Αν κάποια μέρα πάψει να σκέφτεται με απορία τις ξένες ζωές και τις εκδοχές τους, ενδέχεται να ανοίξει επιτέλους τους ορίζοντές της και να ασχοληθεί ενεργά με τη διάσωση της σπάνιας χελώνας της Ζακύνθου, με τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων στο Γκουαντάναμο, με την ετυμολογία των αρχαίων ονομάτων που απαντώνται ακόμα στο ορθόδοξο εορτολόγιο – Ευαγόρας, Λέανδρος, Αρσινόη, Χρυσηίς – και με μια σπάνια ράτσα άγριων σκυλιών της Ανταρκτικής, που κάποτε άκουσε πως έχουν κίτρινα μάτια.
Δεν έχει ζήσει στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, στη βικτωριανή Αγγλία ή στην Κούβα στα χρόνια της δουλείας. Η μητέρα της δεν αυτοκτόνησε θεαματικά ένα βράδυ του Αυγούστου σε μια σοφίτα του Μιλάνου, με θέα δυο καράβια που ξόκειλαν σε κάτι στενά, άνυδρα ποτάμια. Έχει διαβάσει κάμποσες φορές το Θάνατο στη Βενετία και πολύ συχνά, λίγο μετά τη δύση του ήλιου, ακούει με σύνεση και σεβασμό κάτι ποιήματα του Μπρεχτ, μελοποιημένα. Πότε-πότε προσπαθεί να μιμηθεί τη φωνή της Λόττε Λένυα, όμως δεν της βγαίνουν οι χαμηλές οκτάβες και στο τέλος τα παρατά. Ζει σε ένα μικρό αλλά καλοβαλμένο ισόγειο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και κάθε τόσο ονειρεύεται έναν κήπο με λεμονιές και κόκκινες τουλίπες κάπου στην εξοχή. Μερικές φορές νιώθει άσχημη και βαρετή. Ανίκανη για το παραμικρό, πέρα από τις συγχυσμένες της σκέψεις. Κάνει βδομάδες ολόκληρες να βγει από το σπίτι της γιατί την τρομάζουν οι θόρυβοι του δρόμου και ο καιρός που κάθε τόσο αλλάζει σαν τρελός. Παλιά η κίνηση και τα κορναρίσματα των βιαστικών της περνούσαν απαρατήρητα. Όσο περνούν οι μήνες νιώθει όλο και πιο ευάλωτη στα εξωτερικά ερεθίσματα της ζωής που συνεχίζεται έξω από το παράθυρό της. Ξέρει να μαγειρεύει πικάντικες συνταγές που θα έστελναν για νοσηλεία όποιον πάσχει από έλκος στομάχου. Κάθε τόσο χαϊδεύει τη γάτα της και την ρωτάει σε άπταιστη νοηματική τι ώρα είναι. Η γάτα δεν καταλαβαίνει τη νοηματική. Νομίζει πως η κυρά της την καλεί για το δείπνο. Στα ράφια της συσσωρεύονται παλιά περιοδικά για κέντημα και βελονάκι, ληγμένα μακαρόνια νούμερο οκτώ, οδοντόπαστες, κουτιά με τσάι και κονσέρβες ροσμπίφ. Πάνω από το προσκεφάλι της κρέμεται ένας χειροποίητος Εσταυρωμένος, εργόχειρο της πρώτης εξαδέλφης της, τότε που ήταν μικρές και συναγωνίζονταν σε προκοπή και χάρη. Το κέντημα έχει κιτρινίσει λίγο στη γωνία πάνω αριστερά, και για να καλύψει τον ωχρό λεκέ έχει στερεώσει πάνω του με κλωστή ένα αποξηραμένο μπουκέτο λουλούδια. Της τα είχε προσφέρει ο πατέρας της για την ονομαστική της εορτή κάποια χρονιά που δεν θυμάται ποια ήταν. Την κάρτα που τα συνόδευε την έχει κολλήσει στο ψυγείο με μαγνητάκι και την διαβάζει πού και πού. Συχνά, μαζί με τον πρωινό καφέ που τον προτιμά πικρό και βαρύ, για να ταιριάζει με το τσιγάρο, σκέφτεται πως τα πάντα είναι ανόητα. Και η ζωή η ίδια μια κακόγουστη ανοησία. Χωρίς βαθύτερο νόημα, όπως υποστηρίζουν οι αισιόδοξοι σοφοί, χωρίς καν λίγο σκέρτσο πάνω στην αλλαγή του χρόνου. Μελοδραματική προσπαθεί να μην γίνεται ποτέ. Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό της αν με κάποιο τρόπο έχανε τον έλεγχο και εκτίθονταν μπροστά στα μάτια της γάτας. Όταν αισθάνεται πως κάτι πρέπει να συμβεί σκαλίζει με τα δάχτυλα το χώμα στις γλάστρες και ψάχνει να βρει τους σπόρους από τα κυκλάμινα του Απρίλη, να δει σε ποιο στάδιο βρίσκονται και αν μεγάλωσαν καθόλου. Έπειτα σκουπίζει τα χέρια στο φόρεμά της και θυμάται πως ποτέ της δεν φρόντισε να αγοράσει μια σωστή οικοκυρική ποδιά. Τις νύχτες της αρέσει να ανοιγοκλείνει την πόρτα του ψυγείου και να βλέπει το κίτρινο φωτάκι να ψυχορραγεί. «Όταν καεί εντελώς», σκέφτεται, «το ψυγείο μου θα βυθιστεί σε μια παγωμένη, ατελείωτη νύχτα, όπως εκείνη του παραμυθιού». Έπειτα βγάζει από τον αχρησιμοποίητο φούρνο μικροκυμάτων το χαρτονένιο κουτί με τις φωτογραφίες και προσπαθεί να θυμηθεί εποχές που δεν έζησε ποτέ και πρόσωπα αγαπημένων που δεν ζουν πια κοντά της. Είναι σίγουρη πως οι σκέψεις της έχουν συμβεί κάπου στο παρελθόν σαν πραγματική ζωή που όμως την έζησε μια άλλη γυναίκα. Και πως η ίδια είναι ένα μεσοδιάστημα, ένας άνθρωπος αναμονής – όπως οι αίθουσες στα νοσοκομεία – ανάμεσα σε δύο άλλους ανθρώπους, που δεν έχει καταλάβει ακόμα ποιοι είναι και τι θέλουν από τη ζωή. Αν κάποια μέρα πάψει να σκέφτεται με απορία τις ξένες ζωές και τις εκδοχές τους, ενδέχεται να ανοίξει επιτέλους τους ορίζοντές της και να ασχοληθεί ενεργά με τη διάσωση της σπάνιας χελώνας της Ζακύνθου, με τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων στο Γκουαντάναμο, με την ετυμολογία των αρχαίων ονομάτων που απαντώνται ακόμα στο ορθόδοξο εορτολόγιο – Ευαγόρας, Λέανδρος, Αρσινόη, Χρυσηίς – και με μια σπάνια ράτσα άγριων σκυλιών της Ανταρκτικής, που κάποτε άκουσε πως έχουν κίτρινα μάτια.
[ΠΗΓΗ: ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΜΑΤΙΑ, κείμενο που δημοσιεύτηκε στις ΣΤΑΧΤΕΣ στις 8 Νοεμβρίου 2013: http://networkedblogs.com/QHogc ]