμα ιδανικό
Βλάστησε ολόκληρος…
και πιο κάτω, στο ίδιο ύφος:
Το εισιτήριο δέρμα δεύτερο στο χέρι του
Λάκκος στο μέγεθος του πέλματος
Σκάφτηκε με τα χρόνια
Οριζόντια κολόνα μιας κατ’ επίφασιν ύπαρξης
Θα ’ρθει η μέρα που η γη θα πιεί το επίμονο σαρκίο.
Άλλο ένα ποίημα όπου το σώμα ανήκει στη φύση ή αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προέκτασή της είναι το «Σισύφειος Λήθη»:
Γύριζε στους κήπους
Συχνά
Πριν τελειώσει τις δουλειές
Την είδανε ανάμεσα στα πέταλα
Σκυμμένη
Του φύλακα σκύλος…
Βρέθηκε μπροστά του τη μέρα εκείνη
Λουλούδι με άρωμα εισβολέα…
Δεν ένιωσε του άντρα της τη φύση…
Τώρα
Στέκει
Βρεφοκρατούσα για πάντα
Χέρια δεμένα
Το βάρος του μίσχου ρυτίδα στο μέτωπο.
Παρόμοιες εικόνες, σε διαφορετικό ύφος, με το γυναικείο σώμα να ανήκει στη νύχτα αυτή τη φορά, συναντάμε στο «Πανσέληνη αναδοχή»:
Γαλαξίες ρυτίδων φωτεινής νεότητας
Γέρασαν στο μέτωπό της
Ένα φεγγάρι
Ίδιο θεός ανήλικος
Μητέρα την είπε
Βρέφος αιωνοβίως….
Στο επόμενο ποίημα που θα αναφέρω, το «Ιδανική μεταφορά» το σώμα -πάλι αντιπροσωπεύοντας τη γυναικεία φύση- αλλάζει κάτοχο και αποκτά ζωώδη χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα σκυλίσια:
Γνωστή τοις πάσι
Ποιος σερνικός δεν έτριψε τη μούρη του στο χώμα
Σκύλα από σόι
η καπάτσα με τα τόσα πόδια,
με την έμφαση να δίνεται στα «πόδια» και τον προσδιορισμό «τόσα» να επιτείνει την ιδιότητα του «καπάτσα». Άλλη μια επιτυχημένη μεταφορά-εικόνα που αφήνει ανοιχτή την ερμηνεία ως προς τη φύση και την κυριολεκτική σημασία των λέξεων είναι στο ποίημα «Ηττηθήκαμε ως πάντα» οι στίχοι:
Άφησα δυο ρώγες
Εγώ
Σταφύλι ή κορμί
Τι σημασία έχει
με τη λέξη «ρώγα» να εξυπηρετεί μοναδικά τους σκοπούς της αμφισημίας.
Για το τέλος, άφησα το ποίημα «Νυχτερινό», όπου πρωταγωνιστεί ένα μέλος του σώματος, η κορυφή, και το αναφέρω ολόκληρο:
Κεφάλι
Επί σκότους κρεμάμενο
Διωγμένο από κρεβάτι
Ήσσονος σημασίας
Απρόθυμο να ειπωθεί
Σωπαίνει
Τα χρόνια περνούνε
Στα δάχτυλα των γέρων
Ένοικοι τότε
Νύχτες παλιές
Κι αυτό αιωρείται
Χωρίς βάση
Στέκεται
Ένα φύσημα αφορμή να πάει πιο κει
Εκατοστά αέρα η συλλογή του
Εκθέματα πίσω από βιτρίνα
Μουσείο άδειο.
Ένα κεφάλι λοιπόν κρεμάμενο, που αιωρείται, δηλαδή ασώματο, έρχεται στο τέλος να εξισωθεί με ένα «Μουσείο άδειο», καθώς οι κύριες λειτουργίες του, οι αισθήσεις, η μνήμη και η σκέψη, υπολειτουργούν ή φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου εντελώς, για να μετουσιώσουν συνοπτικά ό,τι έχει προηγηθεί στη ζωή σε «Εκατοστά αέρα η συλλογή του / Εκθέματα πίσω από βιτρίνα». Ως βιτρίνα θα μπορούσε εκτός από την ίδια τη ζωή να ερμηνευθεί το σώμα, διαφοροποιώντας τα εξωτερικά ερεθίσματα από την εσωτερική πραγματικότητα ενός ανθρώπου. Ενώ το ίδιο το «Μουσείο άδειο» θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια προέκταση του σώματος, απαλλαγμένου πλέον από τα σωματικά του χαρακτηριστικά, από την ανθρώπινη υπόστασή του και -γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο- ελεύθερου.
[ΠΗΓΗ: Αγγελική Λάλο, Το Ασώματο Σώμα της Ποίησης, BOOKSTAND, Περιοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση: http://bookstand.gr/]