Πίσω αΠό το Πι δεν κρύβονταν Παλάτια, ούτε Παράδεισοι, ούτε Πλούτη… Ούτε καν Προσδοκίες για Πανέμορφες γιορτές. Παρά μόνο ένα Πολύ αΠλό Παιχνίδι με τα γράμματα. Που ήταν σαν να Προσπάθησε να του θυμίσει Πως –για δες- αΠό ένα ΤΙΠΟΤΑ… μπορούν, αν θες, να γεννηθούν ΤΑ Πάντα.
- Τι θα κάνεις τις γιορτές;
- Τίποτα.
- Έλα πες… οικογενειακά; Ρεβεγιόν με φίλους;
- Μπα τίποτα…
- Καμιά εκδρομή;
- Τίποτα λέμε.
- Τι έχεις;
- Τ Ι Π Ο Τ Α.
Με τα τόσα τίποτα κόπηκαν κι οι ερωτήσεις. Αφού δεν σήκωνε και πολλά… Έμεινε μόνος… τίποτα δεν περίμενε… τίποτα δεν συνέβη. Εκτός κι αν…
Έτσι όπως κρατάει το Τ Ι Π Ο Τ Αστα χέρια, σκαλώνει το δάχτυλο στην τρύπα του ΟΜΙΚΡΟΝ. Ντριννν… ακούγεται κάτι σαν κουδούνι. Κοιτάει γύρω του…ΤΙΠΟΤΑ.Ξαναπατάει το ΟΜΙΚΡΟΝ… ξανακούγεται το κουδούνι. Άκου να δεις… Στο χέρι του λοιπόν… στην καρδιά του τίποτα… υπάρχει ένα κουδούνι. Θα υπάρχει λογικά και μια πόρτα. Πράγματι, το ΠΙστέκεται αριστερά του ΟΜΙΚΡΟΝσαν πόρτα θεόρατη κλειστή. Τη χτυπάει κι αυτή δειλά με το χέρι, βάζει το αυτί του να ακούσει… ΤΙΠΟΤΑ. Είναι κανείς εδώ… ψιθυρίζει στη χούφτα του. Μπα… ΤΙΠΟΤΑ. Μετά από λίγη σκέψη, παίρνει το αρχικό ΤΑΥ… και το χρησιμοποιεί σαν σφυρί… ή καλύτερα τσεκούρι… και παλεύει να σπάσει με αυτό την κλειστή πόρτα του ΠΙ…ΤΙΠΟΤΑ. Παίρνει το ΓΙΩΤΑκαι προσπαθεί, σαν έμπειρος ληστής, να διαρρήξει την κλειδαριά… ΤΙΠΟΤΑ. Δεν γίνεται… Του αποκαλύφθηκε από το τίποτα ένας ολόκληρος κόσμος… και δεν θα τον εξερευνήσει; Κοιτάει τι του ’μεινε απ’ τη λέξη, το τελικό ΤΑ.Προσπαθεί να το πλέξει κι αυτό στο συλλογισμό του….
ΤΑ…
ΤΑ…ΠΙ με ΤΑΠΙ…άφραγκες γιορτές τι να τις κάνω…
(η πόρτα παραμένει κλειστή… δοκιμάζει ξανά και ξανά και ξανά… τα ΤΑεκσφενδονίζονται σαν λυγμοί από το στόμα του)
ΤΑ… ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΟΛΑ, ΤΑ… ΣΙΧΑΘΗΚΑ, ΤΑ… ’ΧΩ ΠΑΙΞΕΙ, ΤΑ… ’ΧΩ ΧΑΣΕΙ, ΤΑ…ΒΑΝΙ,ΤΑ…ΜΠΛΑΣ, ΤΑ…ΠΕΙΝΩΣΗ
(νιώθει το χέρι του ζεστό, σαν να πλησίασε σε μιαν απάντηση κλειδί- ικανή να ξεσφραγίσει ακόμη και την κλειστή πόρτα ενός τίποτα)
ΤΑ… ΠΕΙΝΟΣ… του φωνάζει απηυδισμένο το λεξικό…
- Δηλαδή;
… αυτός που έχει επίγνωση της αδυναμίας, της μηδαμινότητάς του.
Κάτι γαργάλησε μες την παλάμη του… κάτι σκίρτησε…
ΤΑπεινά λοιπόν, σκέφτηκε και σΤΑμάτησεγια λίγο να γκρινιάζει.
Σαν ν’ άνοιξε κι η πόρΤΑ…
Πίσω αΠό το Πι δεν κρύβονταν Παλάτια, ούτε Παράδεισοι, ούτε Πλούτη… Ούτε καν Προσδοκίες για Πανέμορφες γιορτές. Παρά μόνο ένα Πολύ αΠλό Παιχνίδι με τα γράμματα. Που ήταν σαν να Προσπάθησε να του θυμίσει Πως –για δες- αΠό ένα ΤΙΠΟΤΑ… μπορούν, αν θες, να γεννηθούν ΤΑ Πάντα.
[Πηγή: Μαρία Τσικάρα, Μεθυσμένο Παραμύθι, Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Santhana Krishnan Πολιτιστικό Έντυπο Ελεύθερης Σκέψης και Έκφρασης ΕΞΩΣΤΗΣ: http://www.exostispress.gr/ ]