ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΙΣΜΑ τοῦ κουδουνιοῦ ἀνοίγουν τὰ μάτια. Ἀνασηκώνονται στὸ στρῶμα τεντώνοντας τὸν ψηλὸ λαιμό τους καὶ κάθονται στὴν ἄκρη τοῦ κρεββατιοῦ μέχρις ὅτου τὸ μούδιασμα τοῦ ὕπνου γλυστρίσει ἀπὸ τὸ γυμνό τους σῶμα. Κάθονται ἔτσι κάμποση ὥρα, ἄλλοι σκυφτοὶ μισοκλείνοντας γιὰ λίγο τὰ μάτια, ἄλλοι, βυθίζοντας τὸν ἀγκώνα στὸ γόνατο, βαστάζουν τὸ βάρυπνο πηγούνι τους στὴ χούφτα, ἄλλοι κυρτώνοντας σὰν τόξο τὴ ραχοκοκκαλιὰ στρέφουν τὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ἄυλο ταβάνι. Ὅταν πιὰ σηκώνονται, πάνε εὐθὺς στὴν καρέκλα ποὺ ἔχουν ἀφημένα τὰ φτερά τους, τὰ βουρτσίζουν προσεχτικὰ καὶ τὰ φοροῦν. Ἡ διαδικασία παίρνει πολὺ χρόνο καὶ ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη προσοχή. Ὅταν ὅλο τὸ φτέρωμα ἔχει δέσει σπόνδυλο σπόνδυλο στὴ ράχη, ὁ ἄγγελος γίνεται ὅλος, ὁ ἄγγελος γίνεται ἄγγελος. Πρῶτα κουνοῦν τὶς φτεροῦγες ἀργὰ ἀργά, προκειμένου νὰ ἀποκτήσουν καὶ πάλι ζωή, μὰ σύντομα ὁ χῶρος γεμίζει ἀπὸ δυνατὰ φτεροκοπήματα, προμηνύοντας τὸ ἐπιτήδειο πέταγμα. Ὅταν τὰ φτερὰ τους εἶναι καὶ πάλι ἄλκιμα, οἱ ἄγγελοι βάζουν τὸ χέρι σὲ μία κόγχη τοῦ τοίχου στὸ πλάι τοῦ κρεββατιοῦ καὶ βγάζουν μιὰ πέτρινη πλάκα. Ἀφοῦ διαβάσει ὁ καθένας τὴν ἀποστολή του, κατευθύνονται πρὸς τὶς αἴθουσες ἑτοιμασίας [Άννα Βερροιοπούλου, Αγγέλων Έργα - Μποτιτσέλι Γέννηση της Αφροδίτης ]:
Ἐδῶ οἱ ἄγγελοι συνομιλοῦν χαρωπὰ γιὰ τὶς ἀποστολές τους μὲ τὴν οὐράνια φωνή τους, στὴν ὁποία δὲν ἠχοῦν φθόγγοι, μὰ σύντομες μελωδικὲς παύσεις. Ὁ καθένας ἐφοδιάζεται μὲ τὰ κατάλληλα σύνεργα γιὰ τὸ ἔργο του. Κάποιοι ἁρματώνονται μὲ περικεφαλαῖες, θώρακες χρυσούς, ξεγυμνωμένα ξίφη καὶ πύρινες ρομφαῖες. Ἄλλοι κρατοῦν λύρες, ἅρπες, σάλπιγγες καὶ φλογέρες. Κάποιος διαλέγει ἕνα σκῆπτρο κι ἕνας ἄλλος ἕναν κρίνο λευκό. Πανταχοῦ τριγυρνοῦν ἄγγελοι μὲ φωτεινὲς περιβολές, μὲ πολύχρωμες ἐσθῆτες, λευκοφορεμένοι, μὲ ὠμοφόρια καὶ πετραχήλια, μὲ γαλάζιους μανδύες, χρυσὲς καὶ κόκκινες ζῶνες. Ἄλλοι μὲ ἀδαμιαία περιβολὴ περιμένουν τοὺς ὑπόλοιπους νὰ ντυθοῦν καὶ περιπαίζουν κάποιους ἀγγέλους ἐκκεντρικοὺς μὲ βαρυφορτωμένα καὶ περίτεχνα ἐνδύματα τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα. Αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι φοροῦν πολύχρωμα χρυσοποίκιλτα ροῦχα, φαρδειὰ σὰν κρινολίνα, μὲ μανίκια φουσκωτά, ὅλο δαντέλα, καπελαδούρα μὲ τρία φτερά, καλσὸν χρωματιστὰ καὶ παπούτσια μὲ πελώριους φιόγγους. Τέλος περνοῦν στὸν ὧμο ἕνα ἀρκεβούζιο, τὸ ἀρχαῖο αὐτὸ τουφέκι. Ὅταν ὅλοι ἑτοιμαστοῦν, κατευθύνονται πρὸς τὴν πύλη καὶ ξεχύνονται βουτώντας στὸν οὐρανό· μὲ παιχνιδιάρικους στροβιλισμοὺς ὁ καθένας τους ἀναχωρεῖ γιὰ τὸν καθορισμένο προορισμὸ στὸ χῶρο καὶ στὸ χρόνο. Δουλειὰ τους εἶναι νὰ παρουσιαστοὺν στὶς ἐγκόσμιες στιγμὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ ἀνθρώπινη φαντασία γεννᾶ τὴν εἰκόνα τῶν ἀγγελικῶν ὄντων. Ἔτσι πάμπολλοι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους σπεύδουν νὰ ποζάρουν στὸ φαντασιακὸ ζωγράφων, γλυπτῶν κι ἁγιογράφων. Tὸ 1512 δυὸ γυμνὰ ἀγγελάκια ποζάρουν στὸν Ραφαῆλο γιὰ νὰ κοσμήσουν τὸν πίνακά του Μαντόνα Σιξτίνα, ἄλλοι στὸν Μποτιτσέλι γιὰ νὰ δημιουργήσει τὴ Γέννηση τῆς Ἀφροδίτης καὶ στὸν Ἒλ Γκρέκο γιὰ τὴν Προσευχὴ στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, κρατώντας στὸ χέρι τους τὸν κρίνο, πετοῦν πρὸς τὴν Ἰταλία καὶ τὴ Φλάνδρα τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Μπαρὸκ γιὰ νὰ ποζάρουν στοὺς Εὐαγγελισμοὺς τοῦ Ντὰ Βίντσι, τοῦ Καραβάτζιο καὶ τοῦ Βὰν Ἄικ. Κάποιος ἄλλος ἀπαθανατίζεται σὲ λευκὸ μάρμαρο, μὲ βέλος χρυσὸ κι εὐαρεστημένο μειδίαμα στὴν Ἔκσταση τῆς Ἁγίας Τερέζας. Οἱ ἄγγελοι μὲ τὰ ἀρκεβούζια στὸν ὦμο, φθάνουν στὸ Περοὺ τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα γιὰ νὰ ποζάρουν στοὺς ἀνώνυμους μιγάδες καὶ ἰνδιάνους καλλιτέχνες, ποὺ ἀναπαριστοῦν μὲ τὸ δικό τους ξεχωριστὸ τρόπο τὴν ἰδέα τοῦ ἀγγέλου. Στὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου, στὴν ἀρχαία Μεσοποταμία καὶ Περσία, τὰ φτερωτὰ ὄντα ἐμφανίζονται γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν τὰ σύμβολα τῶν παλιῶν θεῶν. Καὶ οἱ δουλειές τους δὲν σταματοῦν, τρέχουν δῶθε κεῖθε γιὰ νὰ δώσουν εἰκόνα καὶ μορφὴ στὰ πλάσματα τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ἀκόμη καὶ σὲ ὅσους ἀγγελοθωροῦν καθὼς χαροπαλεύουν, κάποιος ἄγγελος προστρέχει. Κι ὅταν πιὰ ὁ ζωγράφος βάλει στὴν ἄκρη τὴν παλέτα, ὁ γλύπτης τὸ καλέμι καὶ ὁ ἐτοιμαθάνατος σφαλίσει τὰ μάτια, οἱ ἄγγελοι χάνονται μὲ μιᾶς στὸ βαθὺ ὕπνο τῆς ἀνυπαρξίας.
Κι ἔτσι λοιπόν, ὅπως ὁ καλλιτέχνης ὁραματίζεται καὶ στήνει τὸ μοντέλο του, ἡ λαϊκὴ καὶ καλλιτεχνικὴ φαντασία πλάθει τοὺς ἀγγέλους, πλάσματα τοῦ νοῦ ὅσων σκέπτονται μὲ ἀγγελικὴ συνειδητότητα. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐμφυσήσει τὴ ζωὴ στὸ θαυμαστὸ καὶ τὸ θαυμαστὸ μὲ δική του πιὰ ὑπόσταση, μορφώνεται καὶ προστρέχει στὶς ἐπιθυμίες καὶ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ κάθε μέρα, μὲ τὸ καμπάνισμα τοῦ κουδουνιοῦ οἱ ἄγγελοι ἀνοίγουν τὰ μάτια.
[Πηγή: Ἄννα Βερροιοπούλου (Ἀθήνα, 1970. Σπούδασε Ὠκεανογραφία καὶἸσπανικὴΓλώσσα καὶΠολιτισμό. Ἔχει μεταφράσει Χουὰν Ραμὸν Χιμένεθ κι ἔχει γράψει ἄρθρα σχετικὰμὲτὸν ἱσπανόφωνο πολιτισμὸκαὶτὴλογοτεχνία. Τὰτελευταῖα χρόνια διδάσκει ἱσπανικά. Πρώτη δημοσίευση: στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/