Το υπαρξιακό θρίλερ «Μένγκελε» του Θανάση Τριαρίδη είναι το σημείο θεατρικής συνάντησης του Λάζαρου Γεωργακόπουλου και της Μυρτώς Αλικάκη αλλά και του σκηνοθέτη Κώστα Φιλίππογλου. Είναι ένα έργο που επιχειρεί να αναμετρηθεί με την πιο ακατανόητη κτηνωδία στην ιστορία της Δύσης: το Εργαστήρι Πειραμάτων του Γιόζεφ Μένγκελε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Μια ακραία ηθική παραβολή ή και μια μετα- πολιτική δυστοπία, ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και μια ερωτική τραγωδία συμπλέκονται πέρα από τα όρια της ηθικής, στο αόρατο μεταίχμιο όπου η πιο έξαλλη αγάπη συναντιέται με το απόλυτο κακό. Είναι το πλαίσιο όπου θα τεθούν δραματικά υπαρξιακά διλήμματα για τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο…
Λίγα λόγια για το έργο
Δυο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι της σημερινής εποχής: ένας άντρας, διοικητικός υπάλληλος κάποιας δημοσίας υπηρεσίας και μια γυναίκα, υποψήφια διδάκτορας Ιστορίας, στο κουπέ ενός ηλεκτροκίνητου τρένου, σε ένα νυχτερινό δρομολόγιο σε μια τυπική συζήτηση γνωριμίας. Όλα ξεκινούν με μια ξαφνική διακοπή ρεύματος, οπότε οι δύο πρωταγωνιστές για να ξεπεράσουν την αμηχανία τους θα παίξουν το παιδικό παιχνίδι των ρόλων, όπου ο καθένας από τους δύο αναλαμβάνει να υποδυθεί μία πολύ συγκεκριμένη ιστορική ή φανταστική προσωπικότητα: ο άντρας θα παραστήσει τον Γιόζεφ Μένγκελε, τον διαβόητο «Άγγελο του Θανάτου» του Άουσβιτς, και η γυναίκα την Εσθήρ, την εγγονή μίας Εβραίας επιζήσασας, θύματος των φρικτών πειραμάτων του μυστηριώδους γιατρού. Γρήγορα όμως το παιχνίδι θα αλλάξει τροπή για τους δυο εγκλωβισμένους στο κουπέ του τρένου: μήπως στα αλήθεια είναι αυτό που δήθεν υποδύονται;Και πού μπορούν να φτάσουν «παίζοντας» ένα τέτοιο παιχνίδι με την ηθική, με την ανθρώπινη κατάσταση, με όλη την προηγούμενη Ιστορία;
ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΑ: και λίγα λόγια για το υπαρκτό πρόσωπο του Γιόζεφ Μένγκελε, τον αρχίατρο του Άουσβιτς (1911-1979)
Ο Γιόζεφ Μένγκελε, γεννήθηκε το 1911 στο Γκέντζμπουργκ της Βαυαρίας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος μιας οικογένειας βιομηχάνων. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Ινστιτούτο Ανθρωπολογίας του Μονάχου και Ιατρική στη Φραγκφούρτη. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βιέννη και στη Βόννη.
Το 1935 εργάστηκε «Ινστιτούτο κληρονομικής βιολογίας και φυλετικής υγιεινής», στο όργανο δηλαδή της φυλετικής πολιτικής του Τρίτου Ράιχ. Μόλις ξέσπασε ο Β'Παγκόσμιος Πόλεμος, εστάλη ως στρατιωτικός γιατρός στο μέτωπο της Γαλλίας και της Ρωσίας. Με τον τραυματισμό του ολοκληρώνεται το πρώτο κεφάλαιο της ζωής του. Ανίκανος πλέον να μετάσχει στην πρώτη γραμμή, αλλά παρασημοφορημένος με τον «Σιδηρούν Σταυρό», τοποθετήθηκε από τον Χάινριχ Χίμλερ στο Άουσβιτς. Στο Άουσβιτς είχε την απόλυτη ελευθερία να διεξάγει κάθε είδους πειράματα, τα οποία θα βοηθούσαν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τις φυλετικές διαφορές, τη γενετική ταυτότητα του ανθρώπου, την ευγονική (την ιδέα της γενετικής κατασκευής της Αρίας φυλής) και τη μοριακή βιολογία.
Ο Μένγκελε, στο Άουσβιτς επί καθημερινής βάσεως, στεκόταν στο σημείο όπου εκφόρτωναν τα τρένα τους αιχμαλώτους και τους τοποθετούσε σε δυο γραμμές. Πάντα χαμογελαστός και κρατώντας ένα δερμάτινο ραβδί, έστελνε το 70%- 80% στην αριστερή λωρίδα και το υπόλοιπο 20%-30% στη δεξιά. Οι πρώτοι πήγαιναν κατευθείαν στα κρεματόρια. Οι υπόλοιποι αποτελούσαν το νέο «ερευνητικό του πεδίο». Ο Μένγκελε υπέβαλε τους κρατούμενους σε πολλά φρικιαστικά πειράματα. Στην προσπάθειά του να βρει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, τούς έκανε συνεχείς μεταγγίσεις αίματος, τους εξέθετε σε ακραίες συνθήκες κόπωσης, στέρησης και κλιματολογικών αλλαγών, τους έκανε απανωτές μεταμοσχεύσεις, τους αφαιρούσε κομμάτια, τους ακρωτηρίαζε και διενεργούσε πειράματα σε καθένα από τα όργανά τους. Επιχειρώντας να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα κατασκεύαζε την Άρια φυλή (την οποία τόσο οραματιζόταν και επιθυμούσε ο Χίτλερ), προσπαθούσε να αλλοιώσει τη μορφολογία τους, να ψηλώσει τα άκρα τους, ν’ αλλάξει το χρώμα και τη μορφή τους. Σε πολλές περιπτώσεις προσπάθησε ν’ αλλάξει το χρώμα των ματιών τους, χρησιμοποιώντας διάφορες σταγόνες δικής του επινόησης, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι εξ’ αυτών να τυφλώνονται ή να πεθαίνουν από φρικτούς πόνους. Ταυτόχρονα παρατηρούσε σχολαστικά τις αντιδράσεις των κρατουμένων κατά τη διάρκεια των φρικτών αυτών βασανιστηρίων.
