Αυτό είναι το σκάνδαλο για το οποίο ο πολιτισμός δεν μπορεί να κάνει καμιά σωτήρια σκέψη. Το μόνο που γνωρίζει είναι να μη δείχνει το δρόμο, αλλά την απατηλή παράκαμψη, να μην προσφέρει τον ύπνο αλλά το κρεβάτι, να δίνει βιβλία αλλά όχι την αλήθεια. Ολόκληρος συγκροτεί ένα ζωτικό και μείζον ψεύδος. Και ο ανά τους αιώνας ταξιδιώτης δεν βρίσκει πού να ξεκουράσει τον ίσκιο του… Κι ο Κωστής Παπαγιώργης είχε πάρει τη ζωή του λάθος και το ομολογούσε με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη: «Αν δεν πάθεις, δεν μαθαίνεις! Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται»… Κάπως έτσι, ο λάθος δρόμος, βύζαξε το σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα ελληνικά γράμματα τα τελευταία πενήντα χρόνια… (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου ΠΕΡΙ ΜΕΘΗΣ του Κωστή Παπαγιώργη- ακολουθεί κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για τον Κωστή Παπαγιώργη – ARTbySkevaArtemisandPavloStamatiadis)
ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΣΩΣΤΑ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΖΗΣΕΙ ΛΑΘΟΣ: Ένα κείμενο του Δημοσθένη Κούρτοβικ για το Κωστή Παπαγιώργη
Έχω μια προκατάληψη που, όπως υποψιάζομαι, μοιράζομαι με τον Κωστή Παπαγιώργη: πιστεύω πως για να γράψεις σωστά, πρέπει να έχεις ζήσει λάθος. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα υπέρ μιας τόσο απόλυτης θέσης. Είπαμε, για προκατάληψη πρόκειται. Ωστόσο, ακόμη περιμένω από την παρατήρηση να άρει τη δυσπιστία μου όχι μόνο για τις εκφραστικές ικανότητες, αλλά και για το ψυχικό βάθος ανθρώπων που τους ήρθαν όλα δεξιά στη ζωή τους, που έκαναν πάντα τις σωστές επιλογές, που είχαν πάντα δίκιο, που διαπλάστηκαν μόνο με εκλεκτές εμπειρίες. Ως τότε, θα προσυπογράφω την άποψη του Παπαγιώργη ότι «Αν δεν πάθεις δεν μαθαίνεις. Οι δυστυχίες φτιάχνουν τον άνθρωπο. Με τον πόνο οι χαρακτήρες εξευγενίζονται, αντίθετα τα στραβόξυλα εξαχρειώνονται».
Ο Παπαγιώργης πήρε τη ζωή του λάθος και το ομολογεί με μια ειλικρίνεια ασυνήθιστη, σχεδόν μοναδική για Έλληνα διανοούμενο, αν και δεν θα κινδύνευε να κατηγορηθεί για αυτοεπιείκεια αν πρόσθετε ότι πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι εξαρχής για τέτοια λάθη. Εν πάση περιπτώσει, η καλή μέρα δεν φαίνεται από το πρωί, αλλά ήδη από τα χαράματα, όταν ακόμη αντικρίζουμε τον κόσμο αγουροξυπνημένοι: «φιλάσθενο, μίζερο, προβληματικό παιδί», όπως λέει ο ίδιος, με το αίσθημα (που το απολάμβανε κιόλας) ότι είναι «υπεράριθμος, παιδί του Καιάδα», φοβερά ανορθόγραφος (μολονότι γιος αυστηρού δάσκαλου), αριστερόχειρας, που πλήρωσε την καταναγκαστική στροφή στη δεξιοχειρία με βραδυγλωσσία. Φοιτητής στο Παρίσι, αργότερα, ενώ γύρω του βουίζει ο Μάης του '68, κλείνεται σε μια σοφίτα και διαβάζει μανιωδώς φιλοσοφικά συγγράμματα, που «απαλλοτριώνει» από τα βιβλιοπωλεία. «Τόσο πιεστικά και τόσο άγονα δεν ξαναδιάβασα ποτέ στη ζωή μου», λέει σήμερα. Καρπός αυτής της φάσης θα είναι δυο μελέτες, για τον Πλάτωνα και τον Χάιντεγκερ, τις οποίες έχει εδώ και καιρό αποκηρύξει, γιατί, όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Διαβάζω, «όταν διάβασα το βιβλίο [για τον Χάιντεγκερ] και κατάλαβα ότι εγώ απουσίαζα, πήρα όρκο ότι θα μετανοήσω».
H μετάνοιά του, αλλά περισσότερο ίσως το αίσθημα ότι «απουσίαζε» γενικά, διαλύεται στο αλκοόλ, που τον απαλλάσσει και από το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας, τον φέρνει όμως, κοντά στα σαράντα του, ένα βήμα από τον τάφο. Και τότε όλα αλλάζουν. Ο Παπαγιώργης κέρδισε τελικά τη μάχη για τη ζωή (μα, τον ακούω να λέει, ποιος κέρδισε ποτέ τελικά αυτή τη μάχη;) και τα ελληνικά γράμματα κέρδισαν τον σημαντικότερο δοκιμιογράφο που έβγαλαν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τρόπος του λέγειν «έβγαλαν», γιατί τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον βύζαξαν τα ελληνικά γράμματα, αλλά τα παθήματά του, ο λάθος δρόμος που λέγαμε.
Ο σωστός δρόμος που βρήκε ο Παπαγιώργης για να εκφραστεί είναι η μακριά σειρά των ανθρωπολογικών δοκιμίων του, που αρχίζει, χαρακτηριστικά, με το Περί μέθης (1987), ίσως το γνωστότερο βιβλίο του, αν και πολλοί θεωρούν ότι το καλύτερο είναι, εξίσου χαρακτηριστικά, η μελέτη του για τον Ντοστογέφσκι. Όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα με συναρπαστικό τρόπο, γιατί ο συγγραφέας τους ακολουθεί μια αρχή την οποία διατυπώνει τέλεια στη συνέντευξή του στο Διαβάζω: «Δεν υπάρχει κάποιο πνευματικό ζήτημα που να μην μπορεί να εκτεθεί δραματικά - ακόμα και ένα πρόβλημα γεωμετρίας». Δραματικό δεν είναι μόνο το σχέδιο ανάπτυξης, αλλά και το ύφος: ο Παπαγιώργης αποφεύγει σχολαστικά την ξεθυμασμένη φρασεολογία του κοινόχρηστου λόγου, άλλο τόσο σχολαστικά όμως αποφεύγει την αφηρημένη, πομπώδη αλλά άσαρκη ακαδημαϊκή ορολογία, και η γλώσσα του έχει πολύ συχνά μια διαβρωτική λαϊκή εκφραστικότητα. Με τέτοια εκθαμβωτικά συγγραφικά προσόντα, βέβαια, ήταν μάλλον επόμενο να προσεχτεί λιγότερο ο «σκληρός πυρήνας» της σκέψης του Παπαγιώργη.
H οποία σκέψη επικεντρώνεται στις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, στην «ανάποδη των ανθρώπων». Οι ίδιοι οι τίτλοι ή υπότιτλοι των πρώτων «γνήσιων» έργων του είναι ενδεικτικοί: Περί μέθης, Το πάθος της ζηλοτυπίας, Οι ξυλοδαρμοί ή Μισανθρωπίας προλεγόμενα. Ουσιαστικά ο Παπαγιώργης βυθοσκοπεί το Κακό, και καλά κάνει. Όπως λέει ο ίδιος, «η ευτυχία δεν έχει βαθύτητα», γι\'αυτό η σημαντική λογοτεχνία δεν ασχολείται μαζί της (κάτι για το οποίο παραπονιόταν, άδικα όμως, προς το τέλος της ζωής του ο αγαπημένος φίλος του Παπαγιώργη Χρήστος Βακαλόπουλος). Οι ανομολόγητες, οι αθέμιτες παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής κρύβουν βασικότερες, συμπαγέστερες και σταθερότερες αλήθειες για τη φύση της, όσο δυσάρεστο και αν είναι αυτό. Ο λάθος δρόμος στη ζωή είναι ευεργετικός για τη δουλειά του συγγραφέα επειδή περνάει ακριβώς μέσα από τέτοιες αλήθειες, τις οποίες η ρηχή συνείδηση αγνοεί και η αχρεία συνείδηση δεν μπορεί να δει, γιατί τις ενσαρκώνει.
O Παπαγιώργης, όμως, μοιάζει να το πάει πιο μακριά. «Ποτέ δεν πίστεψα», λέει, «ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. H συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα». Σ'αυτό αναγγέλλεται όχι απλώς μια δυσπιστία, αλλά μια σχεδόν ιδεοληπτική άρνηση της δυνατότητας για επικοινωνιακή ειλικρίνεια, η πεποίθηση ότι πίσω από κάθε τι που φαίνεται θετικό και ευγενές κρύβεται κάτι αρνητικό και ευτελές, ότι το Κακό είναι η μόνη αλήθεια στον κόσμο και όλα τα άλλα αποτελούν «παρελκυστικές κινήσεις, ψυχικά μασκαρέματα».
Από εδώ ως τον κυνισμό δεν μένει παρά ένα βήμα. Έγραψα παλιότερα ότι στον Παπαγιώργη διακρίνει κανείς έναν κάποιο κυνισμό και μια αφ'υψηλού αντιμετώπιση της ανθρώπινης αγωνίας. Κομμάτι σοφότερος στο μεταξύ κι εγώ, αποσύρω εκείνο το «αφ'υψηλού» κ.λπ., γιατί ένας πονεμένος άνθρωπος (ο Παπαγιώργης είναι πολύ πονεμένος) δεν βλέπει ποτέ αφ'υψηλού τους άλλους, κι επιμένω για τον κυνισμό, διευκρινίζοντας όμως ότι το βήμα του Παπαγιώργη προς αυτόν μένει μετέωρο. Ο κυνικός είναι ένας απελπισμένος που θέλει να εκδικηθεί την πραγματικότητα προσπαθώντας να φαίνεται χειρότερός της. Ο Παπαγιώργης, για την ώρα, κάνει απλώς πως δέχεται τους όρους της: συμπεριφέρεται συμβατικά.
Δεν θέλω, ούτε είμαι σε θέση, να κάνω το ψυχογράφημά του (άλλωστε, ελάχιστα τον γνωρίζω προσωπικά). Υποπτεύομαι, όμως, πως εδώ βρίσκεται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, η εξήγηση της παράδοξης, για έναν άνθρωπο με τέτοια φιλοσοφία, προσήλωσής του στις παρέες και στις εξωστρεφείς διασκεδάσεις. Έτσι τείνω να εξηγήσω επίσης την, όχι λιγότερο παράδοξη, στροφή του προς τον ελληνικό «αυτοχθονισμό», η οποία εγκαινιάζεται συγγραφικά το 1997, με τη μελέτη του για τον Παπαδιαμάντη, και συνεχίζεται με τα δύο πρόσφατα δοκίμιά του για την Ελληνική Επανάσταση.
Εκείνο που τράβηξε τον Παπαγιώργη στον Παπαδιαμάντη δεν είναι η ορθοδοξία, αλλά το πνεύμα της μικρής κοινότητας, όπως την περιγράφει ο Σκιαθίτης. Μιας κοινότητας όπου οι μικρές ανθρώπινες αδυναμίες αντιμετωπίζονται με επιείκεια και κατανόηση, ενώ οι μεγάλες αμαρτίες είναι αδιανόητες, γιατί είναι άγνωστη η ύβρις της εξατομικευμένης συνείδησης, της απομάκρυνσης από το κοινοτικό ήθος. Ο Παπαγιώργης πιστεύει, μαζί με τον Τέλλο Άγρα, ότι ο Παπαδιαμάντης ήθελε έναν «ελληνισμό χωρίς εθνισμό», δηλαδή μια ιθαγενή ταυτότητα χωρίς εθνική ιδεολογία. H Επανάσταση του 1821 υπήρξε μια καταστροφή (ιστορικά αναπόφευκτη), γιατί, με μοχλό το ιδεολόγημα της αποκατεστημένης επαφής με τον πολιτισμό των «αρχαίων ημών προγόνων», προώθησε στη θέση του υγιούς ιθαγενούς κοινοτισμού ένα κράτος κακέκτυπο των δυτικών εθνικών κρατών και στη θέση του αυθεντικού ντόπιου ανθρώπου έναν τύπο Έλληνα που ήταν και παραμένει καρικατούρα του Ευρωπαίου πολίτη.
Εδώ ο Παπαγιώργης μπερδεύεται κάπως, ακριβώς επειδή παραείναι έξυπνος και σκεπτικιστής για να μην υποψιάζεται πως και αυτή η θέση αποτελεί ιδεολόγημα. Αν ο ιθαγενής κοινοτισμός ήταν τόσο υγιής, γιατί ήταν ιστορικά αναπόφευκτο να σαρωθεί; Ο Παπαγιώργης οργίζεται μεν για την απαξιωτική στάση που διαμορφώθηκε απέναντι σε κάθε τι το ντόπιο, για την περιφρόνηση προς τον «ρωμιό» ως άνθρωπο πέμπτης κατηγορίας, ως τουρκομαθημένο υπάνθρωπο. Αλλά όταν ο Κωνσταντίνος Θέμελης τον ρωτάει μήπως αυτή είναι η αλήθεια για τον ρωμιό, απαντάει: «Πιθανότατα».
Προσθέτει, βέβαια, ότι «τότε με ευρωπαϊκά εμβόλια και καταβολάδες δεν φτιάχνεις κοινωνία». Τι γίνεται, όμως, αν πρέπει να τη φτιάξεις, γιατί δεν έχεις άλλη ιστορική επιλογή; Με τέτοιες καταβολάδες και με αντίστοιχα ιδεολογήματα φτιάχτηκαν αρκετά άλλα έθνη που προχώρησαν περισσότερο από εμάς, τόσο ώστε να μην έχουν πια ανάγκη τη διαρκή αναφορά στους ιδρυτικούς μύθους τους. Ο ίδιος ο Παπαγιώργης, μιλώντας στο Διαβάζω για τον προτεσταντισμό, λέει ότι ήταν μια επανάσταση ανυπολόγιστα μεγαλύτερη από τη γαλλική, διότι «στρέφει τον άνθρωπο προς την εργασία και του χαρίζει ένα αχανές αυτεξούσιο, [οπότε] αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί οι προτεστάντες πρόκοψαν τόσο πολύ, ενώ οι ορθόδοξοι της Ανατολής - στη Ρωσία για παράδειγμα - παγιδεύτηκαν». Όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Ελλάδα του Παπαδιαμάντη.
Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα που συνειδητοποίησε ο Στέλιος Ράμφος, και προσπαθεί από τότε να βρει στην ορθόδοξη παράδοση στοιχεία που θα μπορούσαν να ευνοήσουν έναν επαναστατικό πνευματικό αναπροσανατολισμό ανάλογο εκείνου που επέφερε ο προτεσταντισμός. Ο Παπαγιώργης αντιλαμβάνεται πολύ καλά το δίλημμα, όπως δείχνουν οι αντιφατικές δηλώσεις του που παρέθεσα. Αλλά ανάμεσα σε δύο ιδεολογήματα, ένα εκσυγχρονιστικό κι ένα παραδοσιοκρατικό, προτιμά εκείνο που δεν αφήνει περιθώρια για επικίνδυνες περιπλανήσεις μιας ξεμοναχιασμένης συνείδησης, από τις οποίες τόσα και τόσα τράβηξε ο ίδιος. Αυτό είναι το σημείο συμβολής της προσωπικής περιπέτειάς του με τις περιπέτειες των ιδεών στη σύγχρονη Ελλάδα.
Το είπα και πρόσφατα, με αφορμή αυτό το βιβλίο: σημασία δεν έχει τόσο τι λένε οι άνθρωποι όσο γιατί το λένε. Οι απαντήσεις που δίνει ο Παπαγιώργης έχουν λιγότερη σημασία από τη γενεαλογία των ερωτήσεων τις οποίες αναγκάστηκε να θέσει στον εαυτό του. Και κανένας Έλληνας στοχαστής δεν μίλησε ως τώρα με τόση παρρησία, τόση διεισδυτικότητα και τόση μαεστρία για ένα τόσο πολύπλοκο και τόσο ερεβώδες θέμα