Πείθομαι όλο και περισσότερο ότι ο κόσμος θέλει να μου πει κάτι, να μου στείλει μηνύματα, αγγέλματα, σήματα… Νωρίς το πρωί πήγα στο μετεωρολογικό παρατηρητήριο, ανέβηκα στο ξύλινο βάθρο και έμεινα εκεί όρθιος, ν’ ακούω το τικ τακ των διάφορων οργάνων σαν να ήταν μια ουράνια μουσική. Ο άνεμος διαπερνούσε τον πρωινό ουρανό παίρνοντας μαζί του ελαφρά συννεφάκια. Τα συννεφάκια έπαιρναν τη μορφή θυσάνων, ύστερα σωρειτών. Γύρω στις εννιάμισι ξέσπασε μια βροχή και το βροχόμετρο σημείωσε κάποια εκατοστόλιτρα. Ακολούθησε ένα σύντομο, μικρό ουράνιο τόξο, μετά ο ουρανός σκοτείνιασε ακόμα μια φορά, ο δείχτης του βαρόμετρου άρχισε να κατεβαίνει και να σχεδιάζει στο χαρτί μια σχεδόν κάθετη γραμμή. Ύστερα βούιξε μια βροντή και άρχισε να πέφτει χαλάζι. Εγώ, εκεί πάνω στην κορυφή, ένιωθα σαν να κρατούσα στο χέρι μου τα ξαστερώματα και τις καταιγίδες, τους κεραυνούς και τις αντάρες: όχι σαν ένας θεός, μη με νομίζετε τρελό, δεν ένιωθα σαν το νεφεληγερέτη Δία, αλλά κάτι σαν διευθυντής ορχήστρας που έχει μπροστά του μια ήδη γραμμένη παρτιτούρα, και ξέρει ότι οι ήχοι που βγαίνουν από τα διάφορα όργανα συμφωνούν μ’ ένα σχέδιο του οποίου αυτός είναι ο μόνος προστάτης και θεματοφύλακας. Η λαμαρίνα της στέγης αντηχούσε όπως αντηχεί ένα ταμπούρλο κάτω από καταιγισμό χτυπημάτων. Το ανεμόμετρο στροβιλιζόταν… τούτο το σύμπαν, το γεμάτο ξεσπάσματα κι εκρήξεις μπορούσε να μεταφραστεί σε αριθμούς που καταχωρούσα στα κατάστιχα. Μια υπέρτατη γαλήνη κυριαρχούσε στο γενικό κατακλυσμό. Σ’ εκείνη τη στιγμή της ολοκλήρωσης και της αρμονίας ένα τρίξιμο μ’ έκανε να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Κουλουριασμένος ανάμεσα στα σκαλιά του βάθρου και τις κολόνες του υπόστεγου, ήταν ένας αξύριστος άνδρας, ντυμένος με μια χοντροκομμένη ριγέ στολή μουσκεμένη απ’ τη βροχή. Με κοίταξε μ’ ένα καθαρό, σταθερό βλέμμα.
-Δραπέτευσα, είπε. Μη με καρφώνετε. Θα πρέπει να πάτε να ειδοποιήσετε ένα άτομο. Θέλετε; Βρίσκεται στο ξενοδοχείο τοθ Θαλάσσιου Κρίνου. Αμέσως ένιωσα ότι σ’ εκείνη την τέλεια αρμονία του σύμπαντος είχε ανοίξει ένα ρήγμα, ένα αγεφύρωτο χάσμα [αποσπάσματα από το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο ΑΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ… εκδόσεις Αστάρτη 1982. Η ατμόσφαιρα αυτού του βιβλίου είναι χιλιάδες βιβλία μαζί. Όσο για τους ήρωες του… μα είσαι εσύ, αναγνώστη κι εσύ, αναγνώστρια που ζείτε την ερωτική περιπέτεια της ανάγνωσης και τη μυθιστορηματική περιπέτεια του έρωτά σας - ART WORK: Quint-Buchholz]:
Ο ΑΔΙΟΡΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ (αποσπάσματα από το 4οκεφάλαιο)
Το διάβασμα είναι πάντα η ίδια υπόθεση: υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή… και μέσα από αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο
Το διάβασμα, λέει ο καθηγητής, είναι πάντα η ίδια υπόθεση: υπάρχει κάτι που είναι εκεί, ένα πράγμα φτιαγμένο από γραφή, ένα στερεό, υλικό αντικείμενο που κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει, και μέσα από αυτό το πράγμα έρχεσαι ν’ αναμετρηθείς με κάτι άλλο που δεν είναι μπροστά σου, κάτι διαφορετικό που ανήκει στο μη υλικό, στον αδιόρατο κόσμο, έναν κόσμο που υπάρχει μονάχα στο μυαλό μας, στη φαντασία μας ή έναν κόσμο που ίσως κάποτε να υπήρξε και τώρα πια δεν υπάρχει γιατί χάθηκε, γιατί είναι απλησίαστος, εκεί στη χώρα των νεκρών…
Ίσως όμως να μην βρίσκεται μπροστά μας γιατί ακόμα δεν υπάρχει, γιατί είναι κάτι το επιθυμητό, κάτι που φοβόμαστε, κάτι το πιθανό ή το απίθανο– λέει η Λουντιμίλα – γιατί το διάβασμα είναι η συνάντηση με κάτι που πρόκειται να υπάρξει, αλλά ακόμα κανείς δεν ξέρει αν τελικά θα υπάρξει… (Να, τώρα βλέπεις την Αναγνώστρια απασχολημένη ν’ αγναντεύει, πέρα από τα περιθώρια της τυπωμένης σελίδας, τα πλοία των σωτήρων ή των κατακτητών να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα, στις τρικυμίες…). Το βιβλίο που τώρα θα ήθελα να διαβάσω είναι ένα μυθιστόρημα όπου κανείς θα νιώθει την ιστορία που έρχεται σαν ένα θολό μπουμπουνητό, σαν την ιστορία του ανθρώπινου πεπρωμένου, ένα μυθιστόρημα που θα σου δίνει την αίσθηση ότι ζεις μια ταραχή που ακόμα δεν έχει όνομα, δεν πήρε σχήμα…
ΤΕΤΑΡΤΗ ΒΡΑΔΥ. Κάθε βράδυ περνώ τις πρώτες ώρες της νύχτας γράφοντας αυτές τις σελίδες που δεν ξέρω αν θα διαβάσει ποτέ κανένας. Ο γυάλινος γλόμπος του δωματίου μου στο Πανδοχείο φωτίζει τη ροή της γραφής μου που είναι ίσως υπερβολικά νευρική για να μπορέσει ποτέ να τη διαβάσει ένας μελλοντικός αναγνώστης. Ίσως αυτό το ημερολόγιο να ξαναβγεί στο φως πολλά και πολλά χρόνια μετά το θάνατό μου, όταν η γλώσσα μας θα έχει υποστεί ποιος ξέρει πόσες αλλαγές, και κάποιες λέξεις και εκφράσεις που εγώ χρησιμοποιώ σωστά, θα ακούγονται περίεργα και δεν θα τις χρησιμοποιεί κανείς. Όποιος, πάντως, βρει το ημερολόγιο μου θα έχει μια σίγουρη υπεροχή σε σχέση μ’ εμένα: από μια ήδη γραμμένη γλώσσα μπορεί πάντοτε, ο οποιοσδήποτε να εκμαιεύσει ένα λεξιλόγιο και μια γραμματική, ν’ απομονώσει φράσεις, να τις μεταγράψει ή να τις παραφράσει σε μια άλλη γλώσσα, ενώ εγώ προσπαθώ να διαβάσω, στην ακολουθία των πραγμάτων που καθημερινά παρουσιάζονται μπροστά μου, τις προθέσεις του κόσμου για τον εαυτό μου, και προχωρώ ψηλαφητά ξέροντας πως δεν μπορεί να υπάρξει κανένα λεξιλόγιο ικανό να μεταφράσει σε λέξεις το βάρος των σκοτεινών υπαινιγμών που σφραγίζει τα πράγματα. Θα ήθελα αυτό το φτερούγισμα των προαισθήσεων και των αμφιβολιών να φτάσει σε όποιον θα με διαβάσει όχι σαν ένα τυχαίο εμπόδιο στην κατανόηση όσων γράφω αλλά σαν η ίδια η ουσία. Κι αν η πορεία των σκέψεών μου φανεί φευγαλέα σε όποιον προσπαθήσει να την ακολουθήσει ξεκινώντας από ριζικά διαφορετικές διανοητικές συνήθειες, το σημαντικό είναι να του γίνει κατανοητή η προσπάθεια που κάνω για να διαβάσω πίσω από τις γραμμές των πραγμάτων τη σημασία των μελλούμενων, μια σημασία που ακόμα μου διαφεύγει.
[Απελευθερώνεσαι με γρήγορα ζιγκ ζαγκ, και με ένα πηδηματάκι μπαίνεις στην ακρόπολη των Καινούργιων Βιβλίων Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Σε Ελκύουν. Αλλά και στο εσωτερικό αυτού του οχυρού μπορείς να προκαλέσεις ρήγματα ανάμεσα στα στίφη των υπερασπιστών του, χωρίζοντας αυτούς τους τελευταίους σε Καινούργια Βιβλία Των οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Δεν Είναι Νέα (για σένα, βέβαια, ισχύει μονάχα το διαζευκτικό ή) και σε Καινούργια Βιβλία Των Οποίων Ο Συγγραφέας Ή Το Θέμα Είναι Εντελώς Άγνωστα(τουλάχιστο σε σένα), και να προσδιορίσεις ακριβώς την έλξη που αυτά εξασκούν πάνω σου, στη βάση των επιθυμιών σου και των αναγκών σου για το καινούριο και για το όχι καινούριο (για το καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο όχι καινούριο και για το όχι καινούριο που ψάχνεις να βρεις στο καινούριο).]