… Και βγήκε στο μπαλκόνι εν μέσω επευφημιών, «πατριώτες, αγαπητοί συμπολίτες»…
«Έχουμε φέρει και τα παιδιά μας» ακούστηκε βροντώδης αντρική φωνή.
«Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά» – «έχουμε φέρει και τα σκυλάκια μας» τον διέκοψε άλλη βροντώδης φωνή…
«Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά, χαριτωμένα σκυλάκια» –
«έχουμε και τις γάτες μας» ακούστηκε άλλη βροντώδης φωνή. Απτόητος και χαμογελαστός ο δικός σου συνέχισε: «Αγαπητοί συμπολίτες, πατριώτες, γλυκά μου παιδιά, γατούλες και σκυλάκια» –
«έχουμε φέρει και τους αγαπημένους μας νεκρούς!»…
Σιγά μην κωλώσει, προσφώνησε και τους νεκρούς, δίνοντας έτσι ένα μάθημα ψυχραιμίας, αυτοκυριαρχίας και ειρωνείας υψηλού επιπέδου. Ήταν μια μεγαλειώδης συγκέντρωση με ζητωκραυγές, νιαουρίσματα και γαβγίσματα, που έκαναν τους νεκρούς να θέλουν να ξαναπεθάνουν, αν πιστέψουμε ότι παρέστησαν πράγματι νεκροί. Και γιατί όχι; Σε μια Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα!... Αναφώνησε δε ο Θεός απαυδισμένος: «Ρε, δεν πάτε όλοι σας να συνευρεθείτε (αλλιώς το είπε) μ’ έχετε πρήξει πια». Και φωνή τραχεία, εξίσου απαυδισμένη, απάντησε στα ίσα: «Να πας εσύ να συνευρεθείς» (άλλο ρήμα ακούστηκε)… [απόσπασμα από το βιβλίο του Μάριου Πόντικα «Κουταμάρες (και μια εξυπνάδα)» - άλλη μια «ΚΟΥΤΑΜΑΡΑ» από την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 με ΚΛΙΚ στην «εξυπνάδα» του Γιώργου Καραϊσκάκη να εκδηλώνει το μίσος του προς τους εχθρούς με βρισιές αναφορικές της γενετήσιας πράξης ή απειλές αναγραφής αυτού του μίσους στην επιφάνεια των γεννητικών του οργάνων – Αντίστιξη ο πίνακας του Ντελακρουά ΕΛΛΑΔΑ που συνοδεύει αυτή την ανάρτηση)
ΚΟΥΤΑΜΑΡΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ
Πράγματι, ο Καραϊσκάκης ήταν βωμολόχος. Οι βρισιές του έχουν μείνει στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και είναι χαρακτηριστικές για τη σεξουαλικότητά τους. Η γενετήσια πράξη ως απειλή, τα γεννητικά όργανα ως επιφάνειες αναγραφής του μίσους και της περιφρόνησής του για τους Τούρκους κλπ. Εκείνο όμως που δεν αναφέρεται, ούτε από τον ιστορικό Κασομούλη, είναι οι φοβερές βρισιές της μάνας του της Καλογριάς, από την οποία κόλλησε και το χούι του υβρίζειν χυδαϊστί. Εν τούτοις οι βρισιές του γιού αποτελούν αθώους αστεϊσμούς μπροστά στα αποτρόπαια μπινελίκια της μάνας του. Αποτρόπαια, εφιαλτικά, αβυσσαλέας και διεστραμμένης επινοητικότητας. Σύγκρυο και οξύς πυρετός κυρίευαν όποιον είχε την ατυχία να διαπληκτιστεί μαζί της, και μάλιστα βράδυ, χωρίς φεγγάρι μάλιστα. Όχι Τούρκος, ούτε Άγιος δεν τολμούσε να τις αντιπαρατεθεί. Ο Τούρκος πέταγε τα όπλα του και έτρεχε να κρυφτεί, ο Άγιος γύριζε την εικόνα του ανάποδα για να μην βλέπει και να μην ακούει την Καλόγρια. Ως και ο στρατηγός Καραϊσκάκης ντρεπόταν, όταν την άκουγε να βλαστημάει. Αμάν ρε μάνα, σ’ ακούει ο μπούτσος μου και μικραίνει, της έλεγε, όπως λένε αυτόπτες μάρτυρες, των οποίων τα λεγόμενα έφτασαν πες-πες μέχρι τα νεώτερα χρόνια. Είναι φυσικό λοιπόν να μην έχουν καταγραφεί αυτές οι κατασκότεινες βρισιές της Ζωής –αυτό ήταν το βαφτιστικό όνομα της Καλογριάς μητέρας. Μόνον ό,τι πρόλαβε να διασώσει η προφορική παράδοση, τι να διασώσει όμως, αφού το 1835 οι αντιβασιλείς Άρμανσμπεργ, Μάουερ και Έυδεκ διέταξαν –εν ονόματι του βασιλέως- να κόβεται η γλώσσα όποιου τολμούσε να κάνει λόγο για τα γαμοσταυρίδια της Ζωής Ντιμισκή –αυτό ήταν το πατρικό όνομα της αθυρόστομης Καλογριάς, να ’ναι καλά εκεί που βρίσκεται, παρέα με λυγερόκορμους καυλιάρηδες αρματολούς της ευχόμαστε και όχι με τίποτα νταουνιαρηδες διανοούμενους του εσαεί νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, με τίποτα λαϊφστυλάκηδες νεόπλουτους, δαφνοστεφανομένους κερατάδες, αγαθολούληδες ηθικολόγους –ο Θεός να μας συγχωρέσει. Αλλά ούτε ένα Δημοτικό τραγούδι για πάρτη της, γαμώ τους αποθησαυριστές της δημώδους ποιήσεως; Του Κίτσου η μάνα τραγούδι υπάρχει, και καλώς. Καλώς και του Λιβίνη, του Βλαχοθανασάκη, του Γιώτη, του Γιάννη του Στάθη, του Ζαχαράκη, της Λιάκαινας. Τη Ζωής της Καλογριάς, τίποτα; Της μάνας του Καραϊσκάκη, ρε γιαταγάνια του φαγητού;
[από το βιβλίο του Μάριου Πόντικα ΚΟΥΤΑΜΑΡΕΣ και μια ΕΞΥΠΝΑΔΑ, Α΄ τόμος, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]