Έχω μόνο μια ώρα- κενή. Ψέμα. Μέγα ψ-αίμα. Έχω πολλές ώρες κενές αλλά δεν επιτρέπεται να σκέφτομαι- έτσι. Πρέπει να φαίνομαι σαν όλους τους άλλους-να δουλεύω- να τρώω και να κοιμάμαι. Δεν επιτρέπεται να σκεφτώ, να γράψω. Στοπ. Πρέπει να διορθώσω κάτι γραπτά. Και συνεχίζω. Έχω μια ώρα κενή. Πρέπει τώρα να γράψω… Στοπ. Πρέπει να ταΐσω το χρυσόψαρο μου, τον Fin. Μα ναι, πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα, σήμερα θα σας μιλήσω για τον Fin. [Σοφία Αυγερίδου, Αυτά δεν ζουν πολύ – ART by mehmetturgut]
Βγαίνω από το γυμναστήριο, πρέπει να μπω στο αμάξι, φυσικά- να μην περπατήσουμε- μάθαμε- γυμναστική στην αίθουσα και μετά στο κάθισμα του οδηγού. Πάω για βενζίνη. Κενό (ρεζερβουάρ). Κενή η ζωή μου. Κενό στο βλέμμα μου, μέχρι που το κενό (το τελευταίο) το καλύπτει το petshop, εκεί απέναντι.
Μπαίνω μέσα. Αυτό, θέλω! (με κοίταζε με ανοιχτό το στόμα-δεν ήταν ο πρώτος, σκέφτηκα, μα ήταν αυτός που τα έλεγε καλύτερα). Είχε όμορφα χρυσαφένια πτερύγια κι ένα στόμα- συνέχεια μιλούσε, κάτω από το νερό (μάλλον πρέπει να πω-οκ, να γράψω, μέσα στο νερό). Και μικρές φυσαλίδες οξυγόνου να έρχονται προς τα εμένα. Φοβόμουν πολύ να τον κρατήσω στο σακουλάκι που μου τον έδωσαν. Μα σε σακούλα! Λέω στο χοντρό κύριο του petshop«μα είναι κρίμα». Η απάντηση του «μα είναι ψάρι, σιγά!». Μετά η διαδικασία της φροντίδας, άρχισε ο αναίσθητος την περιγραφή. Θα τρώει μια φορά τη μέρα, θα του αλλάζεις νερό 2 φορές την εβδομάδα! (θαρρείς κι αυτό είναι φροντίδα! Πότε θα φας, πότε θα κάνεις μπάνιο).
Στοπ. Μπάνιο; Αμάν! Πρέπει να μπω για μπάνιο. Έχω μια ώρα κενή.
Επέστρεψα. Πήρα, λοιπόν, το ψάρι μου (όπως αυτός το αποκάλεσε- για’ μένα ήταν πια ο Fin!)και πριν φύγω μαζί με τη γυάλα που μου έδωσε, ρώτησα «μα είναι μικρή η γυάλα, να μην του πάρω πιο μεγάλη ή πετρούλες ή κάτι να έχει να ασχολείται; Θα βαριέται». «Ψάρι είναι» απάντησε, σχεδόν θυμωμένος, «τα ψάρια δεν βαριούνται. Επίσης, ό,τι κι αν κάνεις, αυτά δεν ζουν πολύ, να ξέρεις”.
Μπαίνοντας στο αμάξι, ο βενζινάς - ένας μικροκαμωμένος άντρας γύρω στα 30, το είδε και μου είπε «α, πήρες ψάρι!» (Μα δεν είναι ψάρι!! Ήθελα να του φωνάξω, είναι χρυσόψαρο, είναι ο Fin! Είναι αυτός που θα φροντίζω) Μα δεν είπα τίποτα, τελικά. Αυτός συνέχισε «αυτά δεν ζουν πολύ». Γύρισα επιδεικτικά την πλάτη μου και έφυγα.
Στοπ. πρέπει να φύγω, πρέπει να βάλω βενζίνη. Έχω μια ώρα κενή.
Και πάλι πίσω, τώρα με βρίσκετε στο ασανσέρ για το σπίτι. Μπαίνοντας στο ασανσέρ, μια γυναίκα γύρω στα 50- με ρυτίδες [που μάλλον πήρε τις ρυτίδες της και πήγε να (τις) σιδερώσει μαζί και με την γειτόνισσα του 3ου μου λέει με ύφος μνησίκακο και χαιρέκακο «α, πήρες ψάρι, αυτά δεν ζουν πολύ, πεθαίνουν νωρίς». Δεν της απάντησα, τι να της πω: ότι δεν ήταν ψάρι; ότι δεν θα πεθάνει νωρίς - δεν θα με πίστευε, ότι θα τον φρόντιζα; ότι πήρα «ψάρι» για να μου καλύψει το κενό;
Κατέβηκα, στον 2ο .
Έβαλα μουσική, καθάρισα καλά τη γυάλα του Fin, του μίλησα, τον έβγαλα φωτογραφίες (μάλλον γιατί όλοι αυτοί με έκαναν να φοβηθώ πως όντως αυτά δεν ζουν πολύ) και καθίσαμε μαζί να κοιταζόμαστε κι αυτός να μου απαντά με τις φυσαλίδες του και το γρήγορο κούνημα με τα πτερύγια του. Χορέψαμε και τον φρόντισα… όπως εγώ ήξερα.
Στοπ. Η μια ώρα που είχα κενή μόλις πέρασε. Και πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου κενή- τελικά!
Πάω να μιλήσω στον Finάλλη μια ώρα- ας περιμένει λίγο η ζωή.
FishorFin-ish!
[ΠΗΓΗ: Σοφία Αυγερίδου, Αυτά δεν ζουν πολύ – πρώτη ανάρτηση στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη – artwork: MehmetTurgut]