«Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα, όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο». Στο μυθιστόρημα του Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά, η σκηνή αυτή αναφέρεται συχνά, καθώς, όταν ο κολομβιανός συγγραφέας δεν βρυχάται με μαγικό ρεαλισμό έχει ένα και μοναδικό σκοπό: Nα σου τσακίσει τα μάτια με δάκρυα.Όποιος, λοιπόν, δεν έχει κλάψει διαβάζοντας το 100 Χρόνια Μοναξιά δεν έχει δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Εκείνο το μακρινό απόγευμα ήρθαν ξανά οι τσιγγάνοι στο χωριό Μακόντο. Η ονομασία “Μακόντο” είναι κοινή για πολλά χωριά της Κολομβίας. Γιατί, αυτή η ιστορία δεν είναι σαν τις άλλες. Αυτή η ιστορία μιλάει για όλες τις ιστορίες του κόσμου, αφήνει τα όρια της Λατινικής Αμερικής και φτάνει στην πόρτα μας και την χτυπάει. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην υποκύψουμε να της ανοίξουμε. Πρόκειται για έναν αιώνα μοναξιάς, μιλάει για τη δική μας μοναξιά-τη δική σου και την δική μου- μιλάει για ένα σύμπαν μοναξιάς που θα ’ταν αδύνατο να υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους.
Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για την Μοναξιά μας; Ο Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες δεν είναι σίγουρος, κι ακριβώς επειδή δεν είναι, έγραψε το Εκατό Χρόνια Μοναξιά.
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ξεσηκώνεται από τις τσιγγάνικες ανακαλύψεις, τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα και όλες εκείνες τις εφευρέσεις του σοφότρελου Μελκίαδες, τα μυστικά των σοφών της Μακεδονίας ή της Βαβυλώνας, άλλοτε αγοράζοντας μαγνήτες του τσιγγάνου για να εξάγει από τα σπλάχνα της γης χρυσάφι κι άλλοτε προσπαθώντας να κάνει το μόλυβδο, χρυσό. Μέχρι εδώ όλα καλά, o Μάρκες αποδεικνύει πως είναι μάγος των παραστάσεων και πραγματικός κυρίαρχος στα αφηγηματικά flik-flak. Όμως, που κρύβεται η Μοναξιά;
Η Μοναξιά είναι υπόκωφη στην αρχή του έργου. Έρχεται σιγά, σιγά με την υπομονή ενός σκακιστή αλλά και την διαχυτικότητα της επιδημίας της αϋπνίας, που κόλλησε όλο το χωριό από την Ρεβέκκα. Η Μοναξιά είναι ύπουλη. Κρύβεται πίσω από τις τρελές εφευρέσεις κι αφαιρέσεις του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και μέσα στα δέρματα των σωμάτων και των ανομολόγητων ερώτων. Η Μοναξιά μοιάζει με εκείνο το πελώριο σπίτι, που στέγασε εκατό ολόκληρα χρόνια όλους τους Αουρελιάνο Μπουενδία που γεννήθηκαν με ανοιχτά μάτια και ανέδυαν ένα εκτυφλωτικό φως, όπως και όλους τους Χοσέ Αρκάδιο και την άστατη κι ανυπόμονη φύση τους. Η Μοναξιά μοιάζει με το νεκροσάβανο και στους ανεκπλήρωτους έρωτες της Αμαράντα και ψηλαφίζεται πάνω στις σκονισμένες κούκλες της Ρεμέδιος, στην παρουσία του φαντάσματος του Προυδένσιο Αγκιλάρ, εισβάλλοντας παντού, όπως τα μυρμήγκια και οι κίτρινες πεταλούδες. Η Μοναξιά ξεπερνάει τα πάντα. Ακόμα και το Θάνατο. Ακόμα και την Τιμωρία. Γιατί όπως έλεγε συχνά ο Συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία: «Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί» Η φύση της Μοναξιάς δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Αν δεν υπήρχε από την αρχή του έργου δεν θα μπορούσαμε ποτέ να μιλήσουμε γι’ αυτήν, η Μοναξιά δεν γεννιέται κάποια αόριστη στιγμή, προϋπάρχει.
«Το πιο μεγάλο διαμάντι του κόσμου».«Όχι», τον διόρθωσε ο τσιγγάνος. «Είναι πάγος».
Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, χωρίς να καταλαβαίνει άπλωσε το χέρι του προς το παγόβουνο, αλλά ο γίγαντας του το ’σπρωξε. «Πέντε ρεάλια ακόμα για να το πιάσεις», είπε.Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είδε στον ύπνο του ένα χωριό όπου τα σπίτια ήταν όλα καμωμένα από καθρέφτες. Στην πορεία κατάλαβε πως δεν ήταν καθρέφτες, αλλά ο πάγος που έφεραν μαζί τους οι τσιγγάνοι. Το Μακόντο χτίστηκε μέσα σε λίγο καιρό και παρά το όνειρο του -να το δει μια μέρα χτισμένο από πάγο-που δεν έγινε πραγματικότητα, δεν παραιτήθηκε από τις παράλογες φαντασιώσεις του. Ήταν ο ίδιος πάγος που έβαλε να αγγίξουν οι γιοί του για να δουν το θαύμα. Η Μοναξιά, όμοια κι εκείνη με πάγο, κρύφτηκε μέσα στα πιο τρελά του όνειρα για να γίνει πιο επίμονη στην πορεία, όταν τρελός πια και δεμένος στον κορμό της καστανιάς έχει επαφή μόνο με το φάντασμα του εχθρού του:
«Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σ’ εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει ν‘ αγαπήσει το χειρότερο εχθρό του».
Ο Αουρελιανο Μπουενδία που έκανε 32 πολέμους και τους έχασε όλους, θα αγγίξει κι εκείνος τον πάγο, περισσότερο διστακτικά, γιατί η δική του Μοναξιά κρύβεται μόνο στην αμαρτωλή περηφάνεια του. Η δική του Μοναξιά μετράται σε 32 συνεχόμενους πολέμους και στα χρυσά ψαράκια που έλιωνε και ξανάφτιαχνε στο αργυροχοίο του. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή μόνο όταν συνειδητοποιήσει την Μοναξιά του,«Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς,αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου».
Η Μοναξιά παραλλάσσεται. Μέσα σε εκείνα τα ανελέητα χρόνια μοναξιάς όλα αλλάζουν και συγχρόνως όλα μένουν τα ίδια. Η Μοναξιά υποτάσσεται στην σιωπή σαν τον Συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Διαμορφώνει τους ήρωες ενώ έμμεσα τους συνθλίβει. Είναι αδυσώπητη κι αδίστακτη. Διαπραγματεύεται την αγάπη, ενώ άλλες φορές την κατατρώει, την εξαθλιώνει, την διαπερνά. Χτίζει τα όμορφα. Γκρεμίζει τα όμορφα. Και τα άσχημα. Μεγαλώνει τους ήρωες και τους μικραίνει. Τους ψηλώνει. Τους κονταίνει. Γεμίζει προσδοκίες, ψευδαισθήσεις παραδείσων και υποχρεώσεις κολάσεων. Παίρνει τις μορφές τους. Χρειάζεται να την χρειάζονται. Γίνεται δύστροπη όταν δεν της δίνουν σημασία, διότι κανένας τους δεν ασχολείται με την Μοναξιά του. Τα έχει καλά με την εξουσία αλλά όταν δεν της κάνει τα χατίρια την τσακίζει. Εφευρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό για να τον χάσει ξανά. Είναι νεωτερίστρια, μια αναρχική συντήρηση, το πλαίσιο σε όλη την ιστορία ή ένα μακρινό φόντο που προκαθορίζει την οπτική της εικόνας του έργου. Δεν έχει νόμους, ούτε κανόνες. Διατηρεί το ανοίκειο παιχνίδι της μέχρι τα Εκατό χρόνια, ακριβώς έναν αιώνα Μοναξιάς, γιατί δεν χρειάζεται ούτε λιγότερο αλλά ούτε και περισσότερο εκείνες οι ράτσες, οι καταδικασμένες στην Μοναξιά, να μην αποκτήσουν δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
*Ο κόσμος θα ’χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
(Εκατό Χρόνια Μοναξιά, Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες)
[ΠΗΓΗ: Η Μοναξιά στο Εκατό Χρόνια Μοναξιά του Μάρκες, του Δημήτρη Μαραντίδη http://www.literature.gr/]