Το ενδιαφέρον του Μένγκελε στράφηκε από την αρχή στα παιδιά, στους νάνους αλλά και γενικότερα σε όποιον τρόφιμο του στρατοπέδου παρουσίαζε «ιδιαίτερα» γενετικά χαρακτηριστικά. Η μεγάλη πειραματική εμμονή του Μένγκελε εντούτοις, ήταν οι δίδυμοι. Με τις ευλογίες του μέντορά του Οτμαρ φον Βέρσερ, από τα εργαστήρια του Μένγκελε-μόνο κατά το διάστημα 1943-1944- πέρασαν περίπου 1.500 ζευγάρια διδύμων, εκ των οποίων ζήτημα είναι αν επέζησαν τα 100. Ο Μένγκελε πίστευε ότι οι δίδυμοι αποτελούν το τέλειο είδος πειραματόζωου. Η άποψή του αυτή στηριζόταν στην υπόθεση ότι έχοντας δυο οργανισμούς με πανομοιότυπη κατασκευή και ομοιάζουσα ψυχοσύνθεση μπορούσε να διεξαγάγει με ακρίβεια παράλληλα ιατρικά και ψυχολογικά τεστ. Ο Μένγκελε συγκέντρωσε όλα τα αρχεία που σχετίζονταν με την πορεία των πειραμάτων σε δίδυμα αδέρφια καθώς και τα συναχθέντα από αυτά συμπεράσματά, σε δύο μεγάλα βαγόνια. Στη συνέχεια τα έστειλε στον Βέρσερ. Δυστυχώς, μόλις το Άουσβιτς απελευθερώθηκε από τους Ρώσους (27 Ιανουαρίου του 1947), ο Βέρσερ τα έκαψε. Από τα λίγα που μας έχουν μεταφέρει οι ελάχιστοι επιζώντες του στρατοπέδου, γνωρίζουμε ότι ο Μένγκελε άλλαζε στους δίδμους το φύλο, τους «βομβάρδιζε» με ακτίνες «Χ», τους αφαιρούσε εσωτερικά όργανα και τα τοποθετούσε σε άλλους οργανισμούς, μετάγγιζε αίμα από τον ένα αδελφό στον άλλο, τους γέμιζε με βακτηρίδια και τους υποχρέωνε σε αιμομικτικές εγκυμοσύνες.
Όταν η φρίκη του πολέμου έλαβε τέλος, το δικαστήριο της Φρανκφούρτης καταδίκασε τον Μένγκελε για «ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας τα οποία διέπραξε μόνος ή με συνεργάτες και μάλιστα επιδεικνύοντας τεράστιο ζήλο». Ο Μένγκελε είχε εν τω μεταξύ προλάβει να γυρίσει στη γενέτειρά του και από εκεί- μέσω Γένοβας- να διαφύγει για τη Λατινική Αμερική. Έζησε στην Αργεντινή ως το τέλος της δεκαετίας του 1950. Το 1958 νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά και έναν χρόνο αργότερα απέκτησε ουρουγουανική υπηκοότητα. Μετά την απαγωγή του Αδόλφου Άιχμαν (συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο - θεωρείται ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος) από την Ισραηλινή Μυστική Υπηρεσία Μοσάντ, κρύφτηκε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Ο Μένγκελε πέθανε το 1979 (από εγκεφαλικό ενώ κολυμπούσε), σε μια μικρή πόλη της Βραζιλίας. Η ταυτότητα του θανόντος επιβεβαιώθηκε εντός δυο εβδομάδων, έπειτα από εξετάσεις που έγιναν στην οδοντοστοιχία του πτώματος.
Ο «Άγγελος του θανάτου», σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, πίστευε ότι όταν πραγματοποιούσε τα φρικιαστικά πειράματά του, διεκπεραίωνε μια πολύ σοβαρή δουλειά! Έφθασε στην παράνοια (βοηθούσης και της απεριόριστης δύναμης που του είχε παραχωρηθεί) και θεωρούσε ότι όλα αυτά τα εγκλήματα που διέπραττε, γίνονταν στο όνομα της επιστήμης. Για τον Μένγκελε η ανθρώπινη ζωή δεν είχε αξία. Ένας συμμαθητής του, ο Γιούλιους Ντίνσμπαχ, ανέφερε γι’ αυτόν χαρακτηριστικά: «Δεν ήθελε απλώς να είναι επιτυχημένος, αλλά να ξεχωρίζει από την μάζα. Το πάθος του ήταν να γίνει διάσημος. Μου είπε μια φορά ότι κάποτε το όνομά του θα βρίσκεται σε λεξικό….»