Στην αρχή ήταν το κείμενο. Το σιωπηλό κείμενο. Το τυπωμένο στο χαρτί. Δεν υπήρχε φωνή. Η φωνή (του ποιητή) μού φαινόταν μια παλιομοδίτικη πόζα. Ένας ναρκισσισμός εκτός τόπου και χρόνου. Μια μελοδραματική κορώνα που σκοπό είχε, το πολύ, να υποτάξει τις φιλόμουσες κορασίδες στη μάτσο-γοητεία, στην εξουσία της ποιητικής εκδοχής του «πονηρού πολιτευτή». Άλλωστε αυτός ο τελευταίος δεν ήταν που διάβαζε «και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία»; Κάθε ποιητική προφορικότητα με παρέπεμπε σε έναν ξεπερασμένο, εξουσιαστικό στόμφο, σχεδόν πάντα γένους αρσενικού. Με παρέπεμπε και σε έναν συγκεκριμένο ρόλο για τον ποιητή, που και σήμερα τον αρνούμαι: τον ποιητή-ήρωα, τον γραφικό και αφελώς ρομαντικό, τον κάτοχο μιας μυστικής αλήθειας. Τον ποιητή–προφήτη– κι ας είναι όσο θέλει μεταμφιεσμένος με μοντέρνα ή με μεταμοντέρνα στολή. Η προφορικότητα, όταν άρχισα να συνειδητοποιώ τον εαυτό μου ως άνθρωπο που γράφει και δημοσιεύει, ήταν για μένα συνώνυμη με ένα καθεστώς που ποθούσα διακαώς να ανατινάξω.
Η ανάγνωση είναι μια τέχνη ξεχωριστή: αν πρέπει κανείς να διαβάζει, οφείλειτουλάχιστον να το κάνει καλά
Υπήρχαν όμως και δευτερεύουσες ενστάσεις. Αν έπρεπε κάποτε να ακούγεται κιόλας, υποχρεωτικά, γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, η φωνή της ποιήτριας ή του ποιητή, τότε αυτό όφειλε να το αντιμετωπίζει κανείς ως μιαν απαιτητική, ξεχωριστή εργασία. Με εξόργιζε, εξίσου, η περιφρόνηση εκ μέρους ποιητών ή ποιητριών των ιδιαίτερων απαιτήσεων της προφορικότητας: η προχειρότητα, η τσαπατσουλιά, η ευκολία. Γιατί ένας εύκολος τρόπος να κρύβεις το φόβο σου είναι να περιφρονείς αλαζονικά το κοινό. Η ανάγνωση, όμως, είναι μια τέχνη ξεχωριστή. Αν έπρεπε κανείς να διαβάσει, όφειλε τουλάχιστον να το κάνει καλά. Κι όπως τα περισσότερα πράγματα, έτσι κι αυτό χρειαζόταν να το μάθει κανείς και να ασκηθεί σε αυτό. Από την πλευρά μου ωφελήθηκα, νομίζω, πολύ όταν, για να τα καταφέρω, παρακολούθησα έναν πλήρη κύκλο της θεραπείας/μεθόδου «Τοματίς». Αυτό με βοήθησε και να ακούω πιο σωστά και να διαβάζω καλύτερα.
Η προσπάθειά μου να μην κουράσω παραπάνω, να μην οδηγήσω σε βαθύ χασμουρητό τους ακροατές και τις ακροάτριες όποτε, υπακούοντας στην ανάγκη, ενέδιδα, εξαιρετικά σπάνια, σε δημόσιες εμφανίσεις και απαγγελίες, δεν με οδήγησε πάντως στην άρση των βασικών μου ενστάσεων. «Όλο αυτό» εξακολουθούσε να μου φαίνεται μια σκονισμένη τελετουργία. Η ποίηση ήταν για μένα –έτσι έλεγα– Drucksache: έντυπο.Φυσικά, δεν έλεγα αλήθεια: έγραφα πάντα κυρίως με το αυτί και διάβαζα πάντα δυνατά, ώρες ατέλειωτες. Σπανίως ανοιγόμουν σε σημείο που να με ακούσουν και άλλοι, σε συντροφιά. Υπήρξε ένα βράδυ Αυγούστου που διαβάσαμε την Αμοργό σε μια παραλία της Αργολίδας με την Τζένη, τη Σοφία, τον Βαγγέλη. Κυρίως όμως διάβαζα στη μοναξιά. Το πρόβλημά μου ήταν, εκτός από τον εξουσιαστικό στόμφο και την πόζα, η προβληματική συνθήκη του δημόσιου χώρου σε σχέση με τους ποιητές και την ποίηση.
Γιατί έτυχε η εποχή των πρώτων μου βημάτων να συμπέσει με ένα είδος ναδίρ, ειδικά στην Ελλάδα, στο συγκεκριμένο «μετιέ». Θα θυμάστε ίσως τη συζήτηση για τον θάνατο της ποίησης, καθώς την εποχή εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 όταν, μεσουρανούντος του life style και της εν γένει ευκολίας, το να ομολογεί κανείς ότι γράφει ποίηση ακουγόταν πολύ, μα πάρα πολύ παράξενο. Αν πάρουμε στα σοβαρά εκείνη την περίφημη διάκριση των ποιητών σε «γενιές» ανά δεκαετία, τότε θα θυμούνται κάποιοι ασφαλώς ότι η σοδειά της δεκαετίας του ‘90 ήταν μετά από χαλαζόπτωση. Ξεμυτίσαμε λιγοστοί, με κάμποση συστολή, ασαφή προέλευση και αδιάγνωστη στόχευση, έχοντας αποδεχτεί γερή δόση δυσκολίας για αρχή αλλά, όπως εύλογα μπορεί κανείς να υποθέσει, κυοφορώντας κι έναν πυρήνα –πώς να το κάνουμε– πεισματάρικο. Αν πρέπει να μιλήσω για τον εαυτό μου, η βασική συνθήκη που χαρακτήρισε τις παρθενικές μου εμφανίσεις ήταν μια συντριπτική σχεδόν έλλειψη αυταπάτης. Η απομάγευση, σε όλο της το μεγαλείο.
Η δημιουργία της παρέας του Dasein (στο ομώνυμο μπαρ των Εξαρχείων) στα μέσα της δεκαετίας του 2000, με πρωτοβουλία και συμμετοχή ποιητών και ποιητριών νεώτερων από μένα ή περίπου σαν εμένα, κυρίως του Γιώργου Χαντζή, της Κατερίνας Ηλιοπούλου αλλά και πολλών άλλων, ήταν το πρώτο βαθύ σχίσιμο στο αμυντικό μου αντι-προφορικό παραπέτασμα. Η όλη υπόθεση στηριζόταν σε αρχές που με ενέπνεαν: ήταν συλλογική και χαμηλών τόνων, ήταν εξίσου στραμμένη στο εντός και το εκτός των συνόρων χωρίς δογματισμούς, ήταν ό,τι έπρεπε για εργαστήριο, δοκιμές και πειραματισμούς. Ήταν –για δες, λοιπόν, που μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο χωρίς αλκοολικούς μποέμ που να «την πέφτουν» αλύπητα στα θηλυκά και να εθνολογούν παροξυσμικά–, ήταν μια συντροφιά!
Και καθώς στο ασφαλές πλαίσιο αυτής της συντροφιάς ήρθη διπλά η συνθήκη των αναστολών μου (τόσο ως προς το ποιητικό υποκείμενο όσο και ως προς τον περίγυρο), άρχισα κι εγώ να διαβάζω κάπου-κάπου για ένα κοινό. Φυσικά, επειδή από τα κολλήματά του δεν ξεκολλά κανείς από τη μια μέρα στην άλλη, επινόησα μιαν αξιοπρεπή δικαιολογία, που δεν στερούνταν άλλωστε πραγματικής βάσης. Οι απαγγελίες μου λοιπόν στο dasein είχαν, έλεγα, εργαστηριακό χαρακτήρα: αποσκοπούσαν στη δοκιμή υπό έκδοση ποιημάτων σε ένα ακροατήριο κατά τεκμήριο προσεχτικό, φιλικό αλλά και απαιτητικό, από το οποίο μπορούσε κανείς να περιμένει υποδείξεις και διορθώσεις άξιες λόγου. Χωρίς να το πολυψάξω ενέδωσα σε μιαν αρχή προφορικότητας, με στόχο τη δοκιμή και τη βελτίωση. Κι ενώ οι στόχοι αυτοί υπηρετήθηκαν με το παραπάνω από τις αναγνώσεις και την κριτική συζήτηση που τις ακολουθούσε κάθε φορά, άρχισε να εμπεδώνεται αργά αλλά σταθερά και μια νέα πλαισίωση της προφορικότητας, της απαγγελίας, της δημόσιας εκφοράς του ποιητικού λόγου. Αυτή η πλαισίωση είχε έναν χαλαρά δικτυακό χαρακτήρα, είχε συγκεκριμένα υποκείμενα-πρωταγωνιστές και, όπως φάνηκε αργότερα, άντεξε στο χρόνο και αποδείχτηκε γόνιμο έδαφος για τη συνέχεια.
Όμως δεν γίνεται και χωρίς καθόλου μύθο. Έστω μισοσβησμένο, έστω μονάχα σαν θρόισμα, σαν υποψία. Σαν την ιδέα μιας γεύσης για την οποία κάπου, κάποτε μάς μίλησε κάποιος. Στο όνειρο; Έστω και σε αυτό. Η τιμωρημένη και απωθημένη εντός μου προφορικότητα, που άρχιζε σιγά-σιγά να αποκαθίσταται και να επιστρέφει με τη βοήθεια της συντροφιάς του dasein, είχε ένα τέτοιο, ελάχιστο, μυθικό σημείο αναφοράς. Ήταν οι Ρώσοι. Τρέχα-γύρευε τώρα γιατί. Θέλετε γιατί ο Μαγιακόφσκι υπήρξε αρκετά εξωτικός και αρκετά τραγικός για να του επιτρέψω να καταλάβει στη φαντασία μου ένα καρέ του ποιητή που απευθύνεται στα πλήθη με βροντερή φωνή; Θέλετε γιατί ήταν μαγικά όμορφη η Αχμάτοβα; Θέλετε γιατί η Τσβετάγιεβα έγραφε με το αίμα της καρδιάς; Μήπως περισσότερο γιατί όλοι αυτοί και άλλοι ακόμα είχαν μιαν ολοζώντανη σχέση με την παράδοση, άρα και με τη σωματικότητα – βλέπε: προφορικότητα, θεατρικότητα; Χρειάζεται πάντοτε το ξένο ως διαμεσολαβητής με τον τραυματισμένο εαυτό μας. Αυτή η –φαντασίωση μάλλον παρά γνώση– που αφορούσε τους Ρώσους άρχισε να λύνεται μέσα μου ένα βράδυ στο μακρινό Μπρεμερσχάβεν. Ήμουν καλεσμένη να απαγγείλω στο εκεί φεστιβάλ λογοτεχνίας, μαζί με τη Ρωσίδα Όλγα Μαρτίνοβα. Όταν ήρθε η ώρα της Μαρτίνοβα, έκανε αυτή μια κίνηση που ακόμα θυμάμαι την ενέργεια που μεμιάς εξέλυσε στον χώρο. Σηκώθηκε όρθια. Είπε «θα απαγγείλω όρθια γιατί στη Ρωσία τα ποιήματα έτσι τα απαγγέλλουμε». Και ύστερα άρχισε. Νομίζω πως, πριν καλά-καλά αρχίσει, μας είχε (συνε)πάρει όλους, μαζί και τα μπετά του κτιρίου, μόνο με την κίνησή της αυτή: μας ανατοποθέτησε και μας άνοιξε τα αυτιά. Όχι βίαια αλλά δυναμικά.
Λίγο dasein, λίγο Ρωσία, φτιάχτηκε σιγά σιγά ένα μικρό απόθεμα. Οι αναγνώσεις παρέμεναν, μολαταύτα, κυρίως αναγκαίο κακό. Χίλιες φορές να έγραφα 20.000 λέξεις παρά να απαγγείλω 100. Πριν προχωρήσω, θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφέρω εδώ τη Φοίβη Γιαννίση και την υποδειγματική δουλειά που από χρόνια έχει ξεκινήσει στην προφορική εκφορά του ποιητικού λόγου, με δοκιμές, πειραματισμούς και συγκεκριμένες καταθέσεις, σε μιαν εποχή, μάλιστα, που οι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες τελούσαμε, από την άποψη αυτή, σε συνθήκες μιας μάλλον αυτιστικής άγνοιας.
Η Φοίβη έδωσε στο μικρό μου απόθεμα πιο δυνατή φωνή και μιαν αρχή θάρρους.
Ώσπου ήρθε –πάνω στην ώρα, φαίνεται– η κρίση. Ήρθε και, όπως ξέρουμε πλέον, εγκαταστάθηκε για τα καλά ανάμεσά μας. Για την κρίση [αίτια-αφορμές-επιπτώσεις] ο καθένας έχει και δικαιούται απολύτως να έχει τη γνώμη του. Είναι επίσης θεμιτό και φυσικό η κρίση να συσχετίζεται και να συναρτάται πολλαπλώς με την ποίηση. Εδώ θα μιλήσω για κάτι πιο πρωτογενές, που ανάγεται σχεδόν στη σφαίρα των αντανακλαστικών και του ενστίκτου. Η κρίση όπως ο πόλεμος, είναι καταστάσεις σοκ, καταστάσεις αποκάλυψης αποκαθήλωσης και, ενδεχομένως, κάθαρσης. Όταν οι βεβαιότητες καταρρέουν και τα περιθώρια γύρω σου στενεύουν, δεν είναι περίεργο να αναζητάς στήριγμα και καταφύγιο σε αυτό που κουβαλάς μέσα σου ως στοιχειώδες. Δεν είναι περίεργο η κρίση να προκαλεί μια ραγδαία επιταχυνόμενη αναγωγή σε – αλήθεια, σε τι; Περισσότερο από τη γλώσσα, την ταυτότητα, την όποια επινόηση, ευκολότερα και πιο αυτονόητα ανάγεται κανείς στη στοιχειώδη υλική του φύση: σώμα, φωνή, χειρονομία. Δοκιμάζει να δει αν αρκούν αυτά για να υπάρξει. Δοκιμάζει τα όρια και τις δυνατότητες αυτού του στοιχειώδους. Φυσικά, χωρίς να θέλω να προσδώσω τόνους περιττά δραματικούς, υπάρχει και η σκηνοθεσία του ναυάγιου, της απελπισίας, της απόγνωσης, που βοηθάνε όπως και να το κάνουμε. Υπάρχει η αναβίωση του Οδυσσέα που τον ξεβράζει η θάλασσα στο νησί των Φαιάκων και παίρνει το ρίσκο να κοιμηθεί τυλιγμένος φύλλα. Θα κρατηθεί ζωντανή η φλόγα της ζωής μέσα στο σώμα-κάρβουνο; Θα κερδίσει ο λόγος χρόνο για ένα ακόμη επεισόδιο;
Κάπως έτσι μεταλλάχθηκε η δική μου χημεία με την ίδια μου την υπόσταση: τη φωνή μου και τη σχέση μου με τον άλλον-ως-ακροατήριο. Άλλαξαν πέρα για πέρα οι δονήσεις. Ένα ζήτημα ζωής-ή-θανάτου ήρθε να εμφυσήσει την αλήθεια του μέσα στους στίχους. Για κάποιον λόγο η κρίση έβγαλε από μέσα μου ένα κάπως επιθετικό «γράφω και πολύ καλά κάνω, αν θέλετε να ξέρετε».Αυτό, με τη σειρά του, με οδήγησε σε φιλόξενες αγκαλιές-ακροατήρια, που προς μεγάλη μου έκπληξη ήθελαν και παρα ήθελαν να ξέρουν. Κάπως έτσι. Ξαφνικά, το να απαγγέλλεις έπαψε να είναι παραξενιά. Και δεν είναι ιδέα μου: το νιώθω ότι κάτι έχει αλλάξει βαθιά στον αέρα μέσα στις αίθουσες απαγγελίας. Θα το περιέγραφα σχηματικά ως αλλαγή προθέσεων και προσδοκιών. Οι ποιητές, εμείς, απαγγέλλουμε έχοντας συναίσθηση μιας κάποιας ευθύνης. Κάτι αναλαμβάνουμε με τα λόγια μας. Και ο κόσμος, οι άλλοι, που έρχονται να μας ακούσουν (εμείς συχνά και στους δυο ρόλους, απαγγέλλοντος και ακροατηρίου), έρχονται πλέον γιατί κάτι ψάχνουν να βρουν μέσα στα λόγια μας. Πιθανολογούν ότι μέσα στα λόγια αυτά μπορεί και κάτι να υπάρχει. Προσδοκούν ότι στη διάρκεια μιας απαγγελίας, εκεί και τότε, κάτι μπορεί και να συμβεί και να αλλάξει λίγο τον εαυτό, τη συνύπαρξη, δηλαδή τη ζωή την ίδια.
Το κείμενο, βέβαια, ήταν πάντα εκεί. Το ίδιο και οι ποιητές. Η φωνή, το στόμα, το σώμα, τα χέρια, η ανάσα είναι που με έναν μυστήριο τρόπο επιστρέφουν από την απουσία. Θέτοντάς μας, φυσικά, μπροστά σε νέες (παλιές) προκλήσεις.
Στις απαγγελίες των γενεθλίων της Ποιητικής στο free thinking zone, στη συλλογική performance «Τέττιξ» της Φοίβης Γιαννίση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη δίγλωσση απαγγελία γερμανόφωνης ποίησης με τη βοήθεια του Παναγιώτη Ιωαννίδη στην Ελληνο-Αμερικάνικη Ένωση, στη συλλογική απαγγελία ελληνικής γυναικείας ποίησης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Κραυγή Γυναικών», με ευθύνη των Κατερίνας Ηλιοπούλου και Γιάννας Μπούκοβα, όλα τα παραπάνω βιώθηκαν και επιβεβαιώθηκαν με ιδιαίτερα χορταστικό τρόπο από τη σκοπιά του απαγγέλλοντος υποκειμένου. Στη βραδιά τού «με τα λόγια γίνεται» για την Έμιλυ Ντίκινσον στην Ελληνο-Αμερικάνικη Ένωση συνέβη το ίδιο, αυτήν τη φορά από τη σκοπιά του ακροατηρίου.
Θα έχουμε, άραγε, τη δύναμη να συνεχίσουμε; Θα αντέξουν οι φωνές μας; Τα ερωτήματα είναι εύλογα – η κρίση, άλλωστε, βγάζει στην επιφάνεια και μπόλικο οξύ, άφθονα σκουπίδια, διαχέει τη βία και τον κανιβαλισμό που παίρνουν πια μορφή χιονοστιβάδας. Η φωνή και το σώμα γράφουν ίχνη διαφορετικά από εκείνα του γραπτού κειμένου. Έχουν τη δική τους αλήθεια. Παλιά τη φοβόμουν. Η κρίση με έμαθε να την εμπιστεύομαι ολοένα και περισσότερο
[ΠΗΓΗ: Μαρία Τοπάλη, Η κρίση με στέλνει στα προφορικά – αναρτήθηκε στο DIM.ART: http://dimartblog.com/ ]