Έκανε ζέστη κι όπως με ξέντυνε, δροσίστηκα. Ώσπου άναψα πάλι, καθώς ένιωθε με την ανοιχτή παλάμη του μια μια τις καμπύλες μου, περίμενα να χαθώ στους μόνους τόπους που επιτρέπουν στη σκέψη να ξαποσταίνει, αλλά μου μίλησε –βραχνή, λαχανιασμένη η φωνή του- ρωτούσε για το δέρμα μου, γιατί τόσο απαλό, εγώ απλώς ανάσαινα βαριά –η μόνη δυνατή απόκριση. Επέμενε, μάλιστα άναψε το μικρό λαμπατέρ, μήπως το φως δώσει τη λύση στην τυχαία απορία του. Ζαλισμένη εγώ συνέχισα να σιωπώ, μα, αυτουνού τα μάτια γυάλιζαν ολοένα σα να έβλεπε οράματα πρωτόφαντα, ενώ η παλάμη του εξερευνούσε κάθε λακκούβα, χαράδρα, βουνοκορφή επάνω μου, ώσπου η φωνή του μαλάκωσε και θλίφτηκε κι άρχισε να ρωτάει για την αρχή του κόσμου (μου) για τότε που το δέρμα είχε παντού χρώμα ομοιόμορφο, τότε που οι δυνάμεις της φύσης δεν είχαν προλάβει να το γευτούν (ήλιος, βοριάς, αλατισμένο κύμα) με μάλαζε και αναστέναζε και ζήλευε ό,τι με άγγιξε πριν απ’αυτόν χρειάστηκε να του πω σιγανά στ’αυτί χίλιες και μία ξεχασμένες ιστορίες για να τον ησυχάσω. Εκείνη με το κλεμμένο κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς που κάθισε στον αριστερό μου μηρό, τότε που σκόνταψα στον κατήφορο και το πετραδάκι επέμεινε να αφήσει αποτύπωμα στον αγκώνα μου, μέχρι και για την καυτή εξάτμιση που σημάδεψε τη μέσα μεριά του δεξιού μου αστραγάλου. Κατάλαβε άραγε πως το δέρμα μου δεν είναι εγώ; Πως τα τυχαία συμβάντα ξεχνιούνται μόλις έρθει η επόμενη άνοιξη; Ή τάχα αρκεί που κατάλαβα εγώ την επιφάνεια των αισθημάτων του; Σκεπάστηκα με το σεντόνι και κοιμήθηκα βαθειά, τόσο βαθειά που δεν τον άκουσα (να φεύγει) [ΓΥΑΛΟΧΑΡΤΟ της Ζηνοβίας Αντιδώρου και άλλες παρόμοιες ιστορίες με ΚΛΙΚ στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη – ART by Kerstin Stephan]
Να αισθανθώ τον άνεμο να με μπατσίζει με μια ανεπαίσθητη ειρωνική απόχρωση στα χάδια
Ανεβαίνω στο ποδήλατο με έναν ενδόμυχο φόβο αντίθετο στον παράτολμο χαρακτήρα μου. Ή ίσως εξαιτίας του –θα αναπτύξω ταχύτητα, να αισθανθώ τον άνεμο να με μπατσίζει, μήπως έχω επιλογή στα χάδια; Ό,τι κινείται δεξιά κι αριστερά, πίσω μου και μπρος θα εξαφανίζεται φουριόζο, με τη σιγουριά της σωφερίστικης μαεστρίας του οδηγού του. Σταματάνε αυτόματα πια τα οχήματα, ας όψονται τα νέα συστήματα ανίχνευσης εμποδίων. Φοβάμαι λίγο την αυτοματοποίηση· λες να με καταπιεί η ασυνείδητη ορμή της;
Πελώριος ο φόβος χωράει στο αριστερό μου ρουθούνι, μαζί και στο δεξί, εμποδίζει την αναπνοή σα στριμμένο ματωμένο μπαμπάκι. Ο γιατρός το είπε, το διάφραγμα έχει σιγμοειδές σχήμα, στραβό εκατέρωθεν. Όχι μόνο δυσχεραίνει τη σωστή οξυγόνωση, αλλά επιπλέον αυξάνει τις πιθανότητες πρόκλησης φλεγμονής των ιγμορείων άντρων· επιβαρυμένο ποινικό μητρώο παιδιόθεν
Χαλασμένα φρένα, κορόϊδευαν άκαρδα τ’ αλητάκια στον περίβολο της εκκλησίας. Τότε η ανέκφραστη όψη γινόταν ασπίδα προστασίας κι άλλοτε μαγικός χιτώνας που με έκανε αόρατη. Τώρα όμως; Οι καλύτεροί μου φίλοι λένε με παρρησία πως αυτοί εκεί έξω θα με φάνε λάχανο κι εγώ μπερδεύομαι, θέλω χείρα βοηθείας ή μήπως απαγχονισμό; Ακύρωση του είμαι, του επιλέγω να είμαι, του θέλω να μην παίζω τους ρόλους που πλασάρονται τυλιγμένοι σε χρυσόχαρτο που κοσμεί η μούρη μιας μικροσκοπικής, τσαλακωμένης Τζοκόντα – μειδιώντας γριφωδώς συναινεί ασταμάτητα με τον προλαλήσαντα, ε, όχι, αυτό σας το δώρο από καρδιάς δε θα το δεχτώ, ευχαριστώ, ναι, ξέρω, η ευχαρίστησις όλη δική σας.
Άλλοι μιλούν για τον εξόφθαλμα δημόσιο κίνδυνο της περιφέρειας Αττικής, ένα λεπτοκαμωμένο μαυροτσούκαλο που περνάει σα σίφουνας· τα φρένα του ποδηλάτου δεν πιάνουν. Τα χτυπημένα γόνατα δίνουν αέρα μαχητικό στα πιτσιρίκια κι όλοι εσείς απολαμβάνετε άρτον και θεάματα.
Ήταν μια ευγενική προσφορά της σκλήρυνσης κατά πλάκας
Η συνταγή ήταν δυσεύρετη, όπως τόσα άλλα. Σαν την αγάπη, ας πούμε, ή σαν το πηχτό κακάο στο σπίτι της RueHenriVII. Κόσμος και κοσμάκης μιλούσε γι’ αυτή -όχι θετικά, ούτε αρνητικά, μόνο με έναν τόνο διστακτικό. Άλλοτε με μια ανεπαίσθητη ειρωνική απόχρωση.
Περπατούσαν νύχτα, φορούσαν μαϊμούδες για ζεστασιά και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Μια φορά, που σκοτείνιασε γρήγορα, πάτησαν πάνω σε κάτι κολλώδες και γλιστερό. «Να, ‘ναι κι αυτό μέρος των πειραμάτων;», αναρωτήθηκε. Είχε ακούσει για τη συνταγή που φιλοδοξούσε να αναμίξει πρώτη ύλη με φύρα και να την μετατρέψει σε ήλιον, να γεμίζουν τα μπαλόνια στα πανηγύρια και να κάνουν τις φωνές τους να μοιάζουν με του Μίκυ Μάους
Ό,τι έφερνε τεχνητούς καταρράχτες ή καλοραμμένα ταγέρ την έκανε να ξεχνιέται, όπως ακριβώς το ήλιον τους υπόλοιπους. Αχρείαστη η αλήθεια. Η συνταγή για το χάσιμο είχε εφευρεθεί κάθε μικρή, απειροελάχιστη στιγμή αστάθειας των παιδικών της χρόνων. Κάθε φορά που της έλεγαν “εσύ δεν είσαι κόρη του Ωνάση”, για να δικαιολογηθούν για τσιγκουνιά ή αδικαιολόγητη σκληρότητα, το μυαλό της σταματούσε να βράζει. Σταθεροποιούταν. Λύση πρώτων βοηθειών ήταν πάντα η υγρή βενζίνη, αυτή που καθάριζε τα ρούχα από τις λαδιές. Πόσο ωραία εξατμιζόταν. Στο ντους. Οι υδρατμοί πάχαιναν και έκρυβαν την ασκήμια του τώρα -ακόμη καλύτερα με κλειστά μάτια.
Μ’ αρέσουν τα πυροτεχνήματα. Άκρως εξεζητημένη συνταγή, δουλεύει όμως. Απαστράπτουσες τεχνητές πυγολαμπίδες, καλά εκπαιδευμένες να εκτοξεύονται φορώντας κοστούμια μιούζικαλ. Παύει για λίγoη σκέψη. Η σήψη ξαποσταίνει.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕ
Στο Παρίσι δεν προσευχήθηκα ποτέ, γιατί δε τις σήκωνε τις προσευχές μου. Ήταν αγέρωχο και μύριζε μπαρούτι. Από την εποχή της γκιλοτίνας και του Ροβεσπιέρου. Απ’ όταν η αδερφή μου έχασε το αεροπλάνο του γυρισμού στο Σαρλ ντε Γκωλ. Έκλαψα μέχρι που πλάνταξα στο γκισέ και ο κόπος μου ανταμείφθηκε. Μου έταξαν να με βάλουν δωρεάν στην επόμενη πτήση. «Εχμ, όχι εμένα», είπα, «την αδερφή μου». Γούρλωσαν τα μάτια σα να μην καταλάβαιναν. «Τι σημασία έχει, τα δάκρυα χύθηκαν, ασχέτως από ποιανού αδένες», απάντησα βουβά.
Έτρωγα κρουασάν κάνοντας βόλτες στο Σηκουάνα. Τσούγκριζα πλαστικά ποτήρια σαμπάνιας στα Ηλύσια Πεδία. Σκαρφάλωνα στον Πύργο του Άιφελ και βροντοφώναζα «Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες», γιατί ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι. Πώς αλλιώς, αφού το Παρίσι μύριζε μπαρούτι. Μια Πρωτοχρονιά μάλωσα με την Αναστασία, γιατί πήρε το μέρος ενός αστυνομικού που τηρούσε την τάξη στη πλημμυρισμένη Μητροπολιτική Γραμμή του κέντρου. Είχα σπρώξει τον αστυνομικό, γιατί δε μας άφησε να μπούμε στο τελευταίο μετρό. Η Αναστασία με είπε τρελή, όπερ σήμαινε εσχάτη προδοσία. Εγώ έβγαλα τη νύχτα στην κεντρική πλατεία του Κλισύ και η Αναστασία που τότε την έλεγαν Νατάσα χαμένη σε μια άλλη πολύβουη μεριά. Κάναμε μήνες να μιλήσουμε. Το κεντρικό συμβάν επαναλήφθηκε στο Βερολίνο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
«Τι ωραίος προορισμός για ερωτευμένα ζευγάρια που είναι το Παρίσι!» Παρότι μυρίζει έντονα μπαρούτι. Κάτι τέτοιο θα σκέφτηκε ο Ζυλ όταν έκλεινε εισιτήρια. Μόνο που λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο: εβδομάδες πάσχιζα να τον πείσω ότι δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Με ακατάσχετο πόνο από το δεξί φρονιμίτη που μου είχε ξεριζώσει κακήν-κακώς οδοντίατρος λάτρης της ιππασίας πριν με χώσει να κλάψω με την ησυχία μου σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μακριά από την αίθουσα αναμονής για να μην κατατρομάξω τους εύπορους πελάτες του, προσπάθησα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του ρόλου. Έβαλα τακούνια, χαριεντίστηκα, έκανα ακροβατικά. «Το ξέρεις ότι όταν θα φτάσουμε πίσω δε θα είμαστε πια ζευγάρι;» Του ανακοίνωσα στο τραίνο του γυρισμού. Ανοιγόκλεισε το στόμα αρκετές φορές, σαν ψάρι, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι κάθε ήχος θα ήταν ανώφελος και λούφαξε.
«Ξυπνάτε χωριανοί, το Παρίσι καίγεται», είπε ο ψεύτης βοσκός και δεν κουνήθηκε κανείς. Ήρθε ο καιρός να το πιστέψετε: το Παρίσι πάντα μύριζε μπαρούτι. Ο κόσμος όλος μύριζε μπαρούτι, μονάχα που εκεί το αντιλαμβάνονται περισσότεροι, λόγω όξυνσης των αισθήσεων.
Όλοι εσείς, θυμηθείτε τις ευχές σας όταν ανάβατε κερί στην Παναγία των Παρισίων; Ευχηθήκατε «ειρήνη υμίν» ή «ειρήνη ημίν»; Γιατί, έχει διαφορά, αμαρτωλοί. Σταματήστε πια να κλαίγεστε για το Παρίσι. Λυπηθείτε καλύτερα για ετούτο τον κόσμο που πηγαίνει κατά διαόλου. Κι αν δε σας κάνει κόπο, βάλτε ένα χεράκι να σώσουμε ό,τι προλαβαίνουμε.
ΟΔΙΚΗ ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ
Η χώρα μου είναι μπλε και μυρίζει τυρόπιτα. Η χώρα μου είναι πολυλογού και κουτσομπόλα –όλα, θέλει να τα ξέρει όλα. Η χώρα μου εστιάζει κυρίως στην παθητική φωνή παρά στην ενεργητική. Ποιός να ενεργήσει και προς ποιά κατεύθυνση, άγνωστο.
«Πηγαίνετε προς τα πίσω, άδειο είναι», λέει η χώρα μου με στόμφο, αλλά κανείς δεν κουνιέται, γιατί θέλουν όλοι την άνεσή τους. «Εγώ πάντως ψήφισα Χρυσή Αυγή», λέει η χώρα μου με τη μορφή χοντρού κυρίου με κόκκινο σβέρκο που κρατάει μπλε πλαστική σακκούλα. «Έχουμε γεμίσει Αλβανούς, Γεωργιανούς και Νιγηριανούς. Χρυσή Αυγή για να σωθούμε». Η κυρία που μοιάζει να έχει έρθει από το Κονγκό σιωπά, το ίδιο και ο κύριος από τις φτωχές αραβικές χώρες, η κυρία από τις Φιλιππίνες ομοίως. «Εσείς να προσέχετε να μην πάθετε κανένα έμφραγμα», ανταπαντάει η χώρα μου με τη μορφή μεσόκοπης κυρίας με ημίμακρη κουπ και ξανθές μες. «Από κάτι τέτοιους πλαισιώνεται η χώρα, γι’ αυτό είμαστε εκεί που είμαστε, λέει εμφατικά έτερος χοντρός κύριος με καρώ πουκάμισο και πράσινο βαμβακερό παντελόνι με σηκωμένα μπατζάκια. «Ξέρετε εσείς από ποιούς πλαισιώνεται η χώρα;», τον κόβει φουρκισμένη η κυρία με τις ξανθές μες. «Εμένα το αίμα μου είναι κόκκινο», αντιδρά αναμαλλιασμένος ασπρομάλλης με πάθηση στα μάτια –είναι τόσο υγρά, έτοιμα να κλάψουν.
«Απαγορεύονται τέτοιες συζητήσεις ημέρα εκλογών! Θα καλέσω εισαγγελέα», βάζει το λιθαράκι της υπέρ της ελευθερίας του λόγου η γνωστή κυρία με τις μες. «Χρυσή Αυγή για να σωθούμε», έχει κολλήσει η βελόνα του εξίσου γνωστού χοντρού κυρίου. «Εσύ ή στον εισαγγελέα θα πας ή στο ψυχιατρείο», τον αποπαίρνει η ενεργή πολίτης με τις μες, εν μέσω χαχανητών της ομήγυρης. «Δε με νοιάζει», λέει αυτός, «Χρυσή Αυγή για να σωθούμε. Ά, ρε Παπαδόπουλε!».
«Δε μιλώ για μια νύχτα εγώ, για όλη τη ζωή μας εγώ μιλώ», τραγουδάει η αοιδός και η κουρτίνα ξεσκαλώνει και ρολάρει προς τα πάνω και το λεωφορείο λούζεται στο φως. Η χώρα μου κάνει πολιτικό διάλογο εκτός καφενέ και πάνελ.
Σταθερά, αδυνατεί να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα. «Όλοι θα φύγουνε», ακούγεται, «όλοι όσοι έχουνε τη δυνατότητα θα φύγουνε, να γλιτώσουνε τα παιδιά τους», και η φωνή συνεχίζει, για να μας διηγηθεί αντιστικτικά την ελπιδοφόρα ιστορία ενός νευροχειρούργου παίδων που ενώ του προσφέρουν τετραπλάσιο μισθό στην Αμερική, επιμένει ελληνικά, γιατί θα πεθάνουν δεκάδες παιδιά, λέει, αν φύγει και δε θέλει να έχει το κρίμα στο λαιμό του.
Μια νόστιμη παχουλή είναι απορροφημένη στην εξιστόριση της γνωριμίας της με έναν «ωραίο, δε μπορώ να πω» στο κινητό, ενώ κάτι τουρίστες στη στάση ρωτάνε τον οδηγό αν πηγαίνει Σούνιο.
Η χώρα μου αναπνέει ακόμα. Η χώρα μου ερωτεύεται. Η όψη και η κόψη της χώρας μου είναι ξακουστή στα πέρατα της οικουμένης –περιπατητές καταφτάνουν να την καμαρώσουν και αμέσως ξαναφεύγουν. Όρια Δήμου Κρωπίας γράφει η ταμπέλα, ενώ η χώρα μου τρέχει ανέμελη στην παραλιακή κάτω από τα στιβαρά χέρια οδηγού που φοράει κομποσκοίνι και είναι ωραίος σαν Έλληνας. Κανείς δεν ξέρει πού θα φτάσει, αλλά μοιάζει αποφασισμένη να φτάσει κάπου, κι αυτή η επισφαλής αποφασιστικότητα ευχόμαστε όλοι να είναι, για την ώρα, αρκετά
ΙΣΤΟΡΙΕΣ της Ζηνοβίας Αντιδώρου, που, σύμφωνα με το βιογραφικό της, σπούδασε θέατρο, κινηματογράφο και διαχείριση του πολιτισμού, αντικείμενα ολίγον ελιτίστικα. Εσχάτως άρχισε να ντρέπεται γι ’αυτό. Για να εξιλεωθεί, ζει απομονωμένη σε μοναστηριακό δώμα στο Όρος Άθως μεταμφιεσμένη σε άντρα. Μετράει τουλάχιστον οχτώ θλιμμένους κόμπους την ημέρα. Τρέφεται με λουκούμια, τάρτες κυδώνι και μαρμελάδα μύρτιλλο. Δημοσιεύει ιστορίες, όπως οι παραπάνω, στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