Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ:

$
0
0
Ο ήλιος φεύγει διακριτικά, μετά ο Λούης – είναι ένα αγνό παιδί της υπαίθρου με ισχυρή όραση, τον λυπάμαι, δεν γνωρίζει την ταραχή των αποχρώσεων, δεν θα μιλήσουμε τώρα για τον Λούη, η Άννα διονυσιάζεται μπροστά σ’ ένα ορθογώνιο σχήμα «α, αυτός» λέει, «βυθισμένος στην ανωτερότητά του σχολιάζει και λεπτολογεί μέχρι την αποσύνθεση, τι εξαίσια αποσύνθεση, μια ραγισμένη λευκότητα που εκπέμπει εκθαμβωτικά περίπτερα όντα», μιλάει για τον Ουάιλντ, μπορεί και να τον θαυμάζει, αν όχι, είπε τον πιο ποιητικό ορισμό για τις διαφημίσεις ΝΕΟΝ, γλυκιά Άννα, η λογοτεχνία την απελπίζει καμιά φορά σε τέτοιο βαθμό που αναγκάζεται να κάνει έρωτα, σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται ο Μίμης, είναι συμπαθής, θα πεθάνει από έλλειψη επιπλοκών, ευκαιρία να ασχοληθούμε με το θέμα της λογοτεχνίας και την επίδρασή της στις μάζες, συζητήστε, εγώ αισθάνομαι αδυναμία να παρακολουθώ τους συλλογισμούς μου μέχρι το τέλος, άλλωστε μόνο στον Ιησού συνέβη μια φορά το αντίθετο, τότε που είπε «τετέλεσται», ο διάκοσμος επιπλέον επιβάλλει παιχνίδια συναναστροφών, τα πάντα μπορούν να συνδυαστούν, ακόμα και η κυρία Λούλα με το τοπίο, ας πούμε ο καθένας μια ιστορία, άρχισε Άννα…[Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ και άλλα ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΩΝαπό τοβιβλίο της Παυλίνας ΠαμπούδηΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ, Ίκαρος 1971 – ART by ARMENE Be different]



… έχεις μεγαλώσει σ’ ένα φευγαλέο σπίτι, οι ιστορίες σου είναι σαν φέιγ βολάν, ποιος έχει φωτιά; «η μητέρα μου» λέει η Άννα «ήθελε να βγει έξω, ήταν κοντά δέκα η ώρα το βράδυ, εγώ έπλενα τα δόντια μου, ο πατέρας πήρε το μαντώ της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι άρχισε να το κόβει με το ψαλίδι, προσεχτικά, σε λουρίδες· η κάμαρα ήταν πολύ μεγάλη» ΤΟΝ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΜΕ ΜΙΣΟΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ, ΣΧΕΔΟΝ ΛΙΠΟΘΥΜΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ: ΡΟΖΑΛΙΝΤΑ, ΔΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΟΥ, ΨΙΘΥΡΙΣΕ ΕΚΕΙΝΟΣ. ΞΑΦΝΙΚΑ Η ΤΖΑΜΟΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΞΕ ΚΑΙ Ο ΣΕΡΓΙΟΣ ΒΓΗΚΕ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ: «Ω» ΕΙΠΕ ΜΟΝΟ - «Λοιπόν», λέει ο Αντρέας, «είχα μια χελώνα, την έλεγαν Χατσεψούτ, πολύ επιβλητική, την πήρα και την έκρυψα κάτω από τα σκεπάσματα της γιαγιάς, η γιαγιά βρέθηκε πεθαμένη το άλλο πρωί, η Χατσεψούτ είχε πέσει στο πάτωμα και είχε ραγίσει το καβούκι της, την πήρα και την έριξα από την ταράτσα στην άσφαλτο, την αποτέλειωσα, κανείς δεν κατάλαβε τίποτε» Ο ΑΞΙΟΤΙΜΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΝΤΕΝ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΜΕ ΚΟΠΟ, ΤΟΝ ΒΑΣΑΝΙΖΕ ΕΝΑ ΝΕΥΡΙΚΟ ΤΙΚ ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΒΛΕΦΑΡΟ: ΧΑΜΗΛΩΣΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ ΕΙΠΕ, ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ Όλγα, η σειρά σου «ναι» λέει η Όλγα «μια φορά ήταν ένα κορίτσι κι ένα αγόρι που χάθηκαν στο δάσος, τι μπορεί να συμβεί αν διάφορα παιδιά χαθούν σ’ ένα δάσος, αν διάφορα δάση χαθούν σ’ ένα παιδί; το συγκεκριμένο δάσος είναι βέβαια συμβολικό, επρόκειτο για ένα κρεβάτι με ουρανό, λυπάμαι, από τότε έχω την αίσθηση πως όλα τα πράγματα είναι μισοτελειωμένα»- ΚΑΙ Ο ΨΙΤ ΕΠΕΣΕ ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΛΑΚΚΟ ΜΕ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΝΙΟΥ ΜΠΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ, ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΝΕΡΑϊΔΑ» ΠΡΟΦΤΑΣΕ ΝΑ ΦΩΝΑΞΕΙ. Η ΚΑΛΗ ΝΕΡΑϊΔΑ ΕΡΙΞΕ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΨΙΤ ΠΝΙΓΗΚΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ – Δεν είναι χαριτωμένοι; τους αγαπώ, έτσι, αποσπασματικά, υπολείπεται ο Άλκης, «πέρυσι» λέει «η θάλασσα ήταν συγκλονιστική, έπλεα ανάσκελα, ο ήλιος με τυραννούσε σε μια ατέλειωτη αγαλλίαση, πόθησα να πεθάνω σαν να ήμουν κορίτσι» - ο Άλκης είναι ποιητής, χορτοφάγος και εκτός θέματος, σε λίγο θα πάρει την Άννα και θα φύγουν, περιμένουν να μιλήσω κι εγώ, ισχυρίζομαι πως αποτελώ ενότητα, αδύνατον να εκφραστώ αποσπασματικά, βαρέθηκα το παιχνίδι, κάτι άλλο τώρα πριν από το τσάι, η Όλγα προτείνει ονειροπόληση, με υποχρεώνουν να ονειροπολήσω πρώτη, ο φωτισμός γίνεται κατάλληλος «μια γριά στην ακροθαλασσιά, μαζεύει φρύγανα κι ανάβει φωτιά, κάθε τρία βήματα μια μικρή φωτιά, ύστερα βουλιάζει σ’ ένα σάπιο σφουγγάρι, μένουν απέξω μόνο τα κίτρινα μαλλιά της, σαλεύουν στον αέρα, η γριά κοιμάται, πιο πέρα ένα γεφύρι καμωμένο από μια πλεξούδα, τη λέγαν Φλιλάϊ, δεν την αγάπησε κανείς, κάτω κυλάει ο αστερόεις ποταμός, οι πέστροφες πηδούν αντίθετα στο ρεύμα, το βασικό χρώμα είναι μοβ, το έδαφος στον πλανήτη προέρχεται από προσχώσεις μεγάλων ιδεών, αργιλλώδες, ευδοκιμούν τα σαπρόφυτα, σε μια γυάλα ζει ένα πουλί με δεκανίκια, γύρω από το ράμφος του μαρμελάδα κονσέρβας, προφητεύει κυρίως τραστ, ενίοτε λούνα παρκ, δηλονότι φυγή προς την περιοχή της ποίησης με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, το τρένο - φάντασμα και την πανοραμική φαύλη ρόδα, ένα νήπιο ερείπιο ολολύζει, σώπα, σώπα, θα μεγαλώσεις, θα γίνεις κρατίδιο, ευαγγελίζομαι την αέναη εναλλαγή μαύρου – άσπρου επί της κεφαλής του λαού σου και των τέκνων του, ήτοι εφημερίδες, κανείς δεν θα αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά μόνο διαφημίσεις, θα πείθεσαι, θα καταναλώσεις οδοντόκρεμες, εγκλήματα, εδαφικές αξιώσεις, πλυντήρια – ΚΑΤΑΦΕΥΓΩ ΤΕΛΙΚΑ Σ’ ΕΝΑ ΦΛΙΤΖΑΝΙ ΤΣΑΙ. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΠΙΠΛΕΕΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΟ, ΩΣ ΣΥΝΗΘΩΣ – Ο Αντρέας ξεκινά από το φοβερό έντομο του τριαντάφυλλου στο βάζο δεξιά, είναι πράσινο, έχει διάφορα πόδια, δεν ανησυχεί «αυτό τρέφεται με φύλλα» λέει «η ανθρωπότητα με ελιξήρια νεότητας, κάποτε θα εξελιχτεί σε οριστική κατάσταση, αν σταματήσει η παραγωγή της βαριάς βιομηχανίας – φρίκη, δεν θα αρμόζει πια να το συζητάμε, για ν’ αγαπάς κάτι πρέπει να έχεις την ευθύνη του απέναντι στον εαυτό σου, δηλαδή να γνωρίζεις από αυτό μόνο το περίγραμμά του, στην περίπτωσή μας την κρατούσα ηθική, οριστική κατάσταση είναι λ. χ. τα κύματα, όπως τα βλέπει ο πνιγμένος, η Μαρίνα στο κρεβάτι είναι όμορφη, τα πάντα είναι ζήτημα προοπτικής, έρωτας σημαίνει μια αναβολή, είπε κάποια δεσποινίς, καλημέρα, είπε ο θυρωρός, εγώ θα’ θελα να πω αύριο κάτι που να μη χωρά πουθενά, οι σχολιαστές εκπορνεύουν τους κλασσικούς, γενικώς, καταλήγεις πως μόνο οι τοπιογράφοι και οι ράφτες συμπεριφέρονται σοφά, δηλαδή μόνο όσοι ασχολούνται ή καθόλου ή τελείως ακαδημαϊκά με τον άνθρωπο, ποτέ οι συγγραφείς, αχ, αισθάνομαι καμιά φορά τόσο απογοητευμένος, που σκέφτομαι ν’ αρχίσω να διδάσκω – Η ΦΩΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΡΗΣΙΜΗ ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΘΕΙΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΜΟΝΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ – Η Όλγα τώρα ανάβει τσιγάρο «πιστεύω» λέει «πως ο θεσμός της ύπαρξης πρέπει να εκλείψει ομαλά και ανώδυνα, αυτό σημαίνει πως κι εγώ επίσης θα’ θελα να’ χω ένα παιδί που θα το μεγαλώσω κι άλλο ένα που θα μου πεθάνει, οπότε η ζωή μου θα γεμίσει από μια αξιοπρεπή θλίψη στην οποία θα μπορώ να προσαρτώ τις μελαγχολίες μου, κατάσταση δηλαδή που όλες οι περιπτώσεις μερικής αναφροδισίας επιδιώκουν και πετυχαίνουν από ενάρξεως του ιστορικού μας βίου», μετά, αφοσιώνεται στα βουτήματα γλυκανίσου, κάποιος ανάβει τα φώτα – ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΥΡΩ ΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ – 

(Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ και άλλα ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΩΝ από το βιβλίο της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ, Ίκαρος 1971 – ARTbyARMENEBedifferent)

Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles