Θα μπορούσε να είναι μια ιστορία του Χένρι Τζέιμς. Δυο άνθρωποι ισόβια μαζί. Που δεν κατορθώνουν να ολοκληρώσουν ποτέ όσα θέλουν ο ένας εναντίον του άλλου. Με εξοντωτική ευγλωττία. Λόγια επιθετικά και απερίφραστα. Τα οποία, πιθανόν, θα στρέφονται και εναντίον των ίδιων των κατηγόρων. Λυτρωτικά, όμως. Μέχρι να το κατορθώσουν, εκστομίζουν τα χειρότερα στις παραφορές τους. Ταυτόχρονα βλέπουν ότι γλιστρούν στη λεία επιφάνεια ενός νοήματος, που δεν μπορούν να πλησιάσουν βαθύτερα. Το περίεργο είναι ότι οι σημασίες δεν τους διαφεύγουν απόλυτα. Πάντως αυτό που τους ενδιαφέρει στο κέντρο του κύκλου δραπετεύει. Και είναι το τέλειο σημείο, σκέπτονται απογοητευμένοι μετά από κάθε αποτυχημένη φραστική δράση. Αφιερωμένοι σ’ αυτή με όλες τις δυνάμεις τους. Ή έτσι φαντάζονται, προσωρινά κενοί και εξαντλημένοι. Νομίζοντας ότι δεν τους περισσεύει ούτε ικμάδα για την επόμενη πράξη του έργου. Στην οποία θα αφιερωθούν, όμως, σε λίγο με ανανεωμένες δυνάμεις (Τάσος Γουδέλης, Οι Ιδανικές Λέξεις –ARTbyWORDS by ssilence)
ΚΑΘΕΝΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΡΙΝΓΚ:
Πρέπει, λοιπόν, να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να πετύχουν το στόχο. Όμως δεν ξέρουν ακριβώς πώς να προετοιμασθούν. Εάν χρειάζεται κάποια στρατηγική, αναρωτιούνται. Σαν να ξεκινούν όλα κάθε φορά από μια παρθενική αρχή. Γιατί μπορεί κα να τους βοηθήσει η τύχη από μόνη της. Αποθέτοντας με χάρη τις κατάλληλες λέξεις στο στόμα τους. Που θα βρει μαγικά αυτό, σαν να είχε μόλις του επινοήσει μόνο του, την πιο εξοντωτική ρητορική. Για να επικρατήσει. Που θα στοιχίσει και στο ρήτορα, όπως είπαμε. Αλλά δεν έχει σημασία. Αξίζει ο θρίαμβος των λέξεων, υποθέτουν, που σίγουρα κερδίζει το χαμένο χρόνο. Την άλλη στιγμή, όμως αμφιβάλλουν εάν τους αρκεί αυτό…
Ίσως πάλι, λένε, να είναι απολαυστική και η αστραπιαία ισορροπία σε ένα ηδονικό χάος. Επειδή θα βρεθούν οι κατάλληλες λέξεις, που νομίζουν ότι θα τους κρύβονται για πάντα. Μπορεί γυμνές μπροστά στα μάτια τους τόσα χρόνια. Και, όμως, αόρατες. Παρότι έψαχναν οι δυο αντίπαλοι στα πιο απίθανα μέρη αλά ακόμα και στα πιο κοντινά. Αφού ερευνούσαν με τα νευρικά δάχτυλα ακόμα και τις ραφές της τσέπης τους… ‘Όταν όρθιοι και αντιμέτωποι λικνίζονταν από οργή εκτοξεύοντας άκαρπα επιχειρήματα στον αέρα. Οι λέξεις ίσως να βρίσκονταν εκεί δίπλα τους, βγάζοντας τη γλώσσα. Κι αυτοί να ματαιοπονούσαν στραμμένοι αλλού…
Αλλά μέχρι τώρα δεν έχει κατέλθει το πνεύμα και βαδίζουν ανυπόδητοι. Πλάθοντας με τη φαντασία τους το ωραίο μέλλον. Εκτεθειμένοι (προσωρινά άραγε;) Γιατί και οι δύο ξέρουν ότι κινούνται σε ανοιχτό πεδίο μάχης. Μακράν αυτών οι σαρτρικές κολάσεις των εγκλεισμένων σε τέσσερεις τοίχους!.. Έστω και μεταφορικά. Επιμελήθηκαν ελεύθερα το δικό τους σκηνικό χρόνια τώρα. Δεν τους υποχρέωσε κανείς να συγκατοικήσουν. Ούτε κάποια μοίρα. (Είναι σχεδόν βέβαιοι γι’ αυτό κι ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να υπακούσει. Ή να προσποιηθεί ότι πείθεται…). Καλά, λοιπόν, καθένας στη δική του γωνιά του ρινγκ, όπως θα διέτασσε ο Στρίντμπεργκ τους συζύγους. Μόνο που κι αυτόν προδίδουν οι δύο ήρωες μας, γιατί είναι έτοιμοι να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλον. Ειλικρινά.
Τότε, θα ’λεγε κανείς, ότι παίζουν από ανία κάποιο τολμηρό παιχνίδι. Μα ούτε αυτό συμβαίνει. Επειδή η ζωή είναι εύφορη και κρύβει εκπλήξεις. Με ενδιαφέρον. Αφού πρώτα, βέβαια, φρόντισαν να αποφεύγουν τις αποκαρδιωτικές επαναλήψεις. Ή, έστω, την επανεμφάνιση του ίδιου, χωρίς τη βαθύτερη αλλαγή που επιφυλάσσει η σοφή επανάληψη.
Οπλισμένοι με θεωρίες αλλά και χωρίς αυτές δεν σκέφτηκαν ποτέ να οχυρωθούν απέναντι σε οποιοδήποτε εχθρό. Δεν είχαν να κρύψουν ή να προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο στους άλλους. Οπότε δεν τους απειλούσε κανείς. Όσο για τις επιβουλές από τον ίδιο τους τον εαυτό: θεωρούσαν κάθε τέτοια σκέψη τόσο τετριμμένη, αλήθεια, που δικαιολογημένα την απέρριπταν. Αδικώντας ίσως υπερβολικά τη φυλλορροή, μια νυχτερινή δύσπνοια ή το είδωλο κάποιου σε ένα τζάμι, που νόμισαν για λίγο ότι ήτανε δικό τους.
Όμως όλα αυτά δεν τους ήταν άγνωστα. Είχαν διαβάσει πολύ. Και στον Ισμανς βρήκαν σωτήριες αναλογίες. Μ’ ένα δικό τους αισθητισμό, που δεν περιοριζόταν μόνο σε αντίκες και παλιά χειρόγραφα. Βιαστικά κα με ασυγχώρητη υπερβολή θα έλεγες ότι τους ενδιέφερε μόνο η πνευματικότητα. Αλλά θα τους άκουγες να διαφωνούν. Γιατί δεν έκλεισαν ποτέ τις φωνές έξω από την πόρτα τους. Αν και ήξεραν ότι η ανεύθυνη συναναστροφή σε αποσπά. Από ένα και μοναδικό σκοπό. Να βρεις ήσυχος κάποτε τη φλομπερική «δίκαιη λέξη». Όχι στη λογοτεχνία αλλά όταν χρειαστεί να αντιμετωπίσεις το σύντροφό σου.
Κι αυτοί οι δύο είχαν ανεξόφλητους λογαριασμούς μεταξύ τους. Το ήξεραν καλά. Βρίσκονταν, όμως σε αδιέξοδο έχοντας αποκλείσει την περίπτωση να χρησιμοποιήσουν τη διαστροφή σαν πνευματική άσκηση.
Αλλά δεν έμειναν άπραγοι. Καθένας τους έψαχνε για κρύπτες και μυστικά περάσματα. Χωρίς να δίνει στόχο. Οπωσδήποτε είχαν ανάγκη την έμπνευση. Όχι αυτή που έρχεται ανεκτίμητη μετά από μεγάλη παραίτηση. Μα εκείνη που αποκαλύπτεται μετά από την πιο λυσσαλέα πολιορκία.
Γι’ αυτό συνεχίζουν να λειαίνουν το έδαφος. Να εξαντλούνται σε δοκιμασίες αλληλοσπαραγμού. Βέβαιοι κάποτε ότι θα καταφέρει ο ένας στον άλλον το καίριο πλήγμα. Δεν εγκαταλείπουν,
[ΠΗΓΗ: Τάσος Γουδέλης ]