Εν αρχή, τα πουλιά πετούσαν, και τα είχε φτιάξει ο Θεός. Οι άγγελοι πετούσαν, και τους είχε φτιάξει ο Θεός. Οι άντρες και οι γυναίκες είχαν μακριά πόδια και γυμνή πλάτη, και ο Θεός τους είχε φτιάξει έτσι για κάποιο λόγο. Το να μπλέκεις με το πέταγμα σήμαινε να τα βάζεις με το Θεό. Κι αυτό θα αποδεικνυόταν αγώνας μακροχρόνιος και πλήρης διδακτικών θρύλων [ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ, ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ]
Στην επιφάνεια: μια ιστορία αγάπης
«Κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάμει μια ιστορία ψυχικής οδύνης. Κι αν όχι στην αρχή, τότε αργότερα. Κι αν όχι για τον έναν, τότε για τον άλλο. Μερικές φορές και για τους δυο».
Συνδυάζεις δυο πράγματα που δεν είχαν συνυπάρξει προηγουμένως και άλλοτε φέρνει αυτό αποτέλεσμα άλλοτε δεν φέρνει. (...) Βάζεις μαζί δυο ανθρώπους που δεν είχαν ξαναβρεθεί ποτέ, και άλλοτε ο κόσμος αλλάζει, άλλοτε όχι. Μπορεί να συντριβούν και να καούν ή να καούν και να συντριβούν. Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι πρωτόφαντο και ο κόσμος αλλάζει.
Ένα από τα διάσημα πρόσωπα της εποχής που φωτογράφησε ο Ναντάρ, και μάλιστα καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής της, ήταν η Σάρα Μπερνάρ. Παρά το ύψος της –μετά βίας ξεπερνούσε το ενάμισυ μέτρο– και το βάρος της –η ίδια έλεγε ότι είναι τόσο αδύνατη που μπορεί να περάσει ανάμεσα στις στάλες της βροχής– η Σάρα Μπερνάρ όχι μόνο κατάφερε να γίνει διάσημη ηθοποιός αλλά και ν'αποκτήσει τη φήμη μιας θαρραλέας και αντισυμβατικής γυναίκας που προκαλούσε με τη μποέμικη εξωφρενική συμπεριφορά της. Η Σάρα Μπερνάρ, μια από τις ελάχιστες γυναίκες που πέταξαν ποτέ με αερόστατο, θα γίνει πρωταγωνίστρια της ερωτικής ιστορίας που διαδραματίζεται στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που ο Τζούλιαν Μπαρνς τιτλοφορεί Στην επιφάνεια.
Στην επιφάνεια λοιπόν της γης, συναντιέται η γαλλοεβραία Σάρα Μπερνάρ με τον Άγγλο συνταγματάρχη και αεροναυτικό Φρεντ Μπάρναμπυ. Η σπίθα που θ'ανάψει από τον έρωτά τους θα προκαλέσει αρχικά την ανύψωση και μετά τη συντριβή του ενός τους, συγκεκριμένα του Άγγλου Μπάρναμπυ μιας και η Σάρα Μπερνάρ, φτιαγμένη για τις ηδονές και τις εφήμερες συγκινήσεις, αποδείχτηκε πιο ανθεκτική στην πρόσκρουση με την επιφάνεια της γης. Όπως λέει ο Τζούλιαν Μπαρνς:
Ζούμε στην επιφάνεια της γης κι όμως –γι αυτό– οι βλέψεις μας είναι υψιπετείς. (...) Όταν όμως πετάς ψηλά μπορεί και να τσακιστείς. Λίγες είναι οι ομαλές προσγειώσεις. Μπορεί να βρεθείς να σκας στο έδαφος με ορμή που τσακίζει κόκαλα ή να σε παρασύρει ο σιδηρόδρομος σε ράγες ξένης χώρας. Κάθε ερωτική ιστορία είναι εν δυνάμει μια ιστορία ψυχικής οδύνης. Κι αν όχι στην αρχή, τότε αργότερα. Κι αν όχι για τον έναν, τότε για τον άλλο. Μερικές φορές και για τους δυο.
Απώλεια βάθους με αναπόφευκτη απώλεια ύψους
Αν το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου είχε χαρακτήρα ιστορικό-δοκιμιακό και το δεύτερο κεφάλαιο λογοτεχνικό, το τρίτο κεφάλαιο με τον τίτλο «Η απώλεια του βάθους», έχει χαρακτήρα προσωπικής μαρτυρίας. Κι αν είχα χαρακτηρίσει το πρώτο κεφάλαιο παρελκυστικό, υπό την έννοια ότι καθυστερούσε με θεωρητικά τεχνάσματα την έλευση της κεντρικής ερωτικής ιστορίας, το δεύτερο κεφάλαιο θα το χαρακτηρίσω εκ των υστέρων παραπειστικό. Εδώ, καθώς αρχίζουμε να διαβάζουμε το τρίτο κεφάλαιο, καταλαβαίνουμε πως ο συγγραφέας για τη δική του ιστορία θέλει να μας μιλήσει. Για τη δική του πτήση που κατέληξε σε συντριβή. Για τη δική του οριστική και αμετάκλητη απώλεια, μια απώλεια που ενώ μέλλεται να τη γνωρίσουν οι περισσότεροι, μια που πάντα ο ένας απ'τους δυο πεθαίνει πρώτος, δεν παύει ο επιζών να τη βιώνει με την οδυνηρή σφραγίδα του μοναδικού.
Βέβαια, ο Τζούλιαν Μπαρνς και στα τρία κεφάλαια δεν παύει να στοχάζεται. Εδώ όμως, στο τελευταίο και ειλικρινά σπαρακτικό (όχι όμως γι αυτό και λιγότερο σπινθηροβόλο) κεφάλαιο ο Μπαρνς στοχάζεται πάνω στην απώλεια χωρίς όμως να απομακρύνεται από αυτήν, να υψώνεται πάνω από αυτή για να τη μελετήσει. Αυτό το σπάνιο κατόρθωμα το είχα συναντήσει παλιότερα και σε ένα άλλο, πολύ αγαπητό μου βιβλίο, τα Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου, του Ρολάν Μπαρτ. Χωρίς η γλώσσα του Μπαρνς να πλησιάζει τη σημειολογική υφή αυτής του Μπαρτ, συνάντησα και στα δυο βιβλία τη διάθεση να μιλήσει και να αναλύσει ένα φαινόμενο αυτός ο οποίος το υφίσταται. Στο βιβλίο του Μπαρτ, ο συγγραφέας υιοθετεί τη γλώσσα του ερωτευμένου, μιλάει από τη σκοπιά του, ξεδιπλώνει όλα τα συμπτώματα της παράξενης και κοινής αυτής ασθένειας. Με την ίδια διάθεση, ο Μπαρνς δεν χορταίνει να μιλάει για την απώλεια. Τα λόγια του έχουν την αιχμηρή ευφυΐα όσων δεν δέχονται να υποτάξουν το πάθος τους στη γλώσσα των πολλών, να το καταχωρήσουν κι έτσι να το κατευνάσουν. Τα λόγια του δεν προσβλέπουν στην αναδίφηση του πόνου ή στην εύκολη συγκίνηση ή συμπάθεια από μέρους του αναγνώστη. Διαβάζοντας, είχα την αίσθηση πως ο συγγραφέας μου έπαιρνε το δάχτυλο για να το βυθίσει σ'ένα κενό, λέγοντάς μου: «Εκεί ήταν».
Άλλωστε αυτή δεν είναι και η λειτουργία της φωτογραφίας της γυναίκας του στο αυτί του βιβλίου κάτω από τη δική του; «Αυτή ήταν» είναι σαν να μας λέει, όπως άλλωστε μας λέει η κάθε φωτογραφία μιας και έχει αιχμαλωτίσει μόνο ένα είδωλο, μια στιγμή που έχει για πάντα χαθεί.
Γιατί όμως, διερωτάται ο Μπαρνς, να προσβλέπουμε μονίμως στον έρωτα, μια που με τον έναν ή άλλο τρόπο πρόκειται πάντα να χαθεί; Θα απαντήσω με τα ίδια του τα λόγια, που τόσο επιδέξια δένουν τα τρία κεφάλαια μεταξύ τους: Διότι ο έρωτας είναι το σημείο συνάντησης της αλήθειας με τη μαγεία. Της αλήθειας, όπως αυτής της φωτογραφίας, με τη μαγεία, όπως αυτής της πτήσης με αερόστατο.
Αυτά δεν είναι τα τελευταία λόγια του βιβλίου. Περιέργως πώς, τα τελευταία λόγια του βιβλίου αυτού που μιλάει για το αναπόδραστο της απώλειας του έρωτα, είναι με τον τρόπο τους ανάλαφρα. Κλείνοντάς το ένιωσα αυτή τη μελαγχολική ευφορία που νιώθεις όταν βλέπεις ένα μπαλόνι να φεύγει απ'τα χέρια του παιδιού και ν'ανυψώνεται στον ουρανό
[ΠΗΓΗ: Ελένη Μαρούτσου, Απώλεια καθ’ ύψος και εις βάθος, κριτική παρουσίαση βιβλίου ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ του Τζούλιαν Μπαρνς, εκδόσεις Μεταίχμιο 2014 στο BOOKPRESS: http://www.bookpress.gr/ ]