«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις…»*
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις…»*
Η μεγάλη σκιά στον τοίχο, ακούμπησε απαλά τους στίχους στο τραπέζι και ρούφηξε ηδονικά καπνό από την πίπα της. Τον άφησε απ’ το στόμα της, ήρεμα να δραπετεύσει. Αυτός απορροφήθηκε γρήγορα από τον αέρα. Ο αέρας μύριζε τσίκνα και κέφι και να’πα να γαμηθεί εμείς στο ελλάντα γλεντάμε. Τα μεγάλα της χέρια άγγιξαν το πρόσωπό της. Χαλάρωσαν τους μυς, τις έγνοιες, τις ρυτίδες.
Μοιάζει σαν η μεγάλη σκιά να στρώνει στο πρόσωπό της γη. Ούτε τσιμέντο, ούτε πούδρα, ούτε χάδι. Χώμα. Λευκό διαβρωμένο και άσπιλο. Έτοιμο να σπάσει, σαν σκάσει κάποια έκφραση. Μα η μεγάλη σκιά έκφραση δεν έχει, ούτε όνειρο, ούτε ακοή απατημένη, ούτε ελπίδα μάταιη. Ξέρει. Αλλά δεν κραυγάζει. Μουρμουρίζει έναν αφυπνιστικά υπνωτιστικό σκοπό. Ούτε κάλαντα, ούτε τρίγωνα, ούτε χάλκινα. Αναπνέει. Βαθειά. Η άγονη κοιλιά της γεμίζει και αδειάζει. Εκπνέει. Σιγουριά και Δύναμη. Πού την είδες; Αναρωτιέται η λογική. Όχι όμως και το πνεύμα.
Αυτό γνωρίζει καλά πως αυτές οι μέρες δεν είναι γιορτές, είναι τελετουργία. Η τελετουργία απαιτεί ανάσα καθαρή. Αγάπη, νιάξιμο, ψυχή, πρόθεση, καλή. Όχι ξόδεμα. Γενναιοδωρία. Έχει σχήμα στρογγυλό. Σαν αγκαλιά, σαν καμπύλη ποθοπλάνταχτη, σαν σύμπαν, «σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι…»*. Έχει βήμα ελαφρύ και βαθύ και σημαντικό και στέρεο. Έχει ύλη συμπαγή, όχι διάτρητη, ούτε θολή, έχει περίγραμμα κι ας το ξεπερνά από μέσα του το χρώμα.
Η μεγάλη σκιά γι’ αυτό προσεύχεται, εύχεται κι απεύχεται. Η τελετουργία των ημερών να μην είναι πυροτέχνημα, τρέσα και λαμπιόνι. Να ‘χει χαρά και ουσία και συνέχεια.
Όταν έσβησε το φως μεγάλη σκιά δεν υπήρχε. Ούτε όταν το άναψε τελείως. Ήτανε ένας μικρός, ασήμαντος, κρυωμένος, κουκουλωμένος, άφραγκος, κακοδιάθετος μπορεί και νηστικός. Παρολαυτά, «…πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ'όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου…»* κι υποσχέθηκε στον μικρό ασήμαντο εαυτό του, όσο μπορεί, να σεβαστεί την τελετουργία των ημερών, κάνοντάς την κάθε μέρα. Με ανάσα καθαρή. Αγάπη, νιάξιμο, ψυχή, πρόθεση, καλή. Όχι ξόδεμα. Γενναιοδωρία. Για να μην έχει να αποχαιρετά, χωρίς να χει πρώτα χαιρετήσει και ζήσει… την πόλη, την ποίηση, την ουσία, τον θίασο, τη μουσική την εξαίσια, τη γιορτή, τον χρόνο, τη ζωή.
*«Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
[Πηγή: Μάρα Τσικάρα, Μεθυσμένο Παραμύθι στον ΕΞΩΣΤΗ: http://www.exostispress.gr/Article/MethismenoParamythi-447#ixzz2pJTdPAHO ]