Να διακρίνεται καθαρά ο λεκές της ζωής. Αυτή η φράση από το προηγούμενο βιβλίο του Σταυρόπουλου, προοικονομεί και την εναργέστερη έκφραση του ποιητικού του διαβήματος στο παρόν βιβλίο: την ολοκληρωτική στροφή στο σύμπαν και στις απαρχές του ρομαντικού κινήματος. Ενός κινήματος διακριμένου ως εξεγερσιακού, όπως το όρισε το κορυφαίο δοκίμιο του Στέφανου Ροζάνη, «Η ρομαντική εξέγερση». Αυτό κατά τη γνώμη μου σημαίνει το «μετά», αυτή η τόσο βαριά, και στις μέρες μας φθαρμένη λέξη, αυτή το μόλις δισύλλαβο επίρρημα, το οποίο ήρθε να επωμισθεί τη φθορά τόσων αιώνων διαφωτισμού.
Αυτό που λεγόταν τοπίο έχει χαθεί. Το πρώην τοπίο έσβησε. Τη θέση του έχει πάρει μια φωτογραφία. Ξαφνικά, όπως ανάβουν οι φωτογραφίες, το νερό αρχίζει και χαϊδεύει τα χαρακτηριστικά μου. Αναδύεται σιγά-σιγά το περίγραμμα. Φωτίζεται. Μετά, το κυρίως θέμα. Η ουσία. Η αύρα.
Αλλά αυτή η επιστροφή στις πηγές και τις αφετηρίες δεν γίνεται με τρόπο αναχωρητικό ή νοσταλγικό. Γίνεται μέσα από το παρόν. Μέσα από τις «φωτογραφίες», δηλαδή τις αφηγήσεις, που πήραν τη θέση της πραγματικότητας, αλλά τώρα ζωντανεύουν, αποκτούν σάρκα και οστά, αναχωνεύονται μέσα στην πραγματικότητα, την αναζωογονούν, αλλά πάντως δεν την «αναπαρθενεύουν», όπως θα στόχευε ίσως μια δογματική ρομαντική αναβίωση.
Πόσο πολύ μακριά βρισκόμαστε από την ακμή του μοντερνισμού, όταν ο Τάκης Σινόπουλος θρηνούσε για την έκπτωση και την αλλοίωση της στοιχειακής υπόστασης της καταγωγικής μήτρας, με το στίχο: και ο τόπος τοπίο.
Αντίθετα, ο Σταυρόπουλος έχει αποδεχθεί τα συντελεσμένα, θεωρεί τετελεσμένη την απώλεια της «βαρβαρικής» αθωότητας, κατανοεί το μάταιο της αναζήτησης μιας αδιαμεσολάβητης αυθεντικότητας, που κάποτε, έστω η φαντασίωσή της, γονιμοποιούσε τις μορφές της μοντερνιστικής τέχνης.
Επίσης, δεν διαχειρίζεται τη μετάβαση και την επιβίωση στο αλλοτριωμένο παρόν, με προθέσεις βελτίωσης και αναμόρφωσης. Με ζέση και άγριες διαθέσεις απέναντι στη γύρωθεν πραγματικότητα, επιμένει να αναζητά και να προτάσσει το ουτοπικό αίτημα του ανθρώπου, νοουμένου ως πρόσωπο, αλλά το αναζητά μέσα στο παρόν:
Θα ξαναγεννηθώ ξανά με άφτιαχτο πρόσωπο. Στο προαύλιο αυτής της αιώνιας φωτογραφίας...Εκεί είναι το μέλλον που θα αλλάξει τη γη. Στο αναμμένο αυτό τοπίο θα κατοικήσει ξανά το σμήνος των ανθρώπων.
Έτσι λοιπόν ορίζεται το «μετά», στο βιβλίο τού Σταυρόπουλου, με απόλυτη σαφήνεια:
μετά τίποτα/ τίποτα/ όχι μετά/ τώρα
Είναι ακριβώς ο τρόπος που πιάνει πάλι το νήμα από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ορίζοντας το παρόν ως σημείο επανεκκίνησης, αντιδρώντας σε όσα ανέφερα στην αρχή, δηλαδή στην κατάτμηση του λόγου, την ασυνέχεια του ειρμού, την απουσία έρματος, επιλέγοντας πλέον όχι τη φόρμα των ποιητικών στιγμιοτύπων ή σπαραγμάτων αλλά αυτή της ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης. Επιλέγοντας καινούριους προγόνους-συνομιλητές, όπως π.χ. ο Βύρωνας Λεοντάρης, με τον χαρακτηριστικό στίχο «ορθοστασία της λύπης»,ή με τον πολύσημο «ανεπάγγελτο άγγελο»,που μέσα στα συμφραζόμενα του Σταυρόπουλου ανακαλεί ταυτοχρόνως ένα διακειμενικό φάσμα, από Βέντερς μέχρι Εμπειρίκο, ενώ δεν λείπει -πώς θα μπορούσε άλλωστε;- και ο Νίκος Καρούζοςτης Νεολιθικής νυχτωδίας στην Κροστάνδη.
Υπάρχουν περιοχές της ποίησης, στάσεις απέναντι στη ζωή και τα πράγματα, διαθέσεις και επιλογές, που συνεχώς επανέρχονται, διεκδικώντας μια νέα ζωή. Άλλοτε θεματοποιούνται, άλλοτε δίνουν το έναυσμα για καινούριες αποκρυσταλλώσεις, άλλοτε για την ίδια την άρνησή τους, δηλαδή για γόνιμες αναστοχαστικές διαδικασίες. Η δουλειά του ποιητή είναι αφενός να διακρίνει όσα είναι συμβατά με τα αιτούμενα του δικού του προτάγματος, και αφετέρου να καταφέρει να τα διαχειριστεί χωρίς να τον ρουφήξουν στη δίνη τους.
Ο Σταυρόπουλος έχω τη γνώμη πως τα καταφέρνει και τα δύο. Ως αποτέλεσμα, έχουμε ένα ποιητικό διάβημα που διαχειρίζεται με πάθος και συνέπεια μία από τις διαρκέστερες μορφοποιήσεις στην ιστορία της τέχνης και των ιδεών, δηλαδή αυτή της ρομαντικής βίωσης του κόσμου, με τη στάση βέβαια της ρομαντικής εξέγερσης. Εφαρμόζοντας, με τα μέσα της ποίησης, τη διατύπωση, που αποτελεί και μια θέση-ορόσημο, του Φρέντρικ Τζέιμσον: «Η επιθυμία που λέγεται ουτοπία».
Αν όμως συνεχίζαμε τη σκέψη του Τζέιμσον, θα έπρεπε να αναφερθούμε στο ζήτημα της μορφής, μέσα από την οποία, και μέσα στην οποία, λαμβάνει χώρα η διεργασία επικαιροποίησης και επαναδιατύπωσης του ρομαντικού προτάγματος. Προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, θα υιοθετούσα ασμένως την άποψη του Τζέιμσον, ότι όπως η λογοτεχνική αξία της μορφής υπόκειται σε συνεχείς αμφισβητήσεις, έτσι και η πολιτική της θέση είναι δομικά αμφιλεγόμενη. Μάλιστα, οι διακυμάνσεις των ιστορικών συμφραζομένων δεν καταφέρνουν να διαλύσουν αυτή τη μεταβλητότητα, η οποία οπωσδήποτε δεν είναι ζήτημα γούστου ή ατομικής κρίσης.
[ΠΗΓΗ: Κώστας Βούλγαρης, για το βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου «ΜΕΤΑ», εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ]