Αν όλοι γνώριζαν τι λέγεται πίσω από την πλάτη τους, δεν θα υπήρχαν ούτε δυο φίλοι σε αυτό τον κόσμο, αποφάνθηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ο Πασκάλ. Έχοντας ως βάση αυτή την παραδοχή ο Κωστής Παπαγιώργης δικαίως αναρωτιέται: Και γιατί να μην μπορούμε να πούμε καταπρόσωπο στον άλλο τι είναι ή τουλάχιστον τι πιστεύουμε ότι είναι. Επειδή κανείς σχεδόν δεν το αντέχει ή δεν το έχει ανάγκη ή δεν μπορεί να ζήσει με αυτό. Συνεπώς, για να ζήσει κανείς και να έχει φίλους, είναι πρωταρχικής σημασίας μια μικρή ή μεγάλη δόση ψεύδους στη σχέση του με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ειδάλλως το μαγαζί βάζει λουκέτο!.. Αν τα πράγματα ήταν τόσο ξεκάθαρα, θα έπρεπε ο καθένας, σε μια κρίση αυτοκαταστροφικής μεγαλοψυχίας, να πλέξει το εγκώμιο των λαθραίων επικριτών του, γιατί στην ουσία, κατά τις ταραχώδεις συνεδρίες τους, δε χάνουν τον καιρό τους, αλλά ασχολούνται με την «αλήθεια»!.. Τη δική του αλήθεια βέβαια που, ως δική του, δεν την αντέχει και την οποία οι άλλοι φέρουν ανέτως, επειδή ακριβώς είναι δική του και όχι δική τους. Έχουμε με άλλα λόγια έναν ευεξήγητο φαύλο κύκλο: καθένας φέρει άκοπα την αλήθεια των άλλων και είναι ανίκανος να φέρει ή ν’ ακούσει τη δική του. Συνεπώς η ειλικρίνεια και η ευθύτητα διαπρέπουν μόνον αναφορικά με τους άλλους. Όταν ένα άτομο δοκιμάζει να στραφεί στο εγώ του, κατιτί παθαίνει εμπλοκή και η κρίση του παύει να λειτουργεί!.. Έτσι όλα τα πρόσωπα που ζουν στους κόλπους μιας κοινότητας έχουν αναγκαστικά δυο όψεις. Η μία είναι αυτή που προβάλλουν οι ίδιοι, που την ξέρουν και την υποστηρίζουν και η άλλη εκείνη που έχει σχηματιστεί από τα κοινωνικά σχόλια. [εισαγωγικό απόσπασμα από ΤΑ ΚΟΥΣΕΛΙΑ, κείμενο από την ενότητα ΟΙ ΠΑΡΑΚΕΝΤΕΔΕΣ , από το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΛΕΠΟΥ – ΟΙ ΞΥΛΟΔΑΡΜΟΙ, εκδόσεις Καστανιώτη 1992 όπου ο στοχαστής/ φιλόσοφος Κωστής Παπαγιώργης παρουσιάζει με το γλαφυρό του τρόπο τη– ARTby Igor Zenin Dancing Trees]
ΤΑ ΚΟΥΣΕΛΙΑ (συνέχεια κειμένου για το «Παιχνίδι» της «αλήθειας» στις ανθρώπινες σχέσεις)
Εφόσον ο καθένας είναι ικανός να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας μόνο για τους άλλους και ειδικά τους απόντες, η αλήθεια έχει δικαίωμα ν’ ακούγεται μόνο εν απουσία του κάποιου, αυτού δηλαδή που πληρώνει τα περίφημα «έξοδα παραστάσεως». Στην περίπτωση που όλοι οι παίκτες είναι παρόντες, είτε λένε όλοι ψέματα, είτε –όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές- βρίσκουν κάποιον απόντα για να του φορτώσουν την «αλήθεια» του. Διαφορετικά το παιχνίδι δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Φαινομενικά αυτή η ρήτρα θυμίζει λίγο έναν μισαλλόδοξο μονάρχη του Μοντεσκιέ που, ανίκανος να παραδεχθεί οτιδήποτε αρνητικό για το άτομό του, εξωθούσε όλους τους αυλικούς του στην κολακεία και στο ψέμα, ωσότου εν τέλει καταδίκασε σε θάνατο τον ίδιο του τον εαυτό, εφόσον οι θεράποντες ιατροί του δεν εξαιρούνταν απ’ αυτή την απαγόρευση, αδυνατούσαν –επί ποινή θανάτου- να κάνουν την οιανδήποτε θετική διάγνωση. Τον καθησύχαζαν λοιπόν για την καλή του υγεία ακόμη και τις στιγμές που ψυχορραγούσε. Με τη διαφορά ότι στο παιχνίδι της κοινωνικής υποκρισίας δεν έχουμε έναν μονάρχη και πολλούς ιατρούς, αλλά καθένας μας, ανάλογα με το αν είναι παρών ή απών, εκ περιτροπής, παίρνει τη θέση του μονάρχη ή του γιατρού.
Η απουσία του κρινομένου, για να μιλήσουμε πιο σοβαρά πλέον και χωρίς ιστορικά ανέκδοτα, χαρίζει μια πρωτοφανή άνεση στους επικρίνοντες. Γιατί το ζήτημα δεν είναι να πεις κάτι που η παρουσία του άλλου το απαγορεύει, αλλά να νιώσεις την ελευθερία να ξεθεμελιώσεις την παρουσία του. Την υπόστασή του. Όσο συμβατικά, δισταχτικά, συγκρατημένα κι αν είναι τα κουσέλια, ουσιαστικά αποσκοπούν στην εξουδετέρωση του κρινομένου. Οι παρόντες, μόνο και μόνο επειδή είναι παρόντες, έχουν μια αδιαμφισβήτητη υπεροχή απέναντι στον απόντα. Και οι διαβουλεύσεις –έτσι συμβαίνει πάντα- δεν αργούν να καταλήξουν στο συνταρακτικό συμπέρασμα: είναι καιρός να τελειώνουμε με την αφεντιά του. Οι ένορκοι δε φείδονται καταδικαστικών αποφάσεων.
Πάντοτε ο απών βρίσκεται υπό σχετική ή απόλυτη δυσμένεια, έστω κι αν είναι ο πιο κοντινός φίλος. Η ίδια η απουσία του τον θέτει σε δεύτερη μοίρα. Κατά μία έννοια είναι λίγο νεκρός. Το όνομά του δίνει σκάρτο ήχο, μοιάζει κάπως με τα αδέσποτα και τα αφύλαχτα πράγματα που δεν σέβεται κανείς (δρυός πεσούσης…). Με άλλα λόγια: περισσεύει στη μοιρασιά. Και η αίσθηση αυτή του υπεράριθμου δε χρειάζεται να είναι φανερή και εκπεφρασμένη. Αρκούν μερικά σμιξίματα των φρυδιών, κάποιοι αργοί κύκλοι με την άκρη του χεριού, μερικά «μμμ…» για να δημιουργηθεί η ανάλογη ατμόσφαιρα. Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα χρόνου και ζήλου, στοιχεία που δεν λείπουν ποτέ, ειδικά όταν πρόκειται για τις απολαύσεις που χορηγεί αφειδώς η άρνηση και η απόρριψη.
Όπως με τις καταβολές του φωτός αλλάζουν άρδην τα χρώματα, οι «δικαστές» (μια και κάθε κουτσομπολιό, κάθε επίκριση, κάθε λουφαγμένη καταλαλιά δεν είναι τίποτε άλλο από μια κανονική δίκη) θαυμάζουν τον εαυτό τους όταν καταφέρουν με μερικά επίθετα –τα κατεξοχήν φωτεινά ή σκοτεινά μέρη του λόγου- να ανατρέπουν τις καταστάσεις και να καρπούνται το αποτέλεσμα. Συνεπώς η γλώσσα δεν χάνει σ’ αυτές τις δίκες. Κάθε επιφύλαξη αντίθετα περιορίζεται σε δεύτερους και τρίτους ρόλους. Ο επιφυλακτικός κύριος που αρνείται να συμπράξει, δεν υπολογίζεται. Μετράει μόνον η γοερή ανάγκη της χολωμένης και φιλόψογης καρδιάς που, κινώντας τις φράσεις δίκην ισχυρών βραχιόνων, ζητάει πάση θυσία να αναποδογυρίσει μια κατάσταση πραγμάτων, να φέρει τα πάνω κάτω και ακόμα πιο κάτω.
Αφότου η ζωή ανατίθεται στα γλωσσικά ήθη, δεν παρουσιάζεται πουθενά και σε τίποτα αδιάσειστη. Ο καθένας μπορεί να πει το λογάκι του. Έτσι η γλώσσα κάνει τους πάντες θαυματοποιούς: φτάνει να ισχυριστεί ένας άνθρωπος το πιο απροσδόκητο πράγμα, και παρευθύς σμήνη προσχημάτων και στρεψόδικων επιχειρημάτων θα σπεύσουν προς επίρρωσιν του ισχυρισμού του.
Βάλτε για παράδειγμα υπό δοκιμασία τον οιοδήποτε χρεοκοπημένο της ζωής και αφήστε τον να απολογηθεί. Που σημαίνει: παραχωρήστε του το αναφαίρετο δικαίωμα να παίζει με τα σταθμά των λέξεων και να απονείμει αφεαυτού τη δικαιοσύνη που ξέρει κι επιθυμεί. Είναι βέβαιο ότι με τα γλωσσικά θαλασσοδάνεια –με τα οποία ο καθένας μπορεί να παρουσιάζεται σαν ζάπλουτος – θα αποδείξει ότι στη μεγάλη αλυσίδα των γενεών ο δικός του κρίκος είναι άλλης τάξεως. Φυσικά δεν υπολογίζεται το αν στην πραγματικότητα –ποια πραγματικότητα χριστιανοί; -είναι ένας φτηνός χαλκάς, το κύριο είναι ότι με τα λόγια μπορεί να δώσει άλλο νόημα στην κακή του τύχη. Γενικά κάθε άνθρωπος, εφόσον του επιτρέπεται να μιλάει, και μάλιστα για τον εαυτό του, και μάλιστα για την τύχη του, δεν χωράει αμφιβολία ότι στρεψοδικοπανούργα θα επιτύχει πανηγυρικά την αθώωση του. Τι μεγαλύτερο δώρο από τη γλώσσα που –πολύ πιο ριζικά από το αλκοόλ- χαρίζει στον καθένα τη στολή που επιθυμεί, τον βγάζει στην κοινωνία με άλλο πρόσωπο και τον στήνει στα πόδια του.
Γιατί, όπως εύκολα εικάζουμε, αυτές οι δίκες που στήνονται στο πρώτο σπίτι ή στο πρώτο καφενείο –και στην πρώτη εφημερίδα καμιά φορά- δεν αποσκοπούν σε μια όποια απονομή δικαιοσύνης. Όποια εισαγγελικά σύνδρομα κι αν καταδιώκουν ένδοθεν έναν άνθρωπο, όταν μαίνεται εναντίον κάποιου, ουσιαστικά γυρεύει φάρμακα για την πληγή του. Ποτέ δεν μαινόμαστε για κάποιον που μας είναι αδιάφορος. Απεναντίας, όπου βλέπουμε αφρούς –και οι στενόκαρδοι άνθρωποι ξεχειλίζουν εύκολα- έχουμε να κάνουμε με λαβωμένους εγωισμούς που «παντί σθένει» κυνηγούν τα χαμένα. Αυτά τα χαμένα (που συνήθως σχετίζονται με το πλαστό κύρος της προσωπικότητας) εξαρτώνται από την αδελφότητα στην οποία ανήκει ο πληγείς, από το πραγματικό ή προσχηματικό επάγγελμα, αλλά πάνω απ’ όλα επιδιώκουν υποδόρια την αμυντική θωράκιση του κάθε ψυχισμού. Το συμπέρασμα συνάγεται από μόνο του: αν οι αδύναμοι άνθρωποι είναι τόσο εμπαθείς, αυτό συμβαίνει γιατί πληγώνονται εύκολα και κατά μοιραία συνέπεια ικανοποιούνται δύσκολα.
Και μολονότι ο λόγος για αδύναμους και ισχυρούς, για λαβωματιές και για εμπάθειες, το προκείμενο δεν είναι οι εχθρικές παρατάξεις όπου τα αρνητικά αισθήματα είναι δεδηλωμένα και τα στρατηγήματα θεμιτά. Καμιά ραδιουργία που εξυφαίνεται γύρω από τον επιφανή, σαν κι αυτές που βλέπουμε στις σαιξπηρικές ή άλλες αυλές. Η κοινότητα εδώ αφορά την πασίγνωστη κοινωνία των πολιτών –την καθημερινή ζωή- ήτοι την ξεδοντιασμένη από τον νόμο ύπαρξη που, άοπλη, και στερούμενη την αυτοδικία, ορίζει και περιφρουρεί την ατομικότητά της με τα όπλα του λόγου και της σιωπής. Δεν μιλάμε για ξένους και εχθρούς, αλλά για «φίλους» και «ομόσταβλους». Μόνο μέσα σε μια κοινότητα όπου τα κάθε λογής « συν» χοροστατούν (συνεργάτης, συνάδελφος, σύντροφος, συγγραφέας) έχει νόημα η σπερμολογία, ο ταρτουφισμός και η αναξιοπιστία.
Επεισοδιακά έστω, αξίζει να κάνουμε λόγο για τις αδελφότητες των επαγγελμάτων που αποτελούν κανονικά κλουβιά με φρενιασμένα τρωκτικά. Έμποροι, επιχειρηματίες, πολιτικοί, υπάλληλοι, δικηγόροι, γιατροί, τραγουδιστές, ηθοποιοί που αλληλοτρώγονται με τις ευλογίες της κοινωνικής χάριτος. Για τον κόσμο των γραμμάτων όμως η μνεία πρέπει να είναι διεξοδικότερη, γιατί στους κόλπους του η αξία –ποιού άλλου; της γραφής – έχει άλλη λειτουργία. Ανέχεται κανείς να είναι κακός επαγγελματίας (συχνά το κουδουνίζει σαν τίτλο τιμής), αλλά κακός συγγραφέας; Ποτέ. Επειδή λοιπόν μόνο το πρωτείο μετράει στον κόσμο των γραμμάτων ο φθόνος και η σπερμολογία είναι πράγματα που σοβούν επιδημικά.
Γύρω από το αριστείο των γραμμάτων ξεσπάει μεγάλη μάχη. Σηκώνεται μεγάλος κουρνιαχτός. Και δικαίως αν πρόκειται για άμιλλα. Και δικαίως αν ανταγωνίζονται δοκιμασμένες ικανότητες που δεν υποχωρούν σε θέματα γοήτρου. Όταν όμως στήνεται μια απερίγραπτη μουνταρία από αυτοσχέδιους δημιουργούς και κάθε λογής αβερνίκωτα μούτρα, πώς να μην καταλήξει όλος αυτός ο ορυμαγδός να γλωσσοδέρνεται και να καταφεύγει ανελλιπώς στους «ορθοφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωρους» τρόπους; Η νεοελληνική κάστα των γραμμάτων έχει μεγάλη πείρα σ’ αυτά τα καμώματα, καθώς επίσης και διάσημα θύματα (τον Συκουτρή για παράδειγμα). Και τα ιερατεία της είναι μόνο δύο: το πανεπιστήμιο από τη μια μεριά, τη θεσμική, και από την άλλη, τη λαϊκότερη, η «ποίηση»!..
Σε ό,τι σημαντικό πετύχουν οι άνθρωποι είναι σίγουρο ότι θα ωριμάσουν περνώντας μέσα από ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα φιλονικίας και καβγά. Και στην Ελλάδα –χώρα του τρίτου κόσμου αναντίρρητα- δεν είναι παράξενο ότι διανύουμε ακόμα την περίοδο του καβγά. Δεν έχουν άδικο εκείνοι που τα πανεπιστημιακά συγγράμματα των καθηγητών τα βγάζουν στην πλειοψηφία τους «ντάρα». Ο θώκος είναι το παν, το σύγγραμμα δεν μετράει. Στην «ποίηση» όμως, όπου (συμφορά μας) υπάρχουν ατράνταχτες διεθνείς διακρίσεις και αναγνωρίσεις –πάντα η Ευρώπη ήταν γενναιόδωρη απέναντι στις επαρχίες της- ο καβγάς παίρνει άλλες διαστάσεις, γιατί έχει καταντήσει πανελλήνια νεύρωση. Ο υπάλληλος, ο επιχειρηματίας, ο ηθοποιός, ο υποαπασχολούμενος, ο δημοσιογράφος – έχουν όλοι τις ποιητικές τους συλλογές. Και τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του φυσικά. Γιατί ο παστουρμάς δεν νοείται χωρίς αλάτι.
Θα άξιζε κάποτε ένας άνθρωπος με μάτι να καταπιαστεί με τη συγγραφή, όχι της ιστορίας (που αυτή η «ποίηση» έγραψε), αλλά με το πολύκροτο χρονικό του νεοελληνικού καβγά γύρω από τη στιχουργική τέχνη. Για τους «εν αμαρτίαις» γηράσαντες, για τους ταχυπειθείς και οψιμαθείς ή αμαθείς που αρχοντοπιάνονται, για ανθρώπους που οπλίζονται με μικροσκόπιο όταν ακούνε το καλό και ανασύρουν το μεγεθυντικό φακό όταν οσμίζονται το κακό, για άτομα κάθε ηλικίας που η βύρσα τους θρανεύεται, για τις χειραψίες «εν μέση οδώ» που διαρκούν ημίωρα και βάλε, για ένα όργιο κουσκουσουριάς και ματαιόδοξης περιαυτολογίας που έφθειρε γενεές επί γενεών, για όλους αυτούς δηλαδή που –αναγκαίο κακό σε κάθε λογοτεχνία- είχε υπόψη του ο Ντοστογιέφσκι όταν έγραφε: «Χμ!.. Άκου, Βάνια μου, εγώ ωστόσο είμαι ευχαριστημένος που το βιβλίο σου δεν είναι γραμμένο σε στίχους. Οι στίχοι, παιδί μου, είναι ένα τίποτα. Μη συζητάς καθόλου και πίστεψε εμένα, το γέρο. Εγώ θέλω το καλό σου. Ένα τίποτα. Χαμένος καιρός. Στίχους ας γράφουν τα γυμνασιόπαιδα. Οι στίχοι ως το φρενοκομείο μπορούν να καταντήσουν έναν νέο…»
Ο Ντοστογιέφσκι δεν μπορούσε βέβαια να προβλέψει ότι οι Έλληνες ποιητές που κατά τεκμήριο είναι άξιοι του ονόματός τους δεν έζησαν στην Ελλάδα –ή έζησαν εξόριστοι εν Ελλάδι- ήξερε όμως από πρώτο χέρι το κλίμα της λυκοφιλίας που γεννούν οι κύκλοι των γραμμάτων. Υπάρχουν φίλοι, γράφοι, που μισούνται χρόνια, που σιχαίνονται ο ένας τον άλλον, που αρρωσταίνουν στη σκέψη του άλλου, και όμως δεν χωρίζουν. Μπορεί κάθε βράδυ, που ο καθένας παίρνει το δρόμο για το σπιτικό του, να λυσσομανάνε από το κακό τους, να χτυπάνε γροθιές στα ντουβάρια της κάμαράς τους μέχρι να πέσουν σοβάδες. Και όμως επιμένουν. Κάθε νέα μέρα και νέα αποθέματα εχθρότητας και νέες αφορμές για χολή, μίσος και απέχθεια. Όσο για την αμοιβαία απομάκρυνση που αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση, κανείς δεν παίρνει την απόφαση. Τα τσακώματα έχουν πολύ ψωμί. Κι ο κόσμος πεινάει.
Με τη φύρα παρόμοιων παθών γεννιέται το φύραμα των πασίγνωστων γραφικών τύπων. Ένας άνθρωπος που μαραζώνει χρόνια ολόκληρα καλλιεργώντας τον πικρό αγρό του μίσους, αποχτάει το «κουμπί» του. Και το κουμπί –γνωστό στον περίγυρο- είναι λειτουργικότατο. Τσακμάκι με τα όλα του. Φτάνει κάποιος, για να διασκεδάσει, να αναφέρει το μισητό όνομα κι αμέσως αρχίζει η «μουσική». Η ετοιμότητα του πάσχοντος προσώπου είναι εκπληκτική σ’ αυτές τις στιγμές. Όσο άλλωστε εύλογη είναι και η απορία: καλά δεν κουράζονται αυτοί οι άνθρωποι; Δε σιχαίνονται τέλος πάντων τον εαυτό τους; Τα ίδια τους τα σπαταλημένα σάλια; Και βέβαια κουράζονται. Μόνο που αυτό συμβαίνει με μια περίτεχνη μετάθεση: τον σιχαίνονται στο πρόσωπο του άλλου. Άνθρωπος που διαρκώς κατηγορεί (άλλους) και συνάμα δοξάζει (τον εαυτό του) είναι φανερό ότι συντρίβεται από το φορτίο της ενοχής του.
Χρειάζονται όμως, σαν απόσωμα, και κάποιες άλλες διευκρινίσεις που δίνουν πιθανώς άλλη διάσταση στο δράμα του ακάματου κατασπιλωτή. Εφόσον δεν είναι μισθοφόρος –ποιος πληρώνει τον εθελοντή; -εφόσον πράττει για λογαριασμό του, από καρδιάς, η περίπτωση του έχει να κάνει με την «τυραννία του ανθρώπινου προσώπου». με κείνο το σκοτεινό γήτεμα που δεν έχει αγαθές σχέσεις με το φως. Κατά έναν τρόπο ο κατασπιλωτής έχει πληγεί βαθύτερα απ’ όσο μπορεί να φτάσει μέσα του, έχουν κακοφορμίσει τα σπλάχνα του, γι’ αυτό άλλωστε πασχίζει να πλήξει τον άλλο στο ίδιο βάθος. Αυτό το επιθυμητό βάθος είναι που προσδίδει μανικό χαρακτήρα στα φερσίματά του και κάποιους τόνους ιερού πολέμου στις κατηγορίες του.
Άραγε έχει φτάσει στο σημείο που αρχίζει ο πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή του άλλου; Η περίπτωση είναι σπάνια, τόσο σπάνια όσο κοινότατη είναι η περίπτωση του θρασύδειλου συκοφάντη, ο οποίο περνάει απ’ την άκρα διαστολή της θρασυστομίας στην άκρα συστολή της θρασυδειλίας. Ο φόνος θέλει βαριά απόφαση, να πληρώσεις δηλαδή με την ισόβια καταδίκη, ενώ οι μικροφόνοι ταιριάζουν στον χαρτοπόλεμο των γραμμάτων και των αγραμμάτων.
Ο σπιλωτής δεν έχει διέξοδο: ή θα πρέπει να φτάσει στο φόνο ή να παραδεχθεί ότι νικήθηκε. Φυσικά οι σκάρτοι άνθρωποι δε λαβαίνουν ποτέ ακραίες αποφάσεις, γι’ αυτό δαπανούν το βίο τους σε στέρφα πάθη χωρίς λύτρωση – και σε ακάματες αναγνώσεις των βιβλίων που «μισούν»!..