Να έχεις τόσα φράγκα (νόμιμα ή παράνομα δεν έχει σημασία καμιά) όσα έχει η γελοία γλοιώδης φάτσα του κάθε σαλιαγκίκα, να είσαι επί χρόνια ένας σπουδαγμένος, λοβοτομημένος και ευνούχος υπηρέτης του χυδαίου συστήματος και του καταναλωτικού χρηματόδουλου εαυτού σου και να σπαταλάς εν τέλει όλη σου τη ζωή για να τα κάνεις βόλτες τα λεφτάκια σου από δω κι από κει σε παραδείσους φορολογικούς, την ίδια ώρα που εσύ βιώνεις και δημιουργείς την κόλαση γύρω σου και κυρίως εντός σου, καταναλώνεις το είναι σου και ψοφάς κάθε στιγμή δηλητηριαζόμενος από όξινες σκέψεις και υλικά.
Ο κάθε σαλιαγκίκας είναι η προσωποποίηση της ύβρης του ανόητου καταναλωτή, που χαραμίζει τη μοναδική ζωή του αφοσιωμένος στο να σωρεύει χρήματα, που ασθενεί αφοσιωμένος στο να τα ασφαλίσει, που βιώνει δέσμιος ωραρίων, συμβάσεων, αναξιοπρεπών συμβιβασμών και μιας γραβάτας να περισφίγγει από τη ρίζα το κεφάλι του, για να έχουν ελευθερία μετακίνησης τα κεφάλαιά του από αγορά σε αγορά, που νιώθει πλούσιος και πολιτισμένος ενώ ταυτόχρονα μετατρέπει την ύπαρξή του σε χημικό απόρριμμα από τα τόσα τοξικά που «καταναλώνει» με το χρήμα του και που σκέφτεται για το χρήμα του.
Σπαταλημένοι άνθρωποι, κρίμα τις ζωές, όχι για αυτούς, κανέναν οίκτο για την πάρτη τους αλλά για το χημικό λίπασμα που παραδίδουνε στη γη και καταστρέφουν τον πλανήτη ακόμη και μετά θάνατον με την τοξική σαπίλα τους που απειλεί και μαγαρίζει εξαρχής την επερχόμενη ζωή…
[ΠΗΓΗ: Γιάννης Μακριδάκης, Φαντάσου δυστυχία, από την προσωπική σελίδα του συγγραφέα]