Η δεσποινίς Δενκαταλαβαίνωτιμουλεςγίνεπιοσαφήςσεπαρακαλώ και ο Δημήτρης ο Πολιορκητής που παρουσιάζεται μόνο μέσω ονείρων και κρυσταλλομαντείας… Δρόμο, της είπα. Δηλαδή πάρε δρόμο, ξεκουμπίσου, άμε στο διάβολο, πνίξου, κάνε χαρακίρι, εξαφανίσου, άει σιχτίρ. Αυτά της είπα. Δηλαδή της είπα δρόμο, αλλά έτρεμα από σύγχυση, φαινόταν, ήταν γελοίο να θεωρήσει την έκφραση κυριολεκτική-να νομίσει, για παράδειγμα, πως εννοώ να πάρει το δρόμο αγκαλιά ή να αγοράσει ένα δρόμο ή να κάνει σεξ στο δρόμο. Γελοία πράγματα. Όταν λέμε δρόμο, η έκφραση γίνεται μεταφορική, και του δημοτικού να είσαι καταλαβαίνεις. Αυτή όμως εκεί. Να επιμένει πως δεν ήμουν σαφής, πως δεν κατάλαβε τη μεταφορική έννοια και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Φυσικά στο τέλος πήρε δρόμο μεταφορικά, κυριολεκτικά, ανακούρκουδα, ανφάς, προφίλ και ασκαρδαμυκτί. Πήρε δρόμο, ξεκουμπίστηκε, εξατμίστηκε, εξαερώθηκε, μου άδειασε τη γωνιά, μάζεψε κάτι λαχανάκια Βρυξελλών που κόντευαν να σαπίσουν, μια σακούλα κονσέρβες, μια κούτα βιβλία, το κίτρινο αδιάβροχο που αγοράσαμε στις εκπτώσεις, οδοντόβουρτσα, πετσέτες, κάτι βρακιά, έναν Βούδα, κάτι ληγμένα και τρεις φωτογραφίες του σκατόψυχου- στη μία να λιάζεται, στην άλλη να ξύνεται στην παράλη να χτενίζεται. Μπήκε στο πρώτο ταξί. Bγήκα στη βεράντα και κρυφόβλεπα, της έπεφταν πακέτα, κόρναραν, ήταν και πρωί-πρωί, κίνηση, να πάει ο κόσμος στη δουλειά του ήθελε, δεν είχαν όρεξη να βλέπουν τις κυλόττες της, δηλαδή να βλέπουν τη συγκεκριμένη μαντάμ να μαζεύει τις κυλόττες που έπεφταν απ’ τις σακούλες και να τους κάνει και νόημα να περιμένουν-έλεος. Πήρε δρόμο κι ήταν ακόμα οκτώ και κάτι, ο σκυλοκαυγάς ξεκίνησε αξημέρωτα, δεν είχα όρεξη, ψόφησα, φώναζα , τσίτωσα, τώρα ήθελα να κοιμηθώ εκατόν πενήντα χρόνια και διακόσιες εικοσιεφτά ημέρες - τόσο με εξόντωσε η δεσποινίς Δενκαταλαβαίνωτιμουλεςγίνεπιοσαφήςσεπαρακαλώ…
.Όταν ξύπνησα ήταν μαύρη νύχτα. Σκόνταψα για τις παντόφλες, πίσσα, αραπιά, έψαχνα τον διακόπτη, δεν τον έβρισκα, σα να είχα ξυπνήσει σ’ άλλο σπίτι. Κατευθείαν έφτιαξα καφέ-άνοιξα και καινούργιο πακέτο, είχα αφήσει το γυρισμένο με την ευχή κάπου αλλά εξαφανίστηκε ,τίποτε δεν ήταν στη θέση του, άτιμη μέρα, της εξοντώσεως. Στο τρίτο τσιγάρο θυμήθηκα και το όνειρο. Ήμουν, λέει, στο μανάβικο της γωνίας, αγόραζα κάτι ξινόμηλα εισαγωγής, πέρασε από μπροστά ο Πολιορκητής, κρατούσε μια Ελευθεροτυπία, πήγα να δαγκώσω τη γλώσσα μου γιατί ήταν πολύ όμορφος κι ήθελα να ουρλιάξω και να τον μυρίσω και να τον γλείψω εκεί μπροστά στους πάγκους κι αυτός ήρθε δήθεν αμέριμνα, μου ’κλεισε το δρόμο, δεν μπορούσα να στρίψω, ήταν και τα καφάσια με τα καρπούζια αριστεροδέξια, με λένε Δημήτρη μου ψιθύρισε στ΄αυτί, σταμάτα να με λες Πολιορκητή, εγώ κοκκίνισα, μου ’πεσαν τα μήλα, κάτι κυριούλες έκαναν τσσσσσσς, ο μανάβης αγρίεψε, πάρτε δρόμο γκάριζε, έπεσαν και τα καρπούζια, τρέχαμε, τρέχαμε ώσπου βγήκαμε μπροστά στο μετρό της Πανόρμου. Ψιλοβλακεία όνειρο, δεν είχε ούτε φιλιά, ούτε τίποτε το αισθησιακό, ούτε σεξ, ούτε. Είχε πάλι δρόμο, όμως. Αυτός μου έκλεισε το δρόμο, ο μανάβης μας διέταξε να πάρουμε δρόμο, εμείς τρέχαμε στους δρόμους. Πολύς δρόμος, σήμερα, σκεφτόμουνα και κάπνιζα και δεν ήξερα πώς να σκοτώσω την ώρα και ήμουν μόνη καλοκαιριάτικα με την καλύτερη μου φίλη να ’χει πάρει δρόμο και τον κύριο Πολιορκητή να παρουσιάζεται μόνο μέσω ονείρων και κρυσταλλομαντείας.
Βγήκα στο δρόμο με τις σαγιονάρες και το νυχτικό. Ήθελα τσιγάρα και ντεπόν. Ήθελα να με περιμαζέψουν τίποτε καλές κυρίες, να με πάρουν σπίτι τους, να μου φτιάξουν ζεστό γάλα με κουλουράκια βουτύρου, να μου πoύνε ότι είμαι πολύ γλυκό κορίτσι και δεν πρέπει να γυρίζω τέτοια ώρα στους δρόμους με το νυχτικό και τις παντόφλες και να με βάλουν για ύπνο και τα σεντόνια να μυρίζουν αύρα ωκεανού κι εγώ να τους δώσω το τηλέφωνο του Πολιορκητή και να τον ξυπνήσουν και να έρθει αλαφιασμένος να με πάρει και να τις ευχαριστήσει πολύ τις καλές κυρίες που βοήθησαν το κορίτσι του και κάτι τέτοιο στο περίπου . Για την άλλη ούτε λόγος. Δεν την ήθελα ούτε στα σενάρια, ούτε στα όνειρα, ούτε μέσα στο σπίτι μου-έπρεπε να πάρει δρόμο από καιρό, από τότε που την έπιασα να σκαλίζει τα γράμματα του και να φοράει τα σουτιέν μου. Περπατούσα, το λοιπόν, περπατούσα, οι δρόμοι άδειοι, ούτε καλές κυρίες, ούτε ναυτοπρόσκοποι, ούτε επιδειξίες, ούτε ανώμαλοι, ούτε μάρτυρες του Ιεχωβά. Κανείς. Σα να βρέθηκα σε άλλη πόλη. Σε άλλη χώρα. Ακόμη και οι δρόμοι, τα ονόματα των δρόμων δεν μου θύμιζαν τίποτε. Οδός Γιατρού Ινεότη, οδός Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου, οδός Γενιάς του Ιδιωτικού Οράματος, οδός Γενιάς του ‘70, οδός Φιλοθεάμονος κοινού, οδός Στήλης για τη μουσική εφημερίδος Ελευθεροτυπίας, οδός Οικογενείας Στουπάθη, Οδός Ντιριντάουα, Οδός Διακοπών Χωρίς Πτώμα, οδός Βασιλίσσης Φρίκης. Δεν ήμουν στα καλά μου, προφανώς.
Στο περίπτερο, ο τύπος κοιμόταν. Ψιτ, ψιτ, τον σκούντηξα κανά δυο φορές, τζίφος. Ήθελα να βάλω τα κλάματα. Όλα στραβά Τριγύρω κανείς. Άνοιξα το πορτάκι, μπήκα, πήρα μια κούτα άφιλτρα και τρεις αναπτήρες με μουσική. Αν μ’ έπιαναν δεν θα ’ξερα τι να πω, δεν ξυπνούσε όμως με τίποτε, τι μπορούσα να κάνω; Έπιασα το παγκάκι προς το σιντριβάνι κι άκουγα μουσική απ’ τους αναπτήρες. Οι δύο έπαιζαν το Xάπυ Mπέρθντει του γιού, ο άλλος το Κόπα Καμπάνα. Είχαν πλάκα, μου ’φτιαξαν τη διάθεση, ήταν σαν πάρτι πριβέ, ξέχασα και τους έρημους δρόμους και τους δρόμους που πήρα και τους δρόμους που άφησα, τα ξέχασα σχεδόν όλα και κάπνιζα από την κλεμμένη κούτα και ανοιγόκλεινα τους αναπτήρες κι ήταν πολύ σούπερ και στο διάβολο να πάει κι η καλύτερη μου φίλη κι ο Πολιορκητής που δεν θέλει να τον λέω Πολιορκητή αλλά Δημήτρη και τα τρία νοίκια που χρωστούσα και το βράδυ της Ανάστασης που μ’ έστησε με τη λαμπάδα και τα κόκκινα αυγά και το άλλο βράδυ που μ’ έβγαλε απ’ το μπαλκόνι και ζήτω του περιπτερά και ζήτω σ’ αυτόν που ανακάλυψε τους μουσικούς αναπτήρες και ζήτω σ’ όλους τους πολεοδόμους και τους αρχιτέκτονες και στους εργάτες και στις γυναίκες τους και στα παιδιά τους και στο σόι τους όλο. Άρχισα να κρυώνω και δεν περνούσε κανείς να με σφάξει, να με βιάσει, να με συλλάβει, να με ψήσει για καμιά αίρεση, να μου απαγγείλει τον Θούριο του Ρήγα, να με καλέσει στη γκαρσονιέρα του για καλούα με τριμμένο πάγο και καμιά ανωμαλία στα πεταχτά. Ο ύπνος πρέπει να με πήρε με το τσιγάρο αναμμένο.
Ο ήλιος έκαιγε κάθετα και ξύπνησα απότομα. Το στόμα μου κολλούσε. Ήθελα νερό, καφέ, περίθαλψη, ήθελα να γυρίσω γρήγορα σπίτι. Δεν είχα ρολόι, αλλά απ’ το θόρυβο κατάλαβα ότι περνούσαν τα πρώτα λεωφορεία. Η κούτα εξαφανισμένη. Είχα παρέα το βράδυ, σκέφτηκα κατηφορίζοντας την Κεφαλληνίας, Οι δρόμοι γεμάτοι. Κόσμος με σακούλες, κόσμος χωρίς σακούλες ,κόσμος αγκαζέ, κόσμος μόνος του. Κανείς δεν μου έδινε σημασία. Περπατούσα με το ροζ νυχτικό και τις σαγιονάρες και τους τρεις μουσικούς αναπτήρες στο χέρι, χωρίς τσιγάρα, αλλά χαλάλι του σ’ όποιον τα πήρε, να τα καπνίσει και να τα χαρεί και να τον χαίρεται η μανούλα του. Περπατούσα, περπατούσα κι ήμουνα κομμάτι του μεγάλου δρόμου κι όλων των δρόμων οριζοντίως και καθέτως κι αυτών που περπάτησα κι αυτών που θα περπατούσα κι αυτών που θα κατάπινα κι αυτών που θα με κατάπιναν.
Στάθηκα στη βιτρίνα με τα ηλεκτρικά. Χρειαζόμουν επειγόντως ένα μιξεράκι. Καλές τιμές, θα ξαναπερνούσα. Πάτησα τον ανάπτηρα με το Χάππυ Μπέρθντει -να να να να να να,να να να να να να-τα γενέθλια μου ήθελαν καμία δεκαριά μήνες ακόμη αλλά δεν ήταν κακή ιδέα να παραγγείλω μια τούρτα για το βραδάκι.
[Γλυκερία Μπασδέκη, Η μέρα που η καλύτερή μου φίλη πήρε δρόμο, αναρτληθηκε στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη]