Κάποτε, πολύ παλιά, αλλά ίσως πάλι όχι και τόσο παλιά, οι άνθρωποι πίστευαν πως τα δέντρα έχουν ψυχές. Και κάποιοι μάλιστα υποστήριζαν πως στους κορμούς τους κατοικούνε νύμφες. Τις νύμφες άλλοι τις ονόμαζαν Δρυάδες κι άλλοι Δεντροκόρες. Οι άνθρωποι των καιρών εκείνων τιμούσαν τα δέντρα. Έτρωγαν τους καρπούς τους, ξάπλωναν κάτω απ’ τη σκιά τους, κρεμούσαν τις κούνιες των παιδιών τους στα κλαδιά τους. Ακόμα και τα σπίτια τους τα κατασκεύαζαν ψηλά στις κορφές των δέντρων.
Κανείς δεν είχε δει ποτέ τις Δεντροκόρες. Μόνο κάτι ονειροπαρμένοι επέμεναν ότι είναι λεπτές σαν το μίσχο μιας ανεμώνης, ότι δεν περπατούν αλλά σχεδόν αιωρούνται και πως οι φωνές τους ηχούν σαν το θρόισμα των φύλλων –πρέπει να έχεις καλά τεντωμένα τα αυτιά σου, αν θέλεις να ξεχωρίσεις τις φωνές τους ανάμεσα στα δέντρα.
Από την κορφή των δέντρων οι κάτοικοι των καιρών εκείνων αγνάντευαν ώρες: το πιο μακρινό βουνό, τις πεδιάδες ολόγυρα, τη λίμνη τους, τα ποτάμια… Καθόντουσαν ψηλά και παρατηρούσαν τον κόσμο να ξεδιπλώνεται κάτω απ’ τα πόδια τους, τη μέρα να διαδέχεται τη νύχτα, τη βροχή να εναλλάσσεται με χιόνι, χαλάζι, λιακάδα, αέρα, το καλοκαίρι ν’ ακολουθεί την άνοιξη, το χειμώνα, το φθινόπωρο.
Από την κορφή των δέντρων οι κάτοικοι των καιρών εκείνων αγνάντευαν ώρες: το πιο μακρινό βουνό, τις πεδιάδες ολόγυρα, τη λίμνη τους, τα ποτάμια… Καθόντουσαν ψηλά και παρατηρούσαν τον κόσμο να ξεδιπλώνεται κάτω απ’ τα πόδια τους, τη μέρα να διαδέχεται τη νύχτα, τη βροχή να εναλλάσσεται με χιόνι, χαλάζι, λιακάδα, αέρα, το καλοκαίρι ν’ ακολουθεί την άνοιξη, το χειμώνα, το φθινόπωρο.
Κάποτε, κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για τον ήλιο. Στεκόντουσαν στα δέντρα και έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Αχ, εμείς δεν είμαστε παιδιά των δέντρων. Είμαστε παιδιά του ήλιου. Κοιτάξτε πως λάμπει!» Καθώς η μια γενιά διαδεχόταν την άλλη, όλο και περισσότεροι θαύμαζαν τη λαμπρότητά του. Τώρα πια οι άνθρωποι ονειρευόντουσαν διαρκώς πως να τον φτάσουν, να τον αγγίξουν. Ξέχασαν τις ιστορίες που τους διηγούνταν οι γιαγιάδες τους για τις Δεντροκόρες και κανείς δεν αναζητούσε πια το θρόισμα των λόγων τους ανάμεσα σε κλαδιά και φύλλα.
Δεν άργησε να έρθει η μέρα που άρχισαν να σωριάζουν το δέντρα στη γη. Επιθυμούσαν να φτιάξουν με τους κορμούς τους έναν πύργο τόσο ψηλό, που θα τους επέτρεπε να σταθούν στην κορφή του και ν’ απλώσουν τα χέρια ν’ αγγίξουν την πύρινη σφαίρα. Νύχτα-μέρα τα τσεκούρια και τα πριόνια δούλευαν. Όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Κανείς δε σταματούσε λεπτό. Μόνο τις νυχτερινές ώρες του ύπνου, μια γυναίκα τριγυρνούσε στους δρόμους σπαράζοντας «τρελοί, τυφλοί, ανόητοι, καταραμένοι!». Μόνο που κανείς δεν έδινε σημασία στις φωνές της και κάποτε η γυναίκα έπαψε να οδύρεται και να φωνάζει. Ούτε που ρώτησαν να μάθουν ποια ήταν.
Σα να είχαν ξεχάσει την αλλοτινή αγάπη τους για τα δέντρα οι άνθρωποι. Οι Δεντροκόρες είχαν φύγει. Κι όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, βρέθηκαν κομματιασμένες από το ίδιο εκείνο τσεκούρι που είχε σωριάσει και την κατοικία τους. Κάποτε ο πύργος ετοιμάστηκε. Γύρω του απλωνόντουσαν εκτάσεις απογυμνωμένες, δίχως ένα δέντρο να στέκεται ορθό. Κρανίου τόπος. Όμως οι κάτοικοι των καιρών εκείνων δεν είχαν μάτια για τίποτα άλλο, παρά μόνο για τον ήλιο.
Με λαχτάρα ανέβηκαν στον πύργο και κίνησαν για την κορφή του. Ανέβαιναν, ανέβαιναν κι ανέβαιναν ακατάπαυστα για μέρες. Κάποτε τα κατάφεραν. Άπλωσαν τα χέρια τους… Όμως τι απογοήτευση! Ο πύρινος δίσκος φαινόταν να αιωρείται το ίδιο μακριά με πριν. Τίποτε δεν είχαν καταφέρει. Με κεφάλια κατεβασμένα ξεκίνησαν την κάθοδο. Όταν έφτασαν στο έδαφος, για πρώτη φορά κοντοστάθηκαν και κοίταξαν μετά από πολύ καιρό γύρω τους. Όσο έφτανε η ματιά τους δεν υπήρχε τίποτε να δεις, μόνο απέραντος ορίζοντας και γη, γη νεκρωμένη. Κουρασμένοι έγειραν στο έδαφος κι αποκοιμήθηκαν. Τα όνειρά τους αλλόκοτα.
Την επόμενη μέρα τους ξύπνησε ο ήλιος…
Ο ήλιος έκαιγε τις ράχες τους, τα ποτάμια και οι λίμνες αρνιόντουσαν να τους δεχτούν στην αγκαλιά τους θυμωμένα που δεν τους άφησαν ούτε ένα τόσο δα φυλλαράκι να ποτίσουν – «ποιός θα αναστενάζει με απόλαυση τώρα, κάθε φορά που θα γεύεται το νερό μου;» μουγγρίζαν τα νερά του – τα ζώα είχαν από καιρό εξαφανιστεί, καθώς δεν υπήρχε τίποτε πλέον να τους θρέψει, παρά μόνο λίγα μισόξερα χορτάρια εδώ κι εκεί. Προσευχήθηκαν στη θάλασσα, προσευχήθηκαν στον ουρανό, προσευχήθηκαν στ’ αστέρια και το φεγγάρι. Τίποτε. Τέλος προσευχήθηκαν στη γη.
Ο ήλιος έκαιγε τις ράχες τους, τα ποτάμια και οι λίμνες αρνιόντουσαν να τους δεχτούν στην αγκαλιά τους θυμωμένα που δεν τους άφησαν ούτε ένα τόσο δα φυλλαράκι να ποτίσουν – «ποιός θα αναστενάζει με απόλαυση τώρα, κάθε φορά που θα γεύεται το νερό μου;» μουγγρίζαν τα νερά του – τα ζώα είχαν από καιρό εξαφανιστεί, καθώς δεν υπήρχε τίποτε πλέον να τους θρέψει, παρά μόνο λίγα μισόξερα χορτάρια εδώ κι εκεί. Προσευχήθηκαν στη θάλασσα, προσευχήθηκαν στον ουρανό, προσευχήθηκαν στ’ αστέρια και το φεγγάρι. Τίποτε. Τέλος προσευχήθηκαν στη γη.
Κι εκείνη, καθώς τους αναγνώρισε για παιδιά της, άνοιξε να τους δεχτεί. Από τότε, πολλοί άνθρωποι ζουν κάτω από την επιφάνεια της Γης, τρέφονται με ρίζες και πηλό, πίνουν σταλαγματιές νερού όπως κυλούν ανάμεσα στις πέτρες, αναπνέουν σκοτάδι. Καθώς όμως η προηγούμενη ζωή τους τους λείπει, ονειρεύονται τον ανοιχτό ουρανό, τη θαλασσινή αύρα, το χιόνι και τη βροχή. Στέκονται βουβά μπροστά από τις ρίζες των δέντρων που έκοψαν, ελπίζοντας να τα ξαναφέρουν στη ζωή, να επιστρέψουν οι Δεντροκόρες στην κατοικία τους, να επιστρέψουν κι αυτοί στην επιφάνεια της γης. Άλλωστε, ανάμεσά τους υπάρχει ένα παλιό γνωμικό:
«χαράς στον τόπο που τον περπατούν οι Κόρες των Δέντρων, γιατί φόβο δεν έχει».