Το κάθε τραγούδι μόλις γεννηθεί στη διαδρομή του γράφει κάποια ιστορία. Η ιστορία τους μοιάζει σαν την ιστορία και την πορεία των ανθρώπων. Για άλλους είναι σημαντική, λαμπερή, ευλογημένη και χειροκροτημένη. Και για άλλους μικρή, χωρίς ιδιαίτερες εκφάνσεις, πολλές φορές ασήμαντη και αδιάφορη… Ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ…
Συνήθως όμως πίσω από ένα τραγούδι κρύβεται μία ιστορία που μπορεί να είναι συγκινητική, συγκλονιστική, με τρομερό ενδιαφέρον και περιέργεια.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η ιστορία για το καταπληκτικό τραγούδι του Χατζιδάκι και του Γκάτσου «Ο Γιάννης ο φονιάς» που ερμηνεύει συγκλονιστικά ο Μανώλης Μητσιάς.
Ο Γκάτσος δε μίλησε ποτέ δημόσια για το ποιος ήταν ο ήρωας του τραγουδιού αυτού.
Κάποιοι το θεωρούν μια μυθοπλασία του Γκάτσου στα πλαίσια της ποιητικής αδείας.Εκεί στο Μεσολόγγι κάποιοι είναι πεπεισμένοι ότι τον ξέρανε το Γιάννη το φονιά, ότι ήταν κάποιος που στα δεκαπέντε του συνέλαβε την μητέρα του με έναν ξένο και τους σκότωσε και τους δύο . Βγήκε μετά από χρόνια από την φυλακή είχε πιτσαρία , έκανε οικογένεια και σκοτώθηκε πριν δυο χρόνια σε τραγικό τροχαίο αυτός και ο γιός του. Η Γαλάνη ήταν πεπεισμένη ότι ο Γκάτσος αναφέρεται σε ένα από τα πολλά δράματα του εμφυλίου
Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές.Με την πρώτη να υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από ένα φρικτό εμφύλιο που κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητας της, ο Γιάννης ένα παιδί 15 χρονών σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη εκδοχή ίσως και η πιο πιθανή,την οποία διηγείται ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό του και ο Γιάννης που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί πήρε το φονικό απάνω του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα οι γονείς του.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου. Ο Γκάτσος στο τραγούδι «ο Γιάννης ο φονιάς», ουσιαστικά στήνει ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ. Ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες, ένας δίσκος με ένα ποτηράκι μέντα και ένα γλυκό κουταλιού.
Μερικά πρόσωπα βγαλμένα μέσα από Ελληνική τραγωδία με κυρίαρχο ήχο για μουσική επένδυση την απέραντη σιωπή και ένα βουβό κλάμα. Μέσα στο δωμάτιο να αιωρούνται ερωτήματα, μυστικά, ενοχές, συμβιβασμοί, ανεκπλήρωτοι έρωτες και χαμένα όνειρα. Και όλα αυτά σε ένα ολιγοσύλλαβο και λαχανιασμένο στίχο, σε μία δραματουργική σκηνή που μόνο ο Γκάτσος θα μπορούσε να δημιουργήσει, αρματωμένος καθώς ήταν με θεατρική φόρτιση και παιδεία.
«Χρόνια τώρα αυτό το σπίτι έμενε κλειστό στη χαρά και την ευτυχία. Λίγες φορές ανοιγόκλεινε τα ματόφυλλά του, τα πορτοπαράθυρα, θες από ντροπή, θες από αηδία για όσα… έγιναν τότε. Ένας φόνος και ρήμαξε τρείς ζωές. Το θύμα έφυγε χωρίς επιστροφή. Ο Γιάννης κλείστηκε μια ζωή στη φυλακή κι η Φρόσω στο δωμάτιό της. Όμως, προχτές την Κυριακή, ο χρόνος σταμάτησε για λίγο. Γύρισε τη ζωή πίσω. Οι θύμησες έζωσαν το σπίτι μ’ ένα τρελό χορό σαν τις νεράιδες τον παλιό καιρό. Λίγο μετά την εκκλησία χτύπησε η πόρτα. Στο άνοιγμα της μείναμε όλοι άφωνοι! Ήταν ο Γιάννης ο Φονιάς. Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης μας κατέκλυσαν. Του βγάλαμε γλυκό και την πρώτη έκπληξη διαδέχτηκε η αμηχανία. Κουβέντες αδιάφορες σαν αδέσποτες σφαίρες χτυπούσαν από τοίχο σε τοίχο. Σαν κάτι να φοβόμασταν, σαν κάτι να σεβόμασταν, δεν είπαμε λέξη για το φονικό. Σαν να θέλαμε να το ξεχάσουμε ή να το ξορκίσουμε. Άβολοι στα καθίσματα μας, περιφέραμε το άδειο μας βλέμμα χωρίς σκοπό μέσα στη σάλα. Μόνο ο Γιάννης καθόταν σχεδόν χωμένος στην πολυθρόνα, με σταυρωμένα χέρια, ήρεμος ή παραιτημένος. Σαν να περίμενε την ετυμηγορία ενός άλλου δικαστηρίου, σπουδαιότερου ίσως από το πρώτο. Μια πινελιά στον πίνακα και άλλαξαν όλα. Ξαφνικά μπήκε μέσα στη σάλα η Φρόσω, κατάλοιπο του χρόνου. Μόνο τα μεγάλα της μάτια, στολισμένα με τα δάκρυα της, φανέρωναν τη ζωή πάνω της. Αυτή ήξερε τι ήθελε. Πήρε τα δύο του χέρια και τα καταφίλησε. Κι ύστερα χάθηκε. Η σκηνή σαν από το βουβό κινηματογράφο έκοψε στα δύο την ακατάσχετη φλυαρία μας και μας άφησε άφωνους. Ο Γιάννης έμοιαζε να κοιτάζει άλλους χρόνους κι άλλες εποχές, να κυνηγάει το όνειρο που χάθηκε, φεγγάρια αλλοτινά που έσβησαν για πάντα…» (Από το βιβλίο του Σωτήρη Στεφανόπουλου «Κρυμμένες Ιστορίες»)
Είναι από τις σπάνιες φορές που τα πράγματα έχουν ανάστροφη πορεία. Αυτή τη φορά ένα τραγούδι είναι αφορμή για να γραφτεί μια ιστορία. Πρόκειται για τους αριστουργηματικούς στίχους του Γκάτσου, που μελοποιήθηκαν από τον μεγάλο Χατζηδάκη και ηχογραφηθήκαν το 1976 για τον δίσκο «Αθανασία». Αρχικά ο Χατζιδάκις ήθελε, για δικούς του λόγους, να κυκλοφορήσει ο δίσκος χωρίς να αναγράφει το όνομά του αλλά με ψευδώνυμο! Όμως μετά από πολλές συζητήσεις και παρακάλια ο παραγωγός του δίσκου Γιώργος Μαρκάκης τον πείθει να χρησιμοποιήσει το όνομά του και ο συνθέτης υποχωρεί λέγοντας ότι δέχεται κάτι τέτοιο μονάχα αν τραγουδήσει και η Δήμητρα Γαλάνη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την Columbia το 1976 με ερμηνευτές τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
Τέτοια κορυφαία δραματουργική σκηνή μόνο ο Γκάτσος κατόρθωσε στα χρόνια μας, αρματωμένος καθώς ήταν με τόση θεατρική φόρτιση και παιδεία. Δεν γίνονται και δεν γράφονται εύκολα τέτοια πράγματα και νομίζω ότι τέτοιο τραγούδι δεν θα ξαναγραφτεί τουλάχιστον για τα χρόνια που μας απομένουν…
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας πατρινιάς
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη
κι ενός μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό, τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη
Με κάτι τέτοια αριστουργήματα σαν αυτό του Γκάτσου και του Χατζιδάκι πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολύ τυχερούς ότι κάποια ιερά τέρατα σαν αυτούς ανάσαιναν και βάδιζαν κάποτε δίπλα μας σε αυτόν τον ρηχό και κακόπλαστο κόσμο.-
Πηγή: Νίκος Αναγνωστάκης, Ogdoo.gr