Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει… Η παραπάνω ιστορία θα μπορούσε να αποτελεί ένα άτυπο μανιφέστο των συγγραφικών προθέσεων του Έτγκαρ Κέρετ, ισραηλινού συγγραφέα, λάτρη της μικρής φόρμας και θιασώτη του αλλόκοτου.Στα διηγήματά του ο Κέρετ επιλέγει να μας μιλήσει όχι για αυτό που εκλαμβάνεται ως πραγματικό, αλλά για το φανταστικό, για το απίθανο, για αυτό που ξεφεύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της όποιας αντικειμενικότητας. Αυτό που πρέπει να κάνω, λέει, είναι να πατήσω το γκάζι και να αφήσω το τιμόνι από τα χέρια μου. Αν τρακάρω, ίσως να καταλήξω κάπου που θα υπάρχει ενδιαφέρον, αλλά αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω εξαρχής. Έτσι, ο Κέρετ καταφέρνει να θίξει με τρόπο έμμεσο και καυστικό θέματα όπως ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, οι οικογενειακοί δεσμοί, η θρησκεία, η τρομοκρατία, η παιδικότητα, το (καίριο για τους Ισραηλινούς) ζήτημα της ταυτότητας. ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2012 είναι μια επιλογή από τα καλύτερα διηγήματά του. Σ’ αυτό, μεταξύ άλλων παρακολουθούμε την κάθοδο των ολύμπιων θεών στη γη με σκοπό να εργαστούν, έναν άνδρα ο οποίος έχει την ικανότητα να ακινητοποιεί τους ανθρώπους γύρω του απλώς φωνάζοντας «Ακίνητοι», μια γυναίκα η οποία μαθαίνοντας ότι κάποιος ανακάλυψε ένα φάρμακο κατά της μοναξιάς αποφασίζει να παρατήσει τον σύντροφό της προτού αυτός την απατήσει, έναν άνθρωπο ο οποίος σπρώχνει από μια ταράτσα στο κενό τον φύλακα-άγγελό του, για να μείνει έκπληκτος στη συνέχεια βλέποντάς τον να συνθλίβεται στο έδαφος αντί να πετά… [με ΚΛΙΚ στην εικόνα τρεις από τις Ιστορίες του Βιβλίου «ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ»: Τίποτα (για εκείνη που αγαπούσε έναν άνδρα φτιαγμένο από τίποτα), Χαρούμενα Χρώματα (για τον Νταν που πάντα μα πάντα ζωγράφιζε τους κρυμμένους και τους χαμένους με χαρούμενα χρώματα) και Θρεπτική Αξία του Ονείρου (για κάποιον που ξυπνάει τρομαγμένος μέσα στη νύχτα και βρίσκει το φίλο του να τρώει το όνειρο στο οποίο είχε ονειρευτεί την αγαπημένη του!..- ART by Helena Georgiou]
ΤΙΠΟΤΑ (αγαπούσε ένα άνδρα φτιαγμένο από τίποτα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνδρα, φτιαγμένο από ύλη)
Κι εκείνη αγαπούσε έναν άνδρα φτιαγμένο από τίποτα. Μερικές ώρες χωρίς αυτόν και ήδη της έλειπε, καθόταν στο γραφείο περικυκλωμένη από πολυαιθυλένιο και μπετόν και τον σκεφτόταν. Κάθε φορά που έβραζε νερό για να φτιάξει καφέ στο γραφείο της στο ισόγειο, άφηνε τους ατμούς να ξεπλύνουν το πρόσωπό της, ενώ φανταζόταν πως είναι εκείνος που χαϊδεύει τα μάγουλά της, έκλεινε τα μάτια, περίμενε να περάσει ημέρα, για να μπορέσει ξανά ν’ ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού της, να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας, να τον βρει να την περιμένει ήσυχος και γυμνός μέσα στα σεντόνια του άδειου κρεβατιού της.
Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που μπορούσε να την κάνει πιο ευτυχισμένη από το να κάνει έρωτα μαζί του όλη τη νύχτα, να γεύεται ξανά τα ανύπαρχτα χείλη του, να αισθάνεται το ανεξέλεγκτο τρέμουλο που τον διαπερνούσε, το κενό που απλωνόταν στο κορμί της. Δεν ήταν ο πρώτος της άνδρας, υπήρξαν πολλοί πριν απ’ αυτόν, που ίδρωσαν και βόγκηξαν στο κρεβάτι της, να την πονάνε με τα αγκαλιάσματά τους, με τη σαρκώδη τους γλώσσα στο στόμα της στο λαιμό της, σχεδόν να την πνίγουν. Διάφοροι άνδρες, από διάφορα υλικά: από σάρκα και αίμα, από φοβίες, από τις πιστωτικές κάρτες του μπαμπά, από απιστία, από πόθο για κάποια άλλη… Αυτά όμως ήταν τότε, τώρα έχει αυτόν. Μερικές φορές, αφού έκαναν έρωτα, έβγαιναν να περπατήσουν στους υγρούς νυχτερινούς δρόμους. Αγκαλιασμένοι, ένα πανωφόρι και για τους δυο τους, αδιάφοροι για τους ανέμους και τη βροχή, λες και το άγγιγμά τους τους δυνάμωνε. Εκείνος αγνοούσε τα σχόλια τριγύρω τους κι εκείνη έκανε πως δεν ακούει. Κι όλα τα κουτσουμπουλιά και οι κακίες δεν άγγιζαν το δικό τους κόσμο, όπως αυτές οι σταγόνες υγρασίας.
Εκείνη ήξερε πως οι γονείς της δεν ήταν ευχαριστημένοι με τον αγαπημένο της, παρόλο που το έκρυβαν. Κάποτε μάλιστα άκουσε τον πατέρα της να παρηγορεί κρυφά τη μητέρα της: «Καλύτερα απ’ το να έβγαινε με κανέναν Άραβα ή ναρκομανή». Θα ήταν σίγουρα χαρούμενοι αν, αντί γι’ αυτόν, έβγαινε με έναν ικανό γιατρό ή μ’ έναν νεαρό δικηγόρο. Οι γονείς θέλουν να νιώθουν υπερήφανοι για την κόρη τους και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί μ’ ένα άνδρα φτιαγμένο από τίποτα. Ακόμα κι αν αυτός ο άνδρας έχει κάνει την κόρη τους ευτυχισμένη, έχει δώσει νόημα στη ζωή της περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε άνδρας φτιαγμένος από ύλη.
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού;
ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Ο Ντάνι ήταν έξι χρονών όταν ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την Παιδική Ζωγραφιά της Εβδομάδας. Τα παιδιά καλούνταν να βοηθήσουν το θείο Ιτσχάκ να βρει την πίπα του που είχε χάσει και να τη βάψουν με χαρούμενα χρώματα. Βρήκε την πίπα, τη χρωμάτισε με χαρούμενα χρώματα και μάλιστα κέρδισε το βραβείο που κληρώθηκε ανάμεσα σε όσους είχαν βρει τη σωστή λύση: την Εγκυκλοπαίδεια Τοπία της Πατρίδας μας. Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Ο Ντάνι βοήθησε τον Γιοάβ να βρει το σκύλο του, τον Ήρωα, τη Γιαέλ και την Μπιλά να βρουν τη μικρή τους αδελφή, τον Αβνέρ τον αστυνομικό να βρει το περίστροφό του που είχε εξαφανιστεί, τον Αμίρ και τον Άμι, που έκαναν την ετήσια εκπαίδευση στο στρατό, να βρουν το τζιπ περιπολίας, και πάντοτε φρόντιζε να ζωγραφίζει με χαρούμενα χρώματα.
Βοήθησε τον Γιαϊρ τον κυνηγό να βρει την αλεπού που κρυβόταν, τους Ρωμαίους στρατιώτες να βρουν τον Ιησού, τον Τσαρλς Μάνσον να βρει τη Σάρον Τέιτ, που είχε κρυφτεί στην κρεβατοκάμαρα, τον Σούκι και τον Ζιβ από τις Ειδικές Δυνάμεις της Αστυνομίας να ξετρυπώσουν τον Χέρτσελ Αβιτάν, κι όλα αυτά χωρίς να ξεχάσει να χρωματίσει τον καθένα απ’ αυτούς με χαρούμενα χρώματα.
Ήξερε πως πίσω από την πλάτη του τον έλεγαν «χαφιέ», αλλά δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να βοηθάει. Βοήθησε τον Τζορτζ να βρει τον κρυμμένο Νοριέγκα, τους ναζί στρατιώτες ν’ ανακαλύψουν την Άννα Φρανκ, τον ρουμάνικο λαό να ξετρυπώσει τον φυγάδα Τσαουσέσκου, και πάντα μα πάντα ζωγράφιζε τους κρυμμένους με χαρούμενα χρώματα.
Οι τρομοκράτες και οι μαχητές της ελευθερίας ανά τον κόσμο άρχισαν να σκέφτονται πως δεν υπήρχε λόγος να κρύβονται. Μερικοί από αυτούς, από τη μεγάλη τους απελπισία βάφτηκαν από μόνοι τους με χαρούμενα χρώματα. Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι άνθρωποι έπαψαν να πιστεύουν πως μπορούσαν να παλέψουν ενάντια στην καθορισμένη μοίρα τους και η Γη μετατράπηκε σ’ έναν τόπο καταθλιπτικό. Ακόμα και ο ίδιος ο Ντάνι δεν ήταν και τόσο ευτυχής. Η διαδικασία της έρευνας και του βαψίματος δεν τον ενδιέφερε πλέον, συνέχιζε μόνο χάρη στη δύναμη της συνήθειας. Εκτός από αυτά, δεν είχε μέρος ν’ αποθηκεύσει τα επτακόσια είκοσι οχτώ αντίτυπα της εγκυκλοπαίδειας Τοπία της Πατρίδας μας. Μονάχα τα χρώματα παρέμειναν χαρούμενα.
Η ΘΡΕΠΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ:
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα και βρήκα τρομαγμένος τον Έγκστερναχ να τρώει το όνειρο στο οποίο σε είχα ονειρευτεί. Πήδηξα απ’ το κρεβάτι μου οργισμένος και του έκοψα τη μύτη μ’ όλη μου τη δύναμη. Ο Έγκστερναχ παράτησε τα υπολείμματα του ονείρου, εγώ όμως δεν υποχώρησα και συνέχισα να τον βαράω. Ακόμα κι όταν σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι και έχασε την αισθητή μορφή του, δεν σταμάτησα να χτυπώ τη ρευστή πλέον σιλουέτα. Στο τέλος σταμάτησα. Εξαντλημένος και ιδρωμένος μάζεψα τα υπολείμματα του ονείρου. Δεν είχε αφήσει και πολλά, μόνο το μαύρο αθλητικό παντελόνι που φορούσες, το άτολμο χαμόγελό σου και μια κάποια επαφή μεταξύ μας, δεν ξέρω ποια – ίσως μια αγκαλιά. Ο Έγκστερναχ είχε φάει τα πάντα γύρω-γύρω και είχε αφήσει μονάχα αυτή, απογυμνωμένη. Απέμεινα ξαπλωμένος στο πάτωμα φορώντας μόνο το εσώρουχό μου, κάθιδρος, απελπισμένος και σιωπηλός. Ώρες υπομονετικού ύπνου, περιμένοντας να έρθει το όνειρο. Και τώρα –τίποτα, χειρότερα κι από τίποτα, μία και μόνο υποψία γεύσης, που πέφτει στο στόμα μου από μία ανύπαρκτη γρανίτα. Κάτω απ’ το κρεβάτι ακούγεται ένα τρομερό κλάμα. Ήταν ο Εγκεστερναχ. Αρχικά νόμισα ότι ήταν κλάμα πόνου –είχα άλλωστε καταφέρει φοβερά χτυπήματα στη σιλουέτα, δεν υπήρχε όμως ούτε ίχνος πόνου στο δυνατό λυγμό. Δοκίμασα τα δάκρυα του Έγκστερναχ που κυλούσαν στο πάτωμα του δωματίου και η γεύση τους μου φάνηκε γλυκιά – ο Έγκστερναχ έκλαιγε από ευτυχία και τα δάκρυά του μου περιέγραφαν την υπέροχη γεύση του ονείρου, που είχε επιφέρει ρίγη σε κάθε κομμάτι του ανύπαρκτου κορμιού του. Ο λυγμός του μου αποκάλυψε όλες εκείνες τις μακριές νύχτες που περίμενε κάτω απ’ το κρεβάτι μου, τρεφόμενος απ’ τα κομμάτια των ονείρων μου. Όνειρα πληκτικά και απαθή, που προκαλούσαν αηδία, τα οποία μασούσε αργά, δίχως δυνατότητα επιλογής, όνειρα πόνου, εγκατάλειψης και φόβου, τα οποία προσπαθούσε να αφανίσει εντελώς για να ελευθερώσει τον ύπνο μου, και τα οποία τόσο συχνά παρέμεναν σφηνωμένα στο λαιμό του κάνοντάς τον να υποφέρει. Κάθε νύχτα ο Έγκστερναχ κατάπινε επί ώρες απάθεια και πόνο, αφήνοντας τον ύπνο μου ήρεμο και σκοτεινό, κι απόψε επιτέλους ανταμείφθηκε, χόρτασε την άγρια πείνα του και για λίγο ήρθε σ’ επαφή με μια εναλλαγή στο κενό. Το σώμα του γνώρισε κάτι πέρα απ’ το τίποτα. Η ανατολή είχε σχεδόν φτάσει και η σκιώδης παλάμη του συντρόφου μου γλίστρησε έξω απ’ το κρεβάτι, δείχνοντας το κέντρο του δωματίου, τα κομμάτια του ονείρου που μου είχαν απομείνει: τη φόρμα, το χαμόγελο, τη μεθυστική επαφή που δεν γνώριζα τη φύση της, τα χλομά δάχτυλά της που έμοιαζαν να λένε: «Να, φίλε μου, άφησα κάτι καλό και για σένα» [από το βιβλίο με μικρά διηγήματα του Έτγκαρ Κέρετ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ, εκδόσεις Καστανιώτη 2012]
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού; - από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου