Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

ΘΕΛΩ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΣΤΑΖΟΥΝ ΚΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΚΡΕΣ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΩΝ ΜΟΥ ΝΑ ΠΗΖΟΥΝ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ:

$
0
0
Οι λέξεις ήταν τότε πολύ πιο κοντά στην πρώτη τους συγκίνηση. Οι λέξεις ήτανε σύννεφα που έσταζαν άλλες εικόνες. Η λέξη άλσος π.χ. έκρυβε ένα ολόκληρο δάσος από νοερά πεύκα. Εν αρχή ήν ο λόγος: μήπως ο καθένας μας είναι το κρυφό του όνομα στο άπειρο λεξικό του Θεού; Εν αρχή ην η πράξη: μήπως ο καθένας μας είναι η πράξη που τον διαχωρίζει από μία αρχέγονη Ευκτική; Καμιά φορά, παίζοντας, στα όρια, με τον αυτιστικό εαυτό μου, λέω μήπως είμαστε όλοι ρήματα; Άλλος στην Ενεργητική, άλλος στην Παθητική φωνή (κι εγώ συχνά στους τετελεσμένους μέλλοντες). Ίσως η Ζωή μας, η Περίληψη του κόσμου μας, η Σκόρπια μας Δύναμη να συνοψίζεται σ’ ένα επιφώνημα Αχ! Ας μην δύσει ποτέ αυτός ο ήλιος… Γιατί λέω πως είμαι δεμένη με την Ελλάδα, όπως ο δολοφόνος με τον τόπο του εγκλήματος; Γιατί εδώ οι λέξεις συντελέσανε τους πρώτους φόνους των αντικειμένων. Γι’ αυτό εδώ πάντα ελπίζω να λειτουργήσουν σαν χάρτες, που θα οδηγήσουν πίσω, πριν από την Πρώτη Απώλεια και την Έλλειψη. Αν οι λέξεις είναι ένα «αναθεωρημένο πάθος», όπως λέει ο Elliot, εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι Μάγισσες που μου χάρισαν τις λέξεις άφησαν να πλανιέται στον αέρα ανάμεσά μας την υπόσχεση ότι αυτές οι λέξεις κάποτε θα με οδηγήσουν στα πρωταρχικά μου πάθη. Ίσως ακόμα και με τον τελευταίο αναστεναγμό που θα βγει από το στόμα μου. Έτσι κι αλλιώς, αυτές μου χάρισαν τις βίαιες, ανατρεπτικές μεταφορές «που ανακινούν τα πάθη» (Locne). Αυτές με έκαναν να ψάχνω μια γλώσσα πέρα από την καθημερινή, που Heidegger περιγράφει σαν ένα «εξαντλημένο ποίημα». Κάτι ανάμεσα στο τραύλισμα και στην ποίηση… [αποσπάσματα από ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΑΚΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ της Μαρίας Μήτσορα, από το βιβλίο της ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, εκδόσεις Πατάκη 2006]



 «Με λένε Λέξη»... Έτσι συστήνεται η Μαρία Μήτσορα και συνθέτει μια αυτοβιογραφία σαν «μαύρο» παραμύθι, που γοητεύει με την αλχημεία των λέξεων και υπαινίσσεται πολύ περισσότερα απ όσα ομολογεί «Απόμικρήπιπιλούσατιςλέξεις, προσπαθώνταςναπιαστώαπ αυτέςσανναήτανσωσίβια».«ΕπειδήμελένεΛέξη, οιίδιεςοιλέξειςείναισυχνάπιοισχυρέςαπόταθέματα». «Θέλωοιλέξειςπουστάζουνκιαπότιςάκρεςτωνδακτύλωνμουναπήξουνσειστορίες, απότιςοποίεςνααναδύομαιρευστή». Κείμεναπουκινούνταιανάμεσαστοδοκίμιοπουαφοράτοεργαστήριγραφήςκαιστηναυτοβιογραφία. Ωςαποτέλεσμα, Μήτσοραστηνκαλύτερήτηςώρα, μαγικήκαιμαγευτική, πρωτοποριακή, κλασική.

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΑΚΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2006)
Ο Αλέκος έφυγε για το κακό του ταξίδι.Εγώ έμεινα. Στην πόλη που και σήμερα έχει τις ίδιες συντεταγμένες, αλλά είναι πια ένα άθροισμα από διαφορετικές εικόνες. Τότε ακόμα υπήρχε ποτάμι, ήταν ακάλυπτος ο Ιλισός. Υπήρχαν παντού αλάνες, κήποι γεμάτοι μολόχες, πανσέδες, γλυσίνες, γιασεμιά, πασχαλιές. Υπήρχανε γέλια ατέλειωτα. Υπήρχε κι ένα ποτάμι δάκρυα.

Οι λέξεις ήταν τότε πολύ πιο κοντά στην πρώτη τους συγκίνηση. Οι λέξεις ήτανε σύννεφα που έσταζαν άλλες εικόνες (για να παραφράσω το Vigotsky). Η λέξη άλσος π.χ. έκρυβε ένα ολόκληρο δάσος από νοερά πεύκα. Εν αρχή ήν ο λόγος:μήπως ο καθένας μας είναι το κρυφό του όνομα στο άπειρο λεξικό του Θεού;
Εν αρχή ην η πράξη:μήπως ο καθένας μας είναι η πράξη που τον διαχωρίζει από μία αρχέγονη Ευκτική; Καμιά φορά, παίζοντας, στα όρια, με τον αυτιστικό εαυτό μου, λέω μήπως είμαστε όλοι ρήματα; Άλλος στην Ενεργητική, άλλος στην Παθητική φωνή (κι εγώ συχνά στους τετελεσμένους μέλλοντες). Ίσως η Ζωή μας, η Περίληψη του κόσμου μας, η Σκόρπια μας Δύναμη να συνοψίζεται σ’ ένα επιφώνημα Αχ! Ας μην δύσει ποτέ αυτός ο ήλιος.

Μέσα στο σπίτι όπου μετρούσαν τις αλλαγές του ύψους μου με μολυβιές στον τοίχο, υπήρχε ένα έπιπλο, που ακόμα με ακολουθεί σε κάθε μετακόμιση: η βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Από μαόνι, με κρύσταλλα στις πόρτες, που τότε κλείδωναν. Αυτό το κλειδί το ονόμαζα το Κλειδί του Παραδείσου. Πολλά από τα βιβλία μέσα ήταν γραμμένα σε ξένες γλώσσες, αλλά ορκιζόμουν πως μία μέρα θα τις ξεκλειδώσω. Κι έτσι ένιωθα πραγματικά, κάθε φορά που άρχιζα να μαθαίνω μια ξένη γλώσσα, σαν διαρρήκτης ένιωθα. Άρχισα ξεκλειδώνοντας τα Ελληνικά… Τα άπαντα του Καρυωτάκη, τα ποιήματα του Καβάφη… Έχω κηδεύσει όμως πολλές φορές το απαρέμφατο. Τι είναι το απαρέμφατο; Είναι το κρεβατάκι του ρήματος. Εκεί όπου το ρήμα αναπαύεται παίρνοντας δυνάμεις, ενώ απολαμβάνει τη διάρκεια. Το απαρέμφατο χάθηκε από τα Νέα Ελληνικά, γι’ αυτό πιστεύω, ένας εκνευρισμός μπάζει από παντού. Πιστεύω πως αυτή η απώλεια μας έχει ανυπόμονους και πρόχειρους.

Όταν το μυαλό μου είναι γεμάτο εικόνες της πόλης, όπως ήταν κι όπως είναι, θυμάμαι το ποίημα του Καβάφη: «Είπες θα πάω σ’ άλλη γη, θα πάω σ’ άλλη θάλασσα, μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτή… Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κώχη ετούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασες».Όπως τις πόλεις, έτσι και τις ζωές μας τις φτιάχνουμε και τις χαλάμε, τις φτιάχνουμε και τις χαλάμε. Είμαστε σαν είδος, οι πιο μανιώδεις μαστροχαλαστές του σύμπαντος.
Γιατί δεν έφτιαξα τη ζωή μου σε μία ωραιότερη πόλη, από αυτές που επισκέφτηκα;Γιατί λέω πως είμαι δεμένη με την Ελλάδα, όπως ο δολοφόνος με τον τόπο του εγκλήματος; Γιατί εδώ οι λέξεις συντελέσανε τους πρώτους φόνους των αντικειμένων. Γι’ αυτό εδώ πάντα ελπίζω να λειτουργήσουν σαν χάρτες, που θα οδηγήσουν πίσω, πριν από την Πρώτη Απώλεια και την Έλλειψη. Αν οι λέξεις είναι ένα «αναθεωρημένο πάθος», όπως λέει ο Elliot, εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι Μάγισσες που μου χάρισαν τις λέξεις άφησαν να πλανιέται στον αέρα ανάμεσά μας την υπόσχεση ότι αυτές οι λέξεις κάποτε θα με οδηγήσουν στα πρωταρχικά μου πάθη. Ίσως ακόμα και με τον τελευταίο αναστεναγμό που θα βγει από το στόμα μου. Έτσι κι αλλιώς, αυτές μου χάρισαν τις βίαιες, ανατρεπτικές μεταφορές «που ανακινούν τα πάθη» (Locne). Αυτές με έκαναν να ψάχνω μια γλώσσα πέρα από την καθημερινή, που Heideggerπεριγράφει σαν ένα «εξαντλημένο ποίημα». Κάτι ανάμεσα στο τραύλισμα και στην ποίηση.

Εν τω μεταξύ η ζωή περνάει. Ας πάρουμε τη λέξη ζωή κι ας φανταστούμε μια ζωή να ξεδιπλώνεται σαν χάρτης παράδοξος, μ’ ένα μονοπάτι  που αμυδρά διακρίνεται, να περνάει μέσα από γκρεμισμένες αψίδες παλιών θριάμβων, πλάι σε αγάλματα αρχαίων θεών που τώρα τα σκαρφαλώνουν πλάσματα σχεδόν άμορφα, οι ξεχασμένες λατρευτικές λέξεις.
Παρακάτω, να! ένας χείμαρρος! αυτός που μας χωρίζει στα δύο. Και από πάνω του μία γέφυρα, ελαφριά κι επικίνδυνη, από καλάμια ίσως, που ίσως κάποτε να μας ενώσει. Ας πούμε πάλι πως όλα τα τοπία είναι τοπία της ψυχής. Τώρα, σ’ ένα πάρκο, μ’ ένα ηλιακό ρολόι, φτιαγμένο από πανσέδες κι ένα κομμάτι μάρμαρο, κάθεται σ’ ένα παγκάκι ένας ηλικιωμένος κύριος. Προσπαθεί, λύνοντας σταυρόλεξο, να βρει στα ελληνικά μία λέξη από πέντε γράμματα που αρχίζει από Φ. Τι κοιμάται κάτω απ’ το κρεβάτι μας; Κι ακόμα και στον ύπνο μας ροκανίζει τη ζωή; Ο Φόβος, καμιά φορά κρυμμένος κάτω απ’ το κρεβάτι μας, ψιθυρίζει το όνομά μας. Τα χειρότερα είδη φόβου είναι ο φόβος για την ελευθερία και για τη ζωή. Κι όμως, υπάρχει μία Δεύτερη Παρουσία που έχουνε τα πράγματα, λίγο πριν ή λίγο μετά τον ύπνο, λίγο λοξά απ’ τη ζωή μας, που συνεχίζει να πλέκεται με τη δική μας, αναιρώντας τις απώλειες που σημειώνονται στην Πρώτη Παρουσία. Υπάρχει κι ένα κρυμμένο κείμενο που υφαίνεται παράλληλα με το φανερό, όπου στις λέξεις παραμονεύει μία σχέση πριν και μετά την απώλεια του αντικειμένου, και την καταργεί.

Ο Λόγος, όταν εμπεριέχει Θεϊκή Ανάσα, είναι μια ιερή φλόγα που φωτίζει την  κάθε λέξη, κάνοντάς την ζωοφόρα και απόλυτη. Και όλες οι λέξεις μαζί, είναι αναμμένες, ρίχνουνε φως στο χρόνο που μας έχει διατεθεί. Υπάρχουν και τα σκοτεινά νοήματα που δεν πρέπει να προφέρονται, γιατί δεν προσφέρονται για σύγκλιση, αλλά για απόκλιση, για ψυχρή απομάκρυνση, συντριβή και καταστροφή.
Από μικρή πιπιλούσα τις λέξεις, προσπαθώντας να πιαστώ από αυτές σαν να ήτανε σωσίβια, ψάχνοντας να βρω την πρώτη τους γεύση, το πρώτο τους άρωμα, τον πρώτο μου έρωτα για τα πράγματα της ζωής. Τι και πώς σημαδεύει τον καθένα; Πώς συγκεντρώνεται η ιδιαιτερότητά του; Αυτή που προϋπήρχε στην υλική, κυτταρική υποδομή, «ένα Εγώ οργανικά δυνατό» θυμάμαι να λέει κάπου ο Freud.

Η δική μου ιδιαιτερότητα θα έλεγα ότι συγκεντρώνεται σ’ αυτό το λεκτικό ποτάμι που κυλάει ανάμεσα σε μένα και στα πράγματα. Λέξεις στριφογυρίζουν συνεχώς στο μυαλό μου, προσπαθώντας να συντάξουν ιστορίες.  Επειδή με λένε λέξη, οι ίδιες οι λέξεις είναι συχνά πιο ισχυρές από τα θέματα. Σε πείσμα της παντοδυναμίας τους (σε πείσμα του απολεσθέντος αντικειμένου!), θέλω να δοκιμάσω σ’ αυτό το βιβλίο τη δική μου δύναμη. Τώρα που το θέμα είναι το γράψιμο κι όλο το προτασιακό αλλά και το συγκινησιακό Σύμπαν, θέλω να γράψω πολλές ιστορίες, σαν παραδείγματα. Ιστορίες –παραδειγματικές πυγολαμπίδες- που να φωτίζουν στιγμές της διαδρομής μου. Θέλω οι λέξεις που στάζουν κι από τις άκρες των δαχτύλων μου να πήζουν σε ιστορίες, από τις οποίες να αναδύομαι ρευστή.

Όλα τα μαθαίνουμε πολύ νωρίς.Όλες τις ιστορίες που γράφω τις έζησα, με έναν ακίνητο τρόπο, όταν ήμουν παιδί. Τις διάβασα σε ταβάνια. Τις είδα μέσα από τους τοίχους. Γι’ αυτό να μην βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια: τότε αποκτούν μαντικές ικανότητες, τότε ανακαλύπτουν τις διαφάνειες των τοίχων. Σε κείνη τη βαθιά ακινησία, μαθαίνουν να ζουν μεταφορικά. Κινδυνεύουν να ξεχάσουν να περπατάνε, ενώ μπορεί να μάθουν να πετάνε. Όλα τα μαθαίνουμε πολύ αργά. Φαίνεται πως δεν κατάφερα ακόμα να μεγαλώσω αρκετά, γι’ αυτό εξακολουθούν να με απασχολούν τα ταβάνια κι οι γραμμές που βλέπω – θυμάμαι – φαντάζομαι καθώς παρατηρώ στα ραγίσματα «γραμμές σε ανοιχτή παλάμη, της Ζωής και του Θανάτου. Γραμμές παράλληλες που ξαφνικά στρίβουν και συναντιούνται, άλλες που κόβονται, άλλες που σβήνουν και χάνεται η ζωή μου». (Σκόρπια Δύναμη)

Δεν ξέρω αν θέλω να ξεχάσω ότι όλοι οι τοίχοι είναι εν δυνάμει διάφανοι…
Η μητέρα μου και η υπηρέτρια μου έλεγαν, για να είμαι ήσυχη τα μεσημέρια, ότι το σημάδι από το παλιό κουρτινόξυλο, ψηλά πάνω απ’ το παράθυρό μου, ήταν το μάτι του Θεού. Κι άλλοτε πως στη διπλανή αυλή ζούσε σ’ ένα δωματιάκι ένας αστυνομικός, που μ’ ένα ειδικό μηχάνημα μπορούσε να με παρακολουθεί μέσα από τους τοίχους… Δεν έπαθα μανίες καταδίωξης… Απλώς, τυλιγόμουν με μια κόκκινη μεταξωτή εσάρπα, βάφοντας το παιδικό μου στήθος με κοκκινάδι, για να γοητεύσω το Θεό και τον αστυνομικό.
Για καλό και για κακό, βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια, γι’ αυτό ποτέ δεν θα ξέρετε ποιον προσπαθούν να γοητεύσουν ενώ προσποιούνται τα κοιμισμένα. Όσοι όμως εξασκούνται στη γοητεία δυσκολεύονταν να μεγαλώσουν. Δυσκολεύονται καμιά φορά να ζήσουν, αφού η ζωή περιέχει και απογοήτευση. Επτά φορές πάνω και κι έξι φορές κάτω είναι η ζωή, όπως λένε οι βουδιστές. Η ζωή που… ψιθυρίζει… η ζωή… που ουρλιάζει. Θέλω να καταλάβω πότε τραγουδάει; Στον έρωτα τραγουδάει για λίγο, και μετά λαχανιάζει, μουρμουρίζει και σβήνει. Η ζωή ερωτεύεται πάλι και πάλι τις πιο αρχαίες πληγές της, για να τις σβήσει σβήνοντας.

Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του ΤΥΧΑΙΟΥ, στη μεταφυσική του ΤΙΠΟΤΑ, στην ποίηση του ΛΑΧΤΑΡΩ. Το ίδιο πράττει και η ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ σ’ αυτή την παραβατική μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της. Περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδας, μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων (διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών (λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης) ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών). Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη, με ανελέητο μαύρο κέφι, στο παραδεισένιο μηδέν του ξανακερδισμένου εαυτού [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles