Ο ερασιτέχνης καταθλιπτικός κοιμάται πολύ. Ανοίγει τα μάτια κι εύχεται να ήταν χθες ή κάποια χρόνια αργότερα. Αφήνει αναπάντητα τα τηλέφωνα ενώ λίγο πιο πριν παρακαλούσε να χτυπήσουν. Ζηλεύει τον σκύλο του, τον δίπλα παππού και το παραδίπλα τσιγγανάκι. Χρησιμοποιεί την τηλεόραση για φωτιστικό. Φέγγουν τα σκοτάδια του δελτία ειδήσεων και διαφημίσεις. Δεν κάνει τίποτα κι όμως είναι εξαντλημένος. Δεν έχει πονοκέφαλο κι όμως ό,τι μυαλό του απόμεινε κοντεύει να σπάσει. Κοντεύει. Γι’ αυτό και παραμένει ερασιτέχνης.
Ερασιτεχνικά φυλάει και κάποιες συλλογές. Στο πάνω πάνω ράφι. Ο επαγγελματίας θα τις είχε πιο κοντά του. Θα τις εκμεταλλευόταν ή έστω θα μάθαινε από τα λάθη τους. Αυτός απλώς κάθεται και τις χαζεύει: ένα καλάθι όνειρα, ένα κουτί καβγάδες, ένας κουμπαράς με λέξεις, ένα βάζο με κοχύλια, ένα μπαούλο με φιλιά, ένα ποτήρι δάκρυα, ένα ολόκληρο άλμπουμ με θυμούς. Υπάρχουν και τραπουλόχαρτα που βρήκε στο δρόμο και προσφορές κέντρων αδυνατίσματος, στις 2 πίτσες η μία δώρο… Δείγματα με χρώματα, με όμορφες μέρες ή με κάπως χειρότερες.
Αυτό το ράφι δεν το ξεσκονίζει ποτέ. Συμφιλιώθηκαν μαζί του οι σκόνες, οι αράχνες, οι σιωπές του δωματίου. Μόνο η επαγγελματίας καθαρίστρια δεν μπορεί να το συμπαθήσει. «Τι είναι όλα αυτά τα σκουπίδια…» αναρωτιέται.
Αυτές τις μέρες εγκαινίασε και μια καινούρια συλλογή: «Το γύρω μου τώρα». Στράγγισε την συνάδερφο κατάθλιψη ενός καιρού, ενός δέντρου, ενός δρόμου, μιας ολόκληρης χώρας. Γέμισε ένα μπουκάλι με βροχή, ένα με κλεισούρα Σαββατόβραδου, σε ένα άλλο έβαλε τα βήματα μιας άσκοπης βόλτας. Γέμισε ένα πιάτο με πολύτιμα χλωμά νομίσματα και τηλεκοντρόλ. Μια ψωμιέρα με ατάκες και ευφυολογήματα. Γκρίνιες και λύσεις του αέρα του καπνού και της ανεμοζάλης. Το ρετσίνι, τα σκάνδαλα, τα αδιέξοδα και τις αδικίες που συγκέντρωσε τις έκανε φαγοπότι και τις γλέντησε.
Φαντάζεται πως είναι βασιλιάς. Ο θρόνος του είναι καμωμένος από γραμματόσημα και η πιστή του φρουρά βαλσαμωμένες πεταλούδες. Διατάζει τις συλλογές να το βουλώσουν και αυτές υπακούν. Άλλοτε είναι μαέστρος και τις διευθύνει. «Σήκω βοριά, έλα νοτιά φυσήξτε τα κλωνιά μου να ξεχυθούν , να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου»*. Και το δωμάτιο ξερνάει ξεκούρδιστες έγχορδες πνευστές κρουστές κραυγές.
Άλλοτε γίνονται εξεγέρσεις. Φτάνει πια! Φωνάζουν τα αγανακτισμένα γραφικά συλλεχθέντα. Παίρνουν στα χέρια τους βότσαλα από παλιά καλοκαίρια, αποδείξεις από παλιές σπατάλες και σπάνε τα τζάμια του παρελθόντος. Ο ερασιτέχνης βασιλιάς κρυώνει στον θρόνο του. Η μόνη συλλογή που έχει τώρα να διοικεί είναι αυτή με τις μελανιές και τα χτυπήματα.
Ερασιτέχνης. Εραστής της τέχνης. Γιατί θέλει πράγματι πολλή τέχνη να είσαι παθητικός. Για να γίνεις ενεργητικός, το μόνο που θέλει είναι… κότσια
[Πηγή Μάρα Τσικάρα, Ο ερασιτέχνης που αναρτήθηκε στη στήλη της στον ΕΞΩΣΤΗ: Μεθυσμένο Παραμύθι - Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Σπυριδούλας Ζάχου]