Από τη δεκαετία του '80 έγιναν αισθητές δύο διακριτές τάσεις στη σύγχρονη ποιητική γραφή: η άμορφη και η ομοιόμορφη ποίηση. Στα άμορφα ποιήματα δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη φροντίδα για τη μορφή τους. Ο αναγνώστης διαβάζει λίγο-πολύ οικείες γλωσσικές διατυπώσεις, σε ευθυγράμμιση με την καθομιλουμένη γλώσσα, χωρίς κάτι να τον ξενίζει, και ίσως να τον απομακρύνει από την ποιητική γραφή. Απουσιάζουν τα πλέγματα γλωσσικής γοητείας, όπως τα αποκαλεί ο Ελύτης, αν και λανθάνει ενίοτε ένας διασκελισμός ή μία μεταφορά.
Στις καλύτερες περιπτώσεις επιτυγχάνεται μία ατμόσφαιρα. Ενδεικτικά είναι αρκετά ποιήματα του Χάρη Βλαβιανού ή η πρόσφατη συλλογή «Τέσσερις εποχές» του Κώστα Μαυρουδή. Δεν πρέπει εδώ να συγχέεται η άμορφη ή πεζολογική ποίηση με την πεζόμορφη. Η τελευταία, αν και χωρίς στιχούργηση με φανερή τομή (σπάσιμο του στίχου), ενσωματώνει μια εικονοποιητική φαντασία, δραματουργική ανάπτυξη, πύκνωση νοημάτων ή αιφνίδιες μεταφορές. Κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, σε ποιήματα του Αργύρη Χιόνηή του Επαμεινώνδα Γονατά.
Αρκετές μπορεί να είναι οι επιφυλάξεις έναντι της άμορφης ποίησης, όπως περί του πώς εν τέλει οριοθετείται ένα ποίημα από τις, για παράδειγμα, ημερολογιακές σημειώσεις ενός πεζογράφου. Παρ'όλ'αυτά η άμορφη ποίηση θέτει κρίσιμα ερωτήματα για τη γλώσσα της ποίησης. Όπως για τις μεταβάσεις -ενίοτε ακροβατικές- από την κοινή γλωσσική χρήση σε ένα γλωσσικό ιδίωμα. Από την καθημερινότητα, σε μια ποιητική παρέκκλιση. Η δε στάση ενώπιον τέτοιων μεταβάσεων, τόσο γλωσσικά όσο και βιωματικά, είναι ικανή να δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο ποιητικό ύφος. Έναν διακριτό τρόπο στις λέξεις και την πλέξη τους, σπάζοντας την πλήξη. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι βρέθηκαν στο κέντρο των φιλοσοφικών ερευνών του Βιτγκενστάιν.
Ως αντίδραση στην άμορφη ποίηση, σχεδόν ταυτόχρονα, εμφανίζεται η ομοιόμορφη ποίηση. Ενδεικτικό είναι το έργο ποιητών όπως οι Καψάλης και Κοροβίνης, έχοντας τη συνηγορία κριτικών δοκιμίων του Μπερλή. Η πλευρά ετούτη δίνει έμφαση στη μορφή ενός ποιήματος, μόνο που επιδιώκει μια εξωτερική ομοιομορφία, όπως αυτή προκύπτει από τη συμμόρφωση με παραδοσιακά μετρικά σχήματα: αυστηρή εφαρμογή μέτρων και ομοιοκαταληξίας. Αναδεικνύει την ανάγκη για συνάφεια ποίησης και τραγουδιού, καθώς και την επιστροφή σε αναγνωρίσιμες, πάνω-κάτω, κοινές φόρμες. Με το πάθος του ζηλωτή αναθεματίζονται ρεύματα, όπως μοντερνισμός, συμβολισμός, υπερρεαλισμός, επαναφέροντας παράλληλα τον Παλαμά στην κορυφή του ποιητικού μας Παρνασσού. Γόνιμο ή όχι το ρεύμα ετούτο, θα φανεί από τα ποιήματα που γράφτηκαν ή θα γραφτούν υπό την επήρειά του. Φυσικά, τίποτα δεν αποκλείει την εμφάνιση εκείνης της ποιητικής ιδιοφυΐας -ενός Σολωμού του 21ου αιώνα- που με τους απαστράπτοντες στίχους του θα μας κάνει να ξεχάσουμε ποιος στίχος ριμάρει με ποιον, ή πώς οργανώνεται το σονέτο και η τερτσίνα. Πάντως η ομοιόμορφη ποίηση έχει μια χρησιμότητα: μας υπενθυμίζει ότι ένα ποίημα δεν είναι λέξεις ατάκτως ερριμμένες επί χάρτου, ή πόσο δραστικός μπορεί να είναι στη σάτιρα ένας ομοιοκατάληκτος στίχος.
Τα δύο αυτά άκρα, άμορφης και ομοιόμορφης ποίησης, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Εμφανίζουν εαυτόν, ρητά ή υπόρρητα, ως εγγύηση για την επιστροφή του αναγνωστικού κοινού στην ποίηση. Όμως η απαίτηση για την ποίηση είναι πρωτίστως μία: να είναι αληθινή. Να συνομιλεί δημιουργικά με την κρυσταλλωμένη ποιητική παράδοση, εμπλουτίζοντας τον τρόπο των λέξεων. Να χαρίζει ποιήματα-μικρογραφίες ψυχής και κόσμου, στο όριο αυτών. Ουσιώδες είναι εδώ το ερώτημα του Κονδύλη, που σκόπιμο είναι να απασχολεί όποιον γράφει και διαβάζει: τι λέει ένα κείμενο και αν έχει κάτι να πει. Εφ'όσον δε η ποίηση είναι η κατ'εξοχήν τέχνη του τρόπου των λέξεων, θα προσθέταμε το εξής: πώς το λέει. Ο δε τρόπος των λέξεων επηρεάζεται από το ίδιο το περιεχόμενο, αλλά και το ανατροφοδοτεί. Φυσικά η ποιητική δημιουργία της γενιάς του '80 -γενιάς του ούτως καλούμενου ιδιωτικού οράματος- δεν εξαντλείται στα δύο άκρα άμορφης και ομοιόμορφης ποίησης, σε αυτές τις δύο όχθες. Ανάμεσά τους βρίσκεται η πλατιά κοίτη της εύμορφης ποίησης. Στην κοίτη αυτή αναπτύσσονται λογής λογής ρεύματα και δίνες, κλείνοντας μέσα τους μια μαστοριά χωρίς την προσφυγή στην παραδοσιακή μετρική. Ενίοτε χαρίζουν μεστά στιγμιότυπα βίου, αποσπώντας τη συγκίνηση. Από τον ρέοντα αχό των στίχων ξεχωρίζουν αξιόλογες ποιητικές φωνές με μια ιδιαίτερη αίσθηση: Χουλιαράκης, Πασχάλης, Γώτης και άλλοι πολλοί.
Πρόκληση αποτελεί εδώ η χαρτογράφηση των υδάτων της μεταγένεστερης ποιητικής γενιάς, με τις όποιες συνέχειες ή εκτροπές παρουσιάζει. Κάνοντας λόγο για την επομένη της γενιάς του '80 -αξιοποιώντας πεπατημένες γραμματολογικές διακρίσεις- η αναφορά γίνεται σε ποιήτριες και ποιητές που πρωτοδημοσίευσαν έργο τους λίγο πριν-λίγο μετά το γύρισμα της χιλιετίας, με περίπου τρεις ή τέσσερις συλλογές στο ενεργητικό τους, γεννημένοι από το 1965 έως το 1975 (συν-πλην δύο έτη). Χρησιμοποιώντας μία λέξη από την πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα, ας τους ονομάσουμε γενιά της επανεκκίνησης. Ποιήτριες και ποιητές επηρεασμένοι αναπόφευκτα από την ψηφιακή εποχή και τα γυρίσματα στο κοινωνικό τοπίο, από την άνοδο στην πτώση. Αναζητώντας τι ακριβώς επανεκκινεί στην ποιητική γραφή η γενιά ετούτη, πρέπει κανείς να πλοηγηθεί εν πολλοίς σε σκιερά κι αχαρτογράφητα νερά. Κάτι οφειλόμενο και σε μια κριτική νωθρότητα, αφού απουσιάζει μια στοιχειωδώς επαρκής προσέγγιση. Μια προσέγγιση στραμμένη στα ίδια τα κείμενα, με φανερά τα κριτήριά της και τις ορίζουσες του ποιητικού χώρου. Μία προσέγγιση που θα διακινδυνεύσει ν'απαλλαχθεί, κατά το δυνατόν, από το ρόλο του καθενός στο λογοτεχνικό σινάφι, τις σχέσεις επιρροής και ισχύος. Ανοίγοντας, αν μη τι άλλο, ένα διάλογο γύρω από τον τρόπο που μια δέσμη ποιητικής ενέργειας πέφτει στο πρίσμα της σημερινής συνθήκης, και διαθλώμενη ανοίγεται σε διαφορετικά χρώματα -με συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες αποχρώσεις- πάνω σε μια εποχή ρευστή, όσο και η ποίηση που σήμερα γράφεται.
[ΠΗΓΗ: Πέτρος Πολυμένης, Ποιητική επανεκκίνηση, άρθρο στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ. Ο Π. Πολυμένης είναι λογοτέχνης. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Αίθουσα Αναχωρήσεων» (εκδ. Ατόλη, 2013)]