Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΘΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΣΤΙΧΟΥΣ:

$
0
0
«Δεν θα συναντηθούμε ποτέ ανάμεσα σε δύο στίχους του Μπωντλαίρ, δεν θα περιμένουμε ποτέ το ίδιο λεωφορείο κάτω από μια αφίσα των Coil, δεν θα είμαι το κορίτσι με το πράσινο κασκόλ που διασχίζει την Αιόλου βιαστικά. Δεν θα φωνάξουμε τα ίδια συνθήματα κάτω από την ίδια σημαία. Δεν θα γράψουμε ποτέ κάτι με μαύρη μπογιά σε έναν τοίχο. Δεν θα ανταλλάξουμε παράφορα φιλιά κάτω από τη λάμπα ενός πάρκου. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να μουρμουρίζω τις νύχτες, δεν θα μάθω πώς μυρίζεις όταν βγαίνεις από το μπάνιο. Δεν θα δω ποτέ πώς τρως τα μακαρόνια σου, δεν θα ανακαλύψεις πού κρύβω τις ενοχές μου. Δεν θα ακούσω πώς προφέρεις το λάμδα όταν μεθάς, δεν θα αισθανθείς ποτέ τη θερμοκρασία του ώμου μου ένα καλοκαιρινό μεσημέρι δίπλα στη θάλασσα. Δεν θα δεις ποτέ τα μάτια μου να βουρκώνουν, δεν θα σκύψω πάνω σου τρυφερά. Δεν θα μάθω ποτέ τι λες όταν παραμιλάς στις 2.30 τα χαράματα, δεν θα μάθεις ποτέ αν έκανα εκείνο το τατουάζ κι αν με πόνεσε η βελόνα. Δεν θα βραχούμε ποτέ μαζί κάτω από την ίδια καταιγίδα, δεν θα τρέξουμε στα στενά για να γλιτώσουμε από τον ίδιο τρόμο. Δεν θα ομολογήσουμε ποτέ τι ώρα είναι μέσα στο μυαλό μας. Δεν θα παρατηρήσεις την επόμενη ρυτίδα μου, δεν θα μετρήσω τις καινούριες άσπρες τρίχες στα μαλλιά σου. Δεν θα μετρήσουμε τα κύματα μιας κόκκινης θάλασσας έξω από το Φες, δεν θα έχουμε κοινό κλειδί για όλες μας τις πόρτες. Δεν θα με βοηθάς να μεταμορφώνω τα ψέματα σε αλήθειες, δεν θα περιμένω κοιτώντας το ρολόι μέχρι να φανείς. Δεν θα ενώσουμε ποτέ τη θέα από τα παράθυρά μας, δεν θα σπάσουμε το κινέζικο σερβίτσιο πάνω στον καυγά. Δεν θα κοιτάξουμε ποτέ στα μάτια το παιδί μας. Δεν θα υποδυθούμε ποτέ τους αμέτρητους ρόλους μας, δεν θα με πεις «αγάπη μου», δεν θα βουλιάξουμε ποτέ μέσα στο ίδιο όμορφο καράβι».



Αυτά είπε το σκιάχτρο με το κίτρινο φουστάνι και τα μακριά μαλλιά στον ξύλινο Εσταυρωμένο που στεκόταν δίπλα του. Εκείνος δεν απάντησε. Γύρω τους, το χωράφι ήταν γεμάτο ώριμα σπαρτά, κάτι μαύρα κοράκια πετούσαν πιο κει κυκλώνοντας το κουφάρι μιας άτυχης χελώνας. Ο ουρανός ήταν καθαρός. Το σκιάχτρο ζούσε σε κείνο το χωράφι πολύ καιρό. Τον Εσταυρωμένο τον είχαν καρφώσει εκεί την προηγούμενη νύχτα οι τρεις ξένοι που λήστεψαν την εκκλησία του χωριού και έβαλαν φωτιά στο ταχυδρομείο.
«Κοίτα τους πώς μοιάζουν», είχε πει ο μεγαλύτερος, παρατηρώντας τα ανοιχτά τους χέρια πάνω στα ξύλινα στηρίγματα.
«Σαν δυο σταγόνες νερό», είχε γελάσει ο μικρός ρίχνοντας μια κλωτσιά τη βάση του Εσταυρωμένου.
«Τώρα έγιναν ζευγάρι. Ο Εσταυρωμένος και το Σκιάχτρο», είχε συνεχίσει το δωδεκάχρονο κορίτσι που τους ακολουθούσε παντού και μετά συνέχισε να τρώει τα νύχια του με μανία.
Το επόμενο πρωί, στη μέση του χωραφιού, τέσσερα χέρια απλώνονταν ορθάνοιχτα στον ορίζοντα και τέσσερα πόδια παρέμεναν δεμένα στη βάση ενός ξύλου. Εις διπλούν. Κανείς δεν φάνηκε να προσέχει τον καινούριο κάτοικο ανάμεσα στα στάχυα. Τα αυτοκίνητα διέσχιζαν τον κάμπο σηκώνοντας σκόνη στον χωματόδρομο, τα κοράκια και οι μάινες τσιμπολογούσαν εδώ κι εκεί. Όλα συνεχίζονταν κανονικά.
Η σκιά των δύο συγκατοίκων πάνω στη γη ήταν το μόνο που άλλαζε καθώς περνούσαν οι ώρες και μετατοπίζονταν ο ήλιος στον ουρανό.

Ο τρόπος που λυπούνται οι άνθρωποι όταν συνειδητοποιούνπως μόλις τους συνέβη κάτι που περίμεναν εναγωνίως,κι όμως ήταν άλλο από αυτό που νόμιζαν, και τώρα έληξε για πάντα: 
Η γυναίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το φεγγάρι είχε ήδη αρχίσει να πλησιάζει πολύ. Στηρίχτηκε στο κούφωμα της μπαλκονόπορτας με ανοιχτά χέρια και πόδια, και περίμενε έτσι όπως περιμένουμε ένα μεγάλο κύμα μέσα στη βάρκα ή έναν μετασεισμό. Ο ουρανός γύρω από το κτίριο φωτιζόταν ήδη από την υπερφυσική λάμψη του ιπτάμενου πλανήτη. Το σκοτάδι έμοιαζε με κάτι άγνωστο, είχε σχεδόν αλλοιωθεί. Η νύχτα είχε γίνει απόσπασμα φωτός, ο αέρας μετακινούνταν σπασμωδικά ξεσηκώνοντας φύλλα και σκουπίδια. Η εικόνα έμοιαζε να ανασαίνει.
 «Θα έρθει τελικά. Τι αγωνία», σκέφτηκε και ένας έκτακτος παλμός της τάραξε την καρδιά.
Το φεγγάρι βρισκόταν πια σε απόσταση αναπνοής. Στύλωσε το βλέμμα της και παρατήρησε την ανώμαλη γρανιτένια επιφάνεια που πλησίαζε. Μικροί γκριζόμαυροι κρατήρες χάλαγαν την όποια αρμονία υπέθετε κανείς κοιτώντας το από μακριά. Το φεγγάρι ήταν αλλιώτικο από αυτό που έδειχνε από την ασφαλή απόστασή του. Μια πέτρινη μάζα χωρίς την παραμικρή γοητεία. Η ταράτσα της απέναντι πολυκατοικίας φαινόταν πια ολοκάθαρα, λουσμένη με ένα σχεδόν εκτυφλωτικό, ανοίκειο φως. Η γυναίκα αναρωτήθηκε αν ο ήλιος θα συνέχιζε να το φωτίζει σαν προβολέας ακόμη κι όταν όλα γύρω του θα είχαν καταστραφεί. Και αν είναι φυσιολογικό όλα να αλλάζουν πρόσωπο όταν μας πλησιάσουν σε απόσταση αναπνοής.
Η πέτρινη μάζα πλησίασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έσπασε τις κεραίες του κτιρίου και τσάκισε ένα μεγάλο κομμάτι της τσιμεντένιας πλάκας. Συντρίμμια εκτινάχτηκαν ολόγυρα. Κρότοι χάλασαν τη σιωπή. Μια μυρωδιά από θειάφι απλώθηκε τριγύρω.
«Το φεγγάρι μυρίζει αποσύνθεση, είναι σκαμμένο από νεκρά ηφαίστεια και τρέχει σαν δαιμονισμένο», σκέφτηκε η γυναίκα σφίγγοντας τα δόντια της.
Έπειτα ο εκτροχιασμένος πλανήτης συνέχισε την κυκλική πορεία του αφήνοντας ξωπίσω του σοβάδες, κομμάτια τούβλων και τσαλακωμένα σύρματα. Η εικόνα έμοιαζε με σκηνή πολέμου.
Σε λίγο όλα ξανάγιναν φυσιολογικά. Στην ατμόσφαιρα απλώθηκε κάτι βίαιο και βιαστικό. Μια αίσθηση άγχους και μια αίσθηση κενού, κάπως υπερβολική και παγωμένη. Η γυναίκα σκέφτηκε πως αυτή η σκηνή θα μπορούσε να είναι καρέ κινηματογραφικής ταινίας και πως ήταν κρίμα που κανένας σκηνοθέτης δεν είχε προλάβει να την δει.
Μπήκε στο δωμάτιο, τράβηξε την κουρτίνα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κρύωνε και ήταν νευρική, η ανησυχία την εμπόδιζε να βολευτεί στο μαξιλάρι. Άπλωσε το χέρι της κι ακούμπησε την πλάτη του κοριτσιού που βρισκόταν δίπλα της. Άγγιξε έναν έναν τους σπονδύλους, όλη τη ραχοκοκαλιά. Ένιωσε τη θέρμη του ακίνητου σώματος να μεταδίδεται στα ακροδάχτυλά της σαν απτή αγάπη.
Το κορίτσι μετακινήθηκε απαλά, γυρνώντας προς το μέρος της. Η γυναίκα σκέφτηκε πως το μόνο άξιο πράγμα που είχε ποτέ ήταν κάτι τέτοιες θρυμματισμένες στιγμές όπου ένα ξέφρενο φεγγάρι ή ένα αιφνίδιο συναίσθημα κατάφερναν να διαταράξουν την κατά τ’ άλλα απολύτως ατάραχη ζωή της.
«Ήρθε το φεγγάρι; Κρίμα που το έχασα…», ψέλλισε μισοκοιμισμένο το κορίτσι.
Η γυναίκα χαμογέλασε και κοίταξε προς το παράθυρο. Έξω δεν υπήρχε τίποτα. Νύχτα σαν κενό μέσα από μια λεπτή κουρτίνα. Το φεγγάρι είχε γίνει απώλεια, ένα γεγονός χαμένο, μια σιωπή.
 Μετά ακούμπησε το βλέμμα στο σώμα που ξάπλωνε δίπλα της στο σεντόνι σε απόσταση αναπνοής. Ένα θαμπό φως, σαν κατάλοιπο της προηγούμενης λάμψης, έκανε τις μικρές καμπύλες να μοιάζουν με ουράνια σώματα. Ήταν λυπημένη με τον τρόπο που λυπούνται οι άνθρωποι όταν συνειδητοποιούν πως μόλις τους συνέβη κάτι που περίμεναν εναγωνίως, κι όμως ήταν άλλο από αυτό που νόμιζαν, και τώρα έληξε για πάντα.
 «Ήρθε, ναι. Πέρασε. Κοιμήσου τώρα, σε λίγο ξημερώνει», μουρμούρισε, και σκέφτηκε τα κομμάτια των σοβάδων, τα θρυμματισμένα τούβλα και τα λυγισμένα σίδερα στην ταράτσα της απέναντι πολυκατοικίας που είχε αφήσει πίσω του ο εκτροχιασμένος πλανήτης που όλοι οι μακρινοί νόμιζαν πως ήταν κατακίτρινος, όμορφος και σταθερός.
[ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ και Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΛΥΠΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, δυο κείμενα της Μαρίας Πετρίτση όπως αναρτήθηκαν στην τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη - artworks :Anja Millen]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles