ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Μη με πιστεύετε!.. Ήταν Ιούλιος που πήγα στα πράσινα νερά· ίσαμε τότε τα έβλεπα από μακριά κι όλο έλεγα, να πάω, να πάω στα πράσινα νερά – μα δεν πήγαινα. Ώσπου κάποτε ήρθε ένα χάραμα που ξεκίνησα.Μη με πιστεύετε…Μπήκα γυμνός στη θάλασσα κι άρχισα να πηγαίνω· και μέσα μου μια αγωνία με κεντούσε, πως τα πράσινα νερά θα βγούνε ένα ακόμη ψέμα, μια φενάκη κοντά στις άλλες. Και μαζί με τούτη την αγωνία με γέμιζε και μια βουβή λαχτάρα, ότι στο τέλος θα συναντιόμασταν. Μη με πιστεύετε…Κολύμπαγα για ώρες, πόσες δεν ξέρω. Κι όλο και περισσότερο κυριευόμουν από αυτό που ήθελα – κι όλο θάμπωνε ο γύρω μου κόσμος. Τα πράσινα νερά, τα πράσινα νερά – αυτό είχα στο νου μου μονάχα…Κάποτε γίναν ήσυχα τα νερά – σαν λάδι. Έβαλα τα μάτια μου πάνω στην ακμή τους – η μισή κόρη ήταν στο νερό κι η μισή έξω από αυτό. Κι έβλεπα αυτή την ανύπαρκτη γραμμή, τόσο που μπήκα μέσα της…Μη με πιστεύετε…Μπορεί να ήταν ύπνος, μπορεί θάνατος, μπορεί το τίποτε – δεν ξέρω. Μονάχα ένιωσα μια τρομερή επιθυμία – που θέριευε όλο και περισσότερο. Και προσπάθησα να φωνάξω, να βογκήξω, να σπαρταρίξω. Μα δεν μπορούσα… Μη με πιστεύετε. Μη με πιστεύετε. Μη με πιστεύετε…Κι έξαφνα κατάλαβα πως είχα τόσο πυρώσει, που θα έσβηνα. Κι είδα τον εαυτό μου να σβήνει, όπως σβήνουνε τα αστέρια μέσα στη νύχτα. Κι άνοιξα τότε τα μάτια μου: ήμουνα στα πράσινα νερά. Κι ακόμη: δεν ήμουν μόνος… Κολυμπούσε μπροστά μου – τα μαλλιά της άπλωναν μέσα στο νερό. Ήτανε πράσινα τα μάτια της – σαν το νερό. Κι άκουγα τα πάντα – ακόμη και το βλέμμα της πάνω μου. Υπήρχα, λοιπόν.Έκανα να πάω προς το μέρος της – κάποτε βγήκαμε σε μια ξέρα. Ήμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Έξαφνα κοίταξα γύρω μου τα νερά – είχαν γεμίσει σπασμένα ρόδια με μπλε σπόρια. Και στο κέντρο κάθε ροδιού χτυπούσε μια ανθρώπινη καρδιά. Ο κόσμος ήταν ανάποδος πια – το ίδιο και ο χρόνος.Γύρισα τότε προς την κοπέλα και της είπα:Εσύ είσαι το τέλος…(Έχει μικρό δέλτα και ξελέει την αλήθεια).Αχ, μαζί σου να ζήσω την παλιά ιστορία με τα μελένια λεμόνια.Γέλασε τότε η γυμνόστηθη κόρη – γύρω της ταράχτηκαν τα πράσινα νερά. Κι έπιασε κατόπιν τα βυζιά της και μου είπε: άσε στην άκρη τα λόγια –τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια!.. Τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια… Μη με πιστεύετε [αποσπάσματα από ΤΑ ΜΕΛΕΝΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ… του Θανάση Τριαρίδη]
ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Η ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΗ – ΜΙΑ ΑΝΑΓΚΗ 1. Η Αιματοβαμμένη
Γράφω για την Αιματοβαμμένη δίχως να ξέρω τι πράττω, κι αν υπηρετώ την αγάπη· νιώθω όμως πως έχουν περισσέψει τα ψέματα – το χειρότερο, έχουν περισσέψει οι φωτιές που ανάβουνε στο όνομα της αγάπης. Και καθώς έτυχε να φτάσει στα αφτιά μου μαρτυρία που κρατάει από εκείνους που περπάτησαν μαζί με τον Ραββουνί, την εξομολογούμαι προτού θαφτώ κι εγώ στη στάχτη των ψεμάτων. Γιατί γι'αυτήν την Αιματοβαμμένη γεννήθηκε ο Ιησούς και όχι για όσα είπανε. Και τέλειωσε μαζί της – μαζί με τη Γεθσημανή, η οποία δεν ήτανε κήπος μα ζωντανό πλάσμα που δώριζε τρόμο κι ελευθερία. Και το όνομά της, δεν σήμαινε, βέβαια, τον τόπο που βγάζουν το λάδι από τις ελιές, μα εκείνην που κάνει τις ελιές να ματώσουν
κι έπειτα πίνει το αίμα και τρέφεται από αυτό.
Για τη Γεθσημανή έγραφαν από αιώνες τα μυστικά βιβλία των προφητών –αυτά που τώρα έχουν εξαφανιστεί. Είχε κεφάλι και στήθη γυναίκας, σώμα και πόδια λέαινας και κατακόκκινα φτερά αετού. Είχε γεννηθεί από το αίμα δύο δίδυμων αδελφιών, αγοριού και κοριτσιού, που είχαν ερωτευτεί αναμεταξύ τους. Όταν το κατάλαβε ο πατέρας τους, τους αποκεφάλισε την ώρα του ύπνου με τον πέλεκυ, για να αποτρέψει την αδελφομιξία. Όμως το αίμα του κοριτσιού έκανε ρυάκι ως το δωμάτιο του αγοριού και ενώθηκε με το δικό του. Μια σταγόνα από αυτό το σμιγμένο αίμα την πήρε λευκός αετός με τη φτερούγα του και την έσταξε στη γαστέρα μιας λέαινας. Ήταν μια λέαινα που δεν τη ζευγάρωναν τα λιοντάρια καθώς ήταν τόσο άγρια που τους ξερίζωνε την καρδιά. Κι από την κοιλιά της λέαινας γεννήθηκε εκείνη η Γεθσημανή, που ήταν γυναίκα και τέρας και φάντασμα και απέθαντο στοιχειό του κόσμου.
Η Γεθσημανή μεγάλωσε μαζί με τα λιοντάρια – γρήγορα όμως το ένιωσε πως ήταν πλάσμα διαφορετικό. Κάποτε αποφάσισε να φύγει με τον άνεμο για να βρει τη λαχτάρα της· άρχισε να πετά με τα κατακόκκινα φτερά της πάνω από τα βουνά, τα δάση και τους κάμπους. Σε μια χαράδρα άκουσε μια θεσπέσια μουσική– ήτανε ένας βοσκός που έπαιζε φλογέρα πλάι σε έναν ποταμό. Κατέβηκε ερεθισμένη και τον ζύγωσε· στη θωριά της η φλογέρα μουγγάθηκε – ο βοσκός μαγεύτηκε τόσο από την ομορφιά εκείνου του πλάσματος που δεν μπορούσε να φυσήξει τον αέρα από τα πνευμόνια του. Της μίλησε με μάτια θολά παλεύοντας να βρει τα λόγια του: «Κόρη, που υπάρχεις μονάχα στα όνειρα, αγκάλιασέ με». Τότε θέριεψε η λαχτάρα μέσα στη Γεθσημανή και όρμησε και τον αγκάλιασε. Με ένα φιλί στο στήθος του του κατασπάραξε την καρδιά. Και με το τρομερό αγκάλιασμά της τον έκανε χίλια κομμάτια. Γέμισε ο ποταμός με αίματα.
Ήτανε η αρχή· από τότε η Γεθσημανή άρχισε να γυρίζει τον κόσμο και να σμίγει με τους ανθρώπους. Κι ήτανε τόσο έξαλλο το αγκάλιασμά της που έτρωγε την καρδιά τους και τους διαμέλιζε, σκορπώντας τα κομμάτια τους πέρα-δώθε. Κι ήτανε τόσο όμορφη και τόσο ποθητή, που όποιος την έβλεπε, μόλο που ήξερε τι τον περίμενε, ξεχνούσε τα πάντα και γύρευε να αγκαλιαστεί μαζί της. Κι αυτή πετούσε στους τόπους και στους αιώνες με τα τρομερά φτερά της – και την υπηρετούσαν τρεις τυφλοί, οι μόνοι που δεν μπορούσαν να δουν την ομορφιά της και να θελήσουν το χαμό τους. Είχε γίνει ο τρόμος μα και η κρυφή ελπίδα των ανθρώπων: το αντάμωμα μαζί της ήτανε μαζί κατάρα και ευχή. Άντρες και γυναίκες τρέμανε πως θα δούνε την Αιματοβαμμένη – όμως όταν τη βλέπανeελευθερώνονταν από τον φόβο. Κι έτσι την ξέρανε στα πέρατα του κόσμου. Στην Ελλάδα την ονόμασαν Σφίγγα· μα και εκεί οι ποιητές έγραψαν τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι γίνανε – για να κρατούνε σκλάβους τους ανθρώπους.
Κάποτε ο Θεός έστειλε τον πρώτο του άγγελο, τον Εωσφόρο, να σκοτώσει την Γεθσημανή, που μάγευε τους ανθρώπους και τους έκανε να ξεχνούνε τον Κύριό τους – να της κόψει το κεφάλι με τη σπάθα του. Κι αυτός, αόρατος και ταχύτερος από τις ηλιαχτίδες, ξεκίνησε να εκτελέσει την εντολή του. Μα μόλις είδε την αιματοβαμμένη Γεθσημανή, έχασε τον νου του από την ομορφιά της. Αντί να της κόψει το κεφάλι, πέταξε τη σπάθα του στο κέντρο της θαλάσσης και όρμησε να αγκαλιαστεί μαζί της. Μα, άγγελος καθώς ήταν, δεν είχε καρδιά και σώμα να του σπαράξει το τέρας. Κι έτσι, μην έχοντας άλλη διέξοδο, ζήτησε από τον Θεό να του δώσει σάρκα, για να αγκαλιαστεί μαζί της – κι ας πέθαινε. Μα ο Θεός, έξαλλος από την ανυπακοή του, του το αρνήθηκε. Και τότε εκείνος, ο πρώτος άγγελος, κήρυξε ανυπακοή στον Κύριό του· γύρεψε το πιο βαθύ και πιο μαύρο πηγάδι του κόσμου και χώθηκε για πάντα εκεί, για να μείνει μονάχος με την ανεκπλήρωτη λαχτάρα του. Αυτή ήταν η αληθινή αιτία που έφυγε ο Εωσφόρος από τον Θεό κι όχι τα άλλα που λέγονται.
Από τούτο το γεγονός φαίνεται πως γεννήθηκε και η παμπάλαια προφητεία: πως ο Θεός θα γίνει απόλυτος κυρίαρχος του σύμπαντος κόσμου, μονάχα όταν αφανιστεί η Γεθσημανή. Και πολλοί ανακήρυξαν τους εαυτούς τους στρατιώτες του Θεού και βάλθηκαν να σκοτώσουν τη Γεθσημανή. Και φορούσαν πανοπλίες και δέναν τα μάτια τους για να μη λωλαθούν από την ομορφιά της, και ξαμολιούνταν στις φοβερές νύχτες και τις ακατονόμαστες σκοτεινιές, για να τη βρουν απέναντί τους και να τη ρημάξουν με τα σιδερένια όπλα τους. Μα όταν την έβρισκαν και στέκονταν μπροστά της, οι άνεμοι σφύριζαν και τα σίδερα έλιωναν και τα τόξα τους έσπαζαν και λυνόταν το πανί από τα μάτια τους. Και οι άνθρωποι απομέναν γυμνοί και αγκαλιάζονταν με την Αιματοβαμμένη.
Τότε φάνηκαν καινούργιες προφητείες: πως ήταν κοντά η βασιλεία του Θεού – άρα ήταν κοντά και ο αφανισμός του τέρατος. Και πως, για να πεθάνει το τέρας, έπρεπε να της αρνηθεί θνητός το σμίξιμο μαζί της. Τότε, έλεγε η προφητεία, μην έχοντας άλλον να κομματιάσει, θα κομμάτιαζε τον ίδιο της τον εαυτό. Κι έτσι θα τέλειωνε, θα αφανιζόταν από το πρόσωπο της γης. Αυτό έλεγαν οι παλιές προφητείες, άρα αυτό ήταν το σχέδιο του Θεού για εκείνον που θα χαλούσε την Αιματοβαμμένη.
Για να τον γεννήσει διαλέχτηκε η γυναίκα ενός μαραγκού – μια ονειροπαρμένη παιδούλα· ένας άγγελος γεμάτος φοβερό φως τη διέταξε να μυρίσει τον λευκό κρίνο με το σπέρμα του Θεού. Κι έπειτα γεννήθηκε ο γιος του: εκείνος που ήταν και Θεός και άνθρωπος. Και που γινόταν να έχει σάρκα και να μην έχει. Αυτός, λοιπόν, θα γινόταν ο Ραββουνί και θα γιάτρευε τους τυφλούς και θα παρηγορούσε τους απελπισμένους. Και νομίζοντάς τον για δικό της, η Γεθσημανή θα ζητούσε να σμίξουνε. Μα την κρίσιμη ώρα, εκείνος θα γινόταν ασώματος, μια άδεια σκιά, και θα την άφηνε να κομματιαστεί. Κι έτσι θα την αφάνιζε. Αυτό ήτανε το θεϊκό σχέδιο – για αυτό γεννήθηκε ο γιος της Μαρίας.
Ό,τι διαβάζετε, λοιπόν, για εκείνον τον Ραββουνί και για το τέλος του να ξέρετε πως γράφτηκε για να κουκουλώσει την αλήθεια. Με ψέματα ντύνουν την λεμονιά κυπαρίσσι και κόβουν τα μελένια λεμόνια και τα σφάζουνε και τα βάζουν στη φωτιά. Και λένε ότι εκείνος δίδασκε πως όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου, ενώ στην πραγματικότητα εκείνος γύρευε να σμίξει μαζί με αυτούς που δεν ήταν μαζί του. Κι αν κάποιος γράψει άλλα από αυτά που αποφάσισαν, τον σκοτώνουν και εξαφανίζουν το γραπτό του – κι αν δεν μπορούν να το εξαφανίσουν, κόβουν όσα δεν επιτρέπουν. Και χουγιάζουν τους ανθρώπους με τελικές κρίσεις και διαβόλους και πύρινες λίμνες, για να τους έχουν σκλάβους τους και να τους κάνουν μαστιγωτές. Και αποκαλούν τέρας ό,τι δεν υπακούει στις εντολές και τις οδηγίες τους. Και τρέμουν των ανθρώπων το παράφορο αίμα. Και τρέμουν άμα κάποιος αναρωτιέται για το τι συνέβη και πώς.
Γιατί ο Ραββουνί συναντήθηκε με την Αιματοβαμμένη, και τα πράγματα δεν έγιναν όπως ήταν το σχέδιο του Θεού, μα αλλιώτικα…
ΒΙΒΛΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Ήταν ένα βράδυ που έσκασαν τα λευκά τριαντάφυλλα κι είδα στην καρδιά τους το αίμα του Θεού. Το περίμενα να είναι θαμπό χρυσό, παχύρρευστο σαν τον υδράργυρο – όμως όχι. Ήτανε μοβ και κάπως διάφανο, μύριζε θεσπέσια –όπως στις παλιές ιστορίες. Κι άρχισα να τρέχω ανάμεσα στα σκασμένα ρόδα, θαρρώντας πως είχε έρθει η ώρα να ενωθώ με τον Θεό.
Κι από τα σκασμένα τριαντάφυλλα άρχισε να αναβλύζει το μοβ αίμα – να γίνεται άγριος ασταμάτητος ποταμός. Και, δίχως να καταλάβω το πότε, γέμισε τον μισό κόσμο. Μια μοβ θάλασσα που ευωδίαζε – ίδια η αθανασία. Ναι, είχε έρθει η ώρα να πνιγώ.
Τότε άκουσα έναν ήχο και γύρισα προς την άλλη πλευρά. Κι είδα μια θεσπέσια κόρη που έβηχε αίμα. Περπατούσε προς το μέρος μου. Στα πενήντα μέτρα σταμάτησε και μου φώναξε: «Δες τα, λοιπόν, δες τα όλα».
Και είδα. Πρώτα ήρθαν η δελφίνα κι ο δέλφινας που είχαμε δει στ'ανοιχτά της Μακραφού. Τους είχανε κομματιασμένους στο βράχο με τα πέτρινα σπαθιά. Κι όλοι είπαν πως, για να αυτοκτονήσουν δυο π'αγαπιούνται, θα πρέπει να δαιμονίστηκαν. Κι όταν πήγαμε την άλλη μέρα το πρωί για να τους θάψουμε, δεν τους βρήκαμε πάνω στα βράχια. Να τους είχε πάρει πίσω η θάλασσα, δεν γινότανε. Άρα κάποιος τούς είχε κλέψει - ίσως κανένας σταλμένος με φτερά.
Κι όμως, τόσα χρόνια μετά, ξαναφάνηκαν κι οι δυο τους· πετάχτηκαν από το πουθενά – ή μήπως μέσα απ'το στήθος μου. Με ένα φοβερό άλμα έπεσαν στη γη. Είχανε να σπαρταρήσουν μιαν ακόμη φορά, πριν να πεθάνουν οριστικά. Και σε τούτο το στερνό σπαρτάρισμα βγήκε από το στόμα τους το μαύρο αίμα. Και το αίμα αυτό έγινε λίμνη. Και τότε ήρθαν άνθρωποι πολλοί, αναρίθμητοι, αγόρια και κορίτσια στεφανωμένα με φίδια. Ήσαν γυμνοί και στάθηκαν γύρω από τη λίμνη του μαύρου αίματος. Και μπρουμύτισαν κι ήπιαν από το αίμα αυτό.
Κι έπειτα εκείνοι οι φιδοστεφανωμένοι άρχισαν να αγκαλιάζονται και να χαϊδεύονται και να σμίγουνε. Και να φωνάζουν ελελεύ και να βγάζουν κραυγές χαράς. Και τότε φάνηκαν οι δολοφόνοι. Ήταν ατέλειωτη σειρά· έρχονταν μπροστά μου και μου γλείφαν τα χέρια. Κι έπειτα πετούσαν τα ρούχα τους και έμπαιναν μέσα στους φιδοστεφανωμένους. Κι εκείνοι τους υποδέχονταν με χλωρά διαμάντια, μαλακά σαν φύλλα μολόχας.
Τότε η φυματική κόρη μού είπε τη στερνή της κουβέντα: «Από το βήχα των τεράτων ανασαίνουν οι άνθρωποι»… Τότε ήταν που ακούστηκε ο μεγάλος κρότος από ψηλά. Σαν να χαλούσε ο ουρανός. Κι ήρθαν άγγελοι με καλοακονισμένα σπαθιά στα χέρια – κι έλαμπαν τόσο πολύ, που το κατάλαβα πως ετοίμαζαν θανατικό. Και στάθηκαν σε παράταξη μάχης, απέναντι στους φιδοστεφανωμένους.
Και περίμενα να ακουστεί σάλπιγγα και να αρχίσει επίθεση. Και φοβόμουνα. Μα αντί για σάλπιγγα άκουσα μια μυριόστομη φωνή από τους γυμνούς που είχαν τα φίδια στα μαλλιά: «Η αρχόντισσά μας, η Γοργώ, η ελευθερώτρια Μέδουσα. Ελελεύ!» Και κάτι σαν στρόβιλος φάνηκε ανάμεσά τους. Αμέσως έκλεισα τα μάτια.
Την ένιωσα να έρχεται προς το μέρος μου. Άπλωσα τα χέρια μου, άγγιξα τα δικά της. Και τότε κατάλαβα πως οι ψεύτες είπαν ότι πετρώνει τούτη η Μέδουσα – στην πραγματικότητα ελευθερώνει. Κι άνοιξα τα μάτια κι άνοιξα τα χείλη για να φιληθούμε. Είχαμε φτάσει τόσο κοντά.
Τότε κατέβηκε από ψηλά ο ξανθός αρχάγγελος. Ήταν πανέμορφος κι είχε γαλάζια άδεια μάτια· και βαστούσε με τα δυο χέρια την ατσαλένια σπάθα – ήταν η σπάθη της δικαιοσύνης. Σήκωσε, λοιπόν, τούτη τη σπάθη και μεμιάς έκοψε το κεφάλι της Μέδουσας. Μισή ανάσα να αργούσε θα 'χαμε φιληθεί.
Κι η Γοργώ έπεσε με τα φίδια της και τις μέσα της φλόγες στη μαύρη λίμνη. Έπειτα άρχισε το μακελειό. Οι άγγελοι με τις σπάθες –που καθεμιά τους ήταν η σπάθη της δικαιοσύνης– άρχισαν να σφάζουν τους γυμνούς φιδοστεφανωμένους. Κόβανε κεφάλια, λαιμούς, καρωτίδες, χέρια, πόδια και ορθωμένους φαλλούς, σχίζαν κοιλιές και πετούσαν εντόσθια στον αέρα. Και οι γυμνοί σμίγανε και χαϊδεύονταν και γαμιόντουσαν, και οι άγγελοι τους πετσόκοβαν. Μέχρι που τους έσφαξαν όλους. Κι όλο το αίμα των σφαγμένων πήγε στη μαύρη λίμνη. Και η λίμνη έγινε θάλασσα. Μια μαύρη θάλασσα πλάι στη μοβ.
Και τότε ήρθε μπροστά μου ο ξανθός αρχάγγελος – ο αρχισφαγιαστής. Και κρατώντας τη ματωμένη σπάθη, άνοιξε τα χέρια και μου είπε: «Από εδώ είναι ο Παράδεισος, από εκεί η Κόλαση». Και για Παράδεισο μου έδειξε με τη ματωμένη σπάθα τη μοβ θάλασσα.
Κοίταξα γύρω-γύρω. Στ'αλήθεια ο κόσμος είχε γίνει δυο θάλασσες. Μια που 'χε γεννηθεί από το αίμα του Θεού και μια που 'χε γεννηθεί από το αίμα των δελφινιών, της Γοργώς και των φιδοστεφανωμένων ανθρώπων.
Κι ήμουν ολομόναχος – πατούσα πια σ'έναν ελάχιστο βράχο. Κι όλο το νερό ανέβαινε και ζύγωνε τις φτέρνες μου. Γύρισα στον ουρανό να δω τα πουλιά. Μα πάνωθέ μου δεν υπήρχε ουρανός. Ένα διάφανο κενό – τίποτε άλλο.
Και τότε κατάλαβα πως ήμουν στο απόλυτο ενδιάμεσο. Από τη μια η διάφανη μοβ θάλασσα· από την άλλη η πηχτή και μαύρη. Ο βράχος μου βούλιαζε. Έπρεπε να διαλέξω: το μοβ αίμα ή το μαύρο αίμα – σαν το αρχαίο παραμύθι με τους δυο δρόμους.
Σκέφτηκα πως έπρεπε να διαλέξω το αίμα του Θεού· οι μαστιγωτές λένε πως τούτο το αίμα είναι ο λόγος και ο σκοπός της ύπαρξής μας. Μέσα στο μοβ διάφανο θα έβλεπα πού πατάω, θα πρόσεχα τις κοφτερές πέτρες – κυρίως στο μοβ διάφανο δεν είχε αχινούς, σμέρνες και καρχαρίες. Ω ναι: πια δεν θα με λύσσαγαν όλες εκείνες οι φαρμακερές τις αμαρτίες που τρύπωναν την ψυχή μου. Κι η μυρωδιά ήταν υπέροχη· σαν να 'χε ανθίσει η θάλασσα. Θα έκανα μιαν απλωτή και θα ήμουν πια σίγουρος – κανένας πονηρός δεν θα με κέρδιζε. Δεν θα ξαναγινόμουν δολοφόνος.
Κι έτσι αθάνατος θα έπλεα μέσα στην καλοσύνη. Η άλλη θάλασσα είχε την αποφορά του σφαγείου. Ήταν πηχτό κι απειλητικό σαν πίσσα – θα με ρουφούσε μέσα του. Τι κι αν εκεί χάθηκαν η δελφί να κι ο δέλφινας – τι κι αν βούλιαξε εκεί η φυματική κόρη; Πώς θα μπορούσα να μπω μέσα στο ατέλειωτο μαύρο αίμα των στεφανωμένων με φίδια ανθρώπων; Εκεί οι φαρμακεροί αχινοί, κι οι σμέρνες κι οι καρχαρίες κι ο διάβολος. Εκεί όλα.
Ήμουν στη μέση του κόσμου και αποφάσιζα. Προσπάθησα να δω τον ορίζοντα της μοβ διάφανης θάλασσας. Εκεί στέκονταν οι ξανθοί άγγελοι· βαστούσαν άρπα στο ένα χέρι και στο άλλο τη ματωμένη σπάθη της δικαιοσύνης. Αυτοί θα επέβλεπαν την καλοσύνη. Έπειτα γύρισα να δω τον ορίζοντα της μαύρης θάλασσας. Μα δεν υπήρχε ορίζοντας. Μονάχα το σκοτάδι.
Και τότε σκέφτηκα τον στερνό λόγο της κόρης. Από το βήχα των τεράτων ανασαίνουν οι άνθρωποι. Και μου φάνηκε πως άκουσα ξανά εκείνον το βήχα. Κι άκουσα σφύριγμα φιδιών. Κι άκουσα ρόγχο μάταιης αγάπης. Και λαχανιάσματα.
Κι ο νους μου πήγε στο λόφο με τις ελιές. Εκεί που όλο λένε λένε τα τυφλά ετοιμοθάνατα πουλιά. Πως κάποιος πήγε κόντρα στον Ουρανό: «Ανήκω μονάχα στων ανθρώπων το παράφορο αίμα». Έτσι λένε λένε.
Κι έπειτα έβαλα τη γλώσσα στα χείλη μου. Μου 'λειπε το φίλημα της Γοργώς.
Με μιαν απλωτή ανοίχτηκα κι έγινα ένα με τη θάλασσα που είχα διαλέξει.
ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ: Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΔΙΨΑ
Η νύχτα ήταν παγερή, σφύριζαν άγριοι αέρηδες,οι άντρες έφτασαν στο σπίτι του Ζαχαρία με χίλιες-δυo προφυλάξεις,οι υπηρέτες είχανε πάρει εντολή να φύγουν για μια μέρα,κάποτε μαζεύτηκαν όλοι κι άρχισαν.Με νευρικότητα μεγάλη έγινε τούτη τη φορά η προσευχή,κατόπιν μπήκαν απευθείας σε αυτό που τους έκαιγε,το πρόβλημά τους ήτανε –φυσικά– εκείνη η Γιουδήθ.
Είχε δυο μήνες κιόλας στην πόλη, γυρνούσε κι έλεγε όσα έλεγε κι αντί οι χριστιανοί να την πάρουν με τις πέτρες την άθλια γραία, κάθονταν σαν ηλίθιοι και την άκουγαν. Και, το χειρότερο, μόλις τέλειωνε τα παραληρήματά της κάμποσοι πήγαιναν και της ζητούσαν την ευλογία της – ζητούσαν δηλαδή να μαγαρίσουν το σώμα τους και την ψυχή τους. Κι έτσι άπλωναν σαν τη γάγγραινα τα πρόστυχα τα παραμύθια της μες στο μαντρί τους, κάτω απ'την ίδια τους τη μύτη.
Τι έλεγε ετούτη η Γιουδήθ: άρχιζε με αυτό που λένε όλοι οι ψεύτες πως πριν από πενήντα-εξήντα χρόνια είχε βρεθεί μαζί με τον Ιησού – ναι, μιλούσε για τον δικό τους τον Ιησού, τον Κύριό τους... Κι έπειτα συνέχιζε με τα δικά της: ούρλιαζε πως ο Χριστός κυβερνιότανε από τη λαχτάρα της σαρκός, πως ήτανε άντρας και γυναίκα μαζί κι έσμιγε σε όργια με άντρες και γυναίκες, πως διόλου δεν λογάριαζε τον Πατέρα Θεό, πως μεταμορφωνόταν σε ό,τι τον πρόσταζε η γκάβλα του.
Κι έλεγε ακόμη πως έσμιγε με αρρώστους και τους γιάτρευε, κι έσμιγε με πεθαμένους και τους ανάσταινε όσο για να χύσουν για μια στερνή φορά, κι όταν τον σταύρωσαν έσμιξε και με τους ίδιους τους σταυρωτές του. Κι έπειτα, έλεγε, πως πήραν το κορμί του οι γυναίκες –ανάμεσά τους κι εκείνη η ίδια– κι άρχισαν να τρίβονται πάνω του και να γκαβλώνουν κι έτσι τον ανέστησαν για μια τελευταία χυσιά· γιατί αυτό είναι η ανάσταση των νεκρών, μια στερνή χυσιά. Τέτοια διηγούνταν και ξεσήκωνε τα μυαλά του κόσμου.
Φυσικά είχανε στείλει κι ανθρώπους τους να την ακούσουν κι οι περισσότεροι γυρνούσαν παραλογισμένοι από τα ψέματά της – αφήνανε οικογένεια και πίστη κι ανεβαίνανε νύχτα σε λόφους πορνικούς να βρούνε τους ομοίους τους. Στα σίγουρα η γριά ήταν καλά δασκαλεμένη από τον αφέντη της τον Σατανά: είχε στα λόγια της το φαρμάκι του που θάμπωνε τους ανθρώπους, μιλούσε για τη χυδαία σάρκα, με ύπουλες λέξεις που ερέθιζαν το νου,κι όταν έφτανε στις κορυφώσεις καμώνονταν πως τάχα ξαναζούσε τους σπασμούς της ηδονής, όπως και τότε...
Ήταν, λοιπόν, τόσο σαθρή η πίστη τους; Ήταν, λοιπόν, τόσο σαθρά όσα φτιάχνανε για πενήντα χρόνια και μια υπηρέτρια του Διαβόλου θα τους τα σύντριβε; Τόσος αγώνας, τόση προσπάθεια, τόση πίστη, τόσοι σφαγμένοι από τους Ρωμαίους θα πήγαιναν στο βρόντο;
Αυτά είχαν να πουν οι χριστιανοί της Δαμασκού εκείνο το παγερό βράδυ που μαζεύτηκαν στο σπίτι του Ζαχαρία. Και, χωρίς πολλά-πολλά, όλοι το συμφώνησαν πως ο Διάβολος τους είχε στείλει έναν εχθρό του Χριστού τους, πως τους είχε στείλει ένα φαρμακερό φίδι – κι άμα φαρμακωθούν οι άνθρωποι με παραμύθια κι άμα αρχίσουν να δ ι ψ ο ύ ν άντε μετά να τους μαζέψεις. Α, ήθελε σύντριμμα στο κεφάλι τούτο το φίδι, αλλιώς γρήγορα το δηλητήριο θα έφτανε στην καρδιά, αυτά είπαν.
Τότε πετάχτηκε ένας νεαρός, τον έλεγαν Συμεών, ένα παλικαράκι ήταν, με μάτια που έλαμπαν και κόκκινα μάγουλα· πήρε το λόγο με το έτσι θέλω κι είπε όσα είπε, σχεδόν φώναζε:
«Έχω κι εγώ παραφυλάξει τη γριά στην αγορά, την έχω δει να μιλάει και να πέφτει σε έκσταση, την έχω δει πώς λάμπουν τα μάτια της από τη δίψα – από τότε βασανίζομαι μέρες και νύχτες αν ο Ιησούς μας ήτανε αυτός που εκείνη λέει, αν έτσι ανάσταινε νεκρούς, με έξαλλα χαϊδέματα της σάρκας, αν πράγματι η ανάσταση των νεκρών είναι μια στερνή χυσιά, τότε εμείς ποιον πάμε να συντρίψουμε;»
Αυτά είπε ο Συμεών και τα λόγια του γέννησαν σ'άλλους μεγάλη ταραχή και σε άλλους οργή. Τα μάτια όλων γύρισαν στον γέροντα Θεόφιλο· ήταν σχεδόν τυφλός, σχεδόν παράλυτος, μα τον λογαριάζαν για σοφότερο από όλους. Λέγανε πως κάποτε ήτανε μάγος με το όνομα Σολομών και πως είχε δει Εκείνον τη μέρα που έμπαινε στα Ιεροσόλυμα πάνω σε γαϊδουρι, πως είχε βαφτιστεί χριστιανός από τον ίδιο τον Πέτρο λίγο μετά τα γεγονότα. Κι ακόμη λέγανε πως είχε απομείνει στα χέρια του εκείνο το παλιό μαχαίρι του Κηφά – εκείνο που 'κοψε το αυτί του δούλου...
Μιλούσε σπάνια εκείνος ο Θεόφιλος, μα όταν μιλούσε ήτανε πάντοτε ο τελευταίος. Συνήθιζε να είναι σιβυλλικός, να λέγει μια σκοτεινή κουβέντα, μια φράση το πολύ κι έπειτα να σωπαίνει απόμακρος· όμως ετούτη τη φορά άρχισε και δεν σταματούσε – κι έλεγε κι έτρεμε κι ολοένα κοκκίνιζε και ξεφυσούσε, κι όλη του η οργή ήταν για κείνη τη Γιουδήθ…
Και παρακάτω: ετούτη η Γιουδήθ πρέπει να πάψει – βρείτε ένα σούρουπο ή ένα χάραμα, ξεμοναχιάστε την και κόψτε της τη γλώσσα, σφάξτε την, πετάξτε την σε ένα πηγάδι…
Σταμάτησε ο γέρος ο Θεόφιλος, πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε γύρω του τα πρόσωπα των άλλων που έχασκαν με κάποια έκπληξη, με κάποια σαστιμάρα, κι έπειτα, αυτός ο τόσο λιγομίλητος, συνέχισε - ήτανε, φαίνεται, να μην πάρει μπρος.
«Αυτά σάς λέω για την Ανάσταση του Κυρίου ημών και βέβαια αδιάκοπος θα είναι ο αγώνας. Έχουμε να φτιάξουμε ακόμη πολλά για Εκείνον, τι είπε και τι έκανε και ποιους μισεί, ποιους βάζει στα δεξιά και ποιους στα αριστερά του ποιος είναι μαζί του, ποιος εναντίον του – φυσικά και μιαν Αποκάλυψη που θα σώζει με πολλές σάλπιγγες, να στήσουμε ζυγαριές σ'ένα τρανό Imperium της Αγάπης, να φτιάξουμε στρατό που να φορά τον Σταυρό Του, να σηκώσουμε φωτιές για όσους μιλούν ανάποδα.
»Μα όλα ετούτα θα γίνουν εν καιρώ·
[δύο μικρά αποσπάσματα από ΤΑ ΜΕΛΕΝΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ, τη Διαθήκη των Γκαβλωμένων ανθρώπων, του Θανάση Τριαρίδη. Και μια σημείωση του συγγραφέα για την ηλεκτρονική τους έκδοση: «Από το 1989 έγραφα ένα βιβλίο που ήθελα να ήταν μια διαθήκη – διαθήκη, δηλαδή συμφωνία, σε αντιστοιχία με αυτές που λογαριάζονται για «ιερές». Και ήθελα ετούτη, η δική μου διαθήκη, να μην είχε κεφαλαίο Δ, μήτε και να οριζόταν από κάποιον Θεό: θα ήθελα να ήταν μια διαθήκη (δηλαδή συμφωνία) των ανθρώπων αναμεταξύ τους. Για χρόνια (από το 1991) έκρυβα κομμάτια της διαθήκης αυτής μέσα στα βιβλία μου και στα κείμενα που δημοσίευα. Συγκεκριμένα γεγονότα της ζωής μου και συνεπακόλουθες αναζητήσεις στα χρόνια 2000-2004 με οδήγησαν στη μορφή που σήμερα παραδίδεται στους αναγνώστες. Και στην τελευταία ανάγνωση, μετά τις διορθώσεις, ένιωσα αυτό που γράφω στην προμετωπίδα: πως δεν υπάρχει καμιά διαθήκη. Τι υπάρχει, λοιπόν; Αυτό ας το αποφασίσει ή ας το νιώσει (αν το νιώσει) ο αναγνώστης