«Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών αξιολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό» (απόσπασμα από το βιβλίο της φιλοσόφου Hannah Arendt Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, εκδόσεις Νησίδες 2009 μετάφραση Βασίλης Τομανάς). Πρόκειται για ένα συναρπαστικό κείμενο πουμε τη ζωηρότητα της αφήγησης και την ακρίβεια της δημοσιογραφικής έρευνας, μας προσφέρειάγνωστες πτυχές του ολοκαυτώματος των Εβραίων. Ταυτόχρονα, η επιμονή στη σκιαγράφηση του πορτραίτου του κατηγορουμένου, του Άιχμαν, μας παρέχει μιαν έξοχη ανάλυση της ανθρώπινης συνθήκης ενός εγκληματία πολέμου.Πέρα όμως απ'αυτήν την πρώτη ανάγνωση, η συγγραφέας συντάσσει μια φιλοσοφική μελέτη για την «κοινοτυπία του κακού». Το φιλοσοφικό πρόβλημα που την απασχολεί είναι τα όρια της «ηθικής κρίσης»: η δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο καλό και το κακό. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί φιλοσοφικά εκείνη η α-ηθικότητα (έλλειψη δυνατότητας για ηθική κρίση) που οδήγησε στα γνωστά πρωτοφανή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας; Ανθρωπότητα: αυτό που ταιριάζει στη φύση του ανθρώπου ως ανθρώπου· αυτή είναι η κεντρική έννοια του βιβλίου.Στο πρόσωπο του Άιχμαν η Άρεντ αναγνωρίζει έναν «νέο τύπο εγκληματία», το έγκλημα του οποίου δεν έγκειται ούτε στην μοχθηρότητα, ούτε στην παράνοιά του. Παρά τα ψυχολογικά τεστ ο Άιχμαν παρέμενε ένας απόλυτα φυσιολογικός και κανονικός άνθρωπος. Κατά τα λεγόμενά του ιδίου, ουδέποτε υπήρξε αντισημίτης και ουδέποτε διέταξε τον θάνατο κάποιου. Αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η συνήθειά του να υπακούει απρόσωπα και αδιάφορα στις άνωθεν εντολές και να τις εκτελεί με απίστευτη αφοσίωση και σχολαστικότητα. Με ΚΛΙΚ στην εικόνα στοιχεία για την όλη υπόθεση της πολύκροτης δίκης καθώς και σχόλια για τις αντιδράσεις και τη συζήτηση που προξένησαν οι φιλοσοφικές/ πολιτικές προεκτάσεις που είχαν οι απόψεις της γερμανοεβραίας Χάνα Άρεντ σχετικά με την κοινοτοπία του κακού: Η έννοια της κοινοτοπίας στο βιβλίοαντιτάσσεται στην έννοια της αθωότητας και η Άρεντ αναδιαμορφώνει την παλαιότερη θεωρία της για το «ριζικό κακό». Η περίπτωση του Άιχμαν, για τη συγγραφέα του βιβλίου,αποτελεί παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής… Επομένως το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον γερμανικό λαό ούτε, πολύ περισσότερο, το έχουμε ξεπεράσει οριστικά. Αποτελεί έναν κίνδυνο που ελλοχεύειστη σύγχρονη κοινωνία της νεωτερικότητας και σχετίζεται άμεσα με τις συνέπειες του καλπάζοντος καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της τα ολοκληρωτικά συστήματα του άμεσου μέλλοντος θα στραφούν εκ νέου εναντίον μιας «περιττής» ανθρωπότητας που θα εντοπίζεται πλέον στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις (ως νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης) και θα απαρτίζεται από άνεργους και μετανάστες: «οι οικονομικές κρίσεις και οι ιστορίες τρόμου για τους τεράστιους αριθμούς απολύσεων κάνουν «το φάντασμα της αχρηστίας και της ξενοφοβίας» να πλανάται εκ νέου στον πλανήτη. Κι ο ρατσισμός δεν έχει προνομιακό αντικείμενο ή χρώμα. Τα καινούρια θύματα του μπορεί να είναι οι μετανάστες-επαίτες του Τρίτου κόσμου, οι αραβο-μουσουλμάνικοί πληθυσμοί ή απλώς όσοι είναι πλέον αντι-παραγωγικοί… Η έρπουσα καθήλωση που οδήγησε στον ναζισμό, στον φασισμό –δηλαδή σε μαζικά εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας– είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο που συνδυάζει μεγαλεπήβολες ελπίδες, άγρια ένστικτα και μια μορφή διανοητικού κώματος: η Χάννα Άρεντ αφαιρεί από το Κακό τη μυθώδη του διάσταση – και παρ’ όλ’ αυτά, επιμένει ότι δεν είμαστε όλοι, εν δυνάμει, Άιχμαν. Πρέπει να είσαι «μηδενικό» για γίνεις Άιχμαν· πρέπει να είσαι «ο Κανένας». Η θεωρία της Άρεντ για την ευτέλεια του Κακού παρεξηγήθηκε, όπως συμβαίνει σε όλες τις θεωρίες. Όμως το πρόβλημα σήμερα παραμένει: τι οδηγεί τους πολίτες σε ιδεολογίες μίσους; Κυρίως, τι οδηγεί τους πολίτες σε θέση ευμενούς απάθειας μπροστά σε βιαιοπραγίες ή εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας; Ποιο είναι το προφίλ του σημερινού αντισημίτη που θρηνεί διότι ο Χίτλερ δεν κατάφερε να εξολοθρεύσει τους Εβραίους; Και, σε μικρότερη κλίμακα, στην ελληνική πραγματικότητα, ποιο είναι το προφίλ του πολίτη που υποστηρίζει νεο- ή παλαιο-ναζιστές; Η Χάννα Άρεντ θα έλεγε ότι είναι ο υποταγμένος άνθρωπος που επιλέγει να πειθαρχήσει σε μια ιδέα, σε έναν ηγέτη που θεωρεί απείρως μεγαλύτερο από τον ίδιον: η μεταμόρφωσή του σε «τέρας» συνοδεύεται από τη δήλωση «δεν ήξερα» ή «εκτελούσα εντολές»!..
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ (αποσπάσματα από άρθρο στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Ένα χρόνο μετά την απαγωγή του στην Αργεντινή από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες, τον Απρίλιο του 1961, τελείται η δίκη του Άντολφ Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μπροστά στο περιφερειακό δικαστήριο του νεοσύστατου κράτους του Ισραήλ στέκεται ο άνθρωπος που είχε οδηγήσει εκατομμύρια Εβραίους στον θάνατο. Στην πολύκροτη δίκη παρίσταται ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού New Yorker η γερμανοεβραία πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ και οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις της θα αποτελέσουν τη βάση για τη μελέτη που θα εκδώσει το 1963 με τον τίτλο: Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ (ελληνική έκδοση Νισήδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, 2009). Πρόκειται για μια έκθεση της δίκης στην οποία η Άρεντ περιγράφει και εξετάζει το έγκλημα, το ποιόν του κατηγορουμένου και τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η δίκη. Εξαιρετικά σημαντικές, όμως, είναι οι ηθικές και πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, που οδηγούν την Άρεντ να προσθέσει στο βιβλίο τον υπότιτλο: «Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» και να εγείρει σφοδρές αντιδράσεις.
Μολονότι Εβραία και παρολίγον θύμα του Ολοκαυτώματος, η Άρεντ δεν απαρνείται την επιστημονική της ματιά και ως αντικειμενικός παρατηρητής λαμβάνει τις απαραίτητες αποστάσεις από το ζήτημα… Στη συνέχεια, αναλύει το ψυχολογικό προφίλ του κατηγορουμένου και σημειώνει τη συμβολή του κατά τα τρία στάδια των λύσεων που επιχειρήθηκαν ―απέλαση, συγκέντρωση και θανάτωση― για την αντιμετώπιση του εβραϊκού ζητήματος από το ναζιστικό καθεστώς. Παρουσιάζει το ιστορικό των εκτοπίσεων των εβραϊκών πληθυσμών από τα γερμανο-αυστριακά εδάφη του Γ'Ράιχ και των προτεκτοράτων του, την δυτική Ευρώπη (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Δανία, Ιταλία), τα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία) και την κεντρική Ευρώπη (Ουγγαρία, Σλοβακία), τονίζοντας τη διαφορετική προσέγγιση του εβραϊκού ζητήματος από κάθε κράτος… Τέλος, εξετάζει τους λόγους που οδήγησαν το δικαστήριο στην καταδίκη του Άιχμαν αφήνοντας αιχμές για την επιτυχία του και την επάρκεια του νομικού πλαισίου, ώστε να συμπεριλάβει ένα τόσο ιδιότυπο και ειδεχθές έγκλημα.
Οι έντονοι πολέμιοι του βιβλίου και της συγγραφέως άσκησαν δριμεία κριτική με τα κυριότερα από τα επιχειρήματά τους να συνοψίζονται στο ότι: α) η Άρεντ επέρριψε μομφές στην ηγεσία των κατά χώρα εβραϊκών πληθυσμών αναφορικά με την στάση και τον ρόλο που διετέλεσαν στην εξόντωση του ίδιου τους του λαού, όπου επιχειρήθηκε η εκτέλεση της «τελικής λύσης» από τους Ναζί, αποπειρώμενη μια εξίσωση θύτη και θύματος, β) επικαλέστηκε την ακαταλληλότητα των ισραηλινών νόμων και του ισραηλινού δικαστηρίου να δικάσουν για πρώτη φορά έναν άνθρωπο που μεθόδευσε την γενοκτονία του λαού τους υποστηρίζοντας ότι θα ήταν απαραίτητη, λόγω της φύσης του εγκλήματος, η εκδίκασή της υπόθεσης από διεθνές δικαστήριο, και γ) σκιαγραφώντας το προφίλ του κατηγορουμένου επιχείρησε την ελαχιστοποίηση της ενοχής του αποδεχόμενη την υπερασπιστική του γραμμή και την εγκυρότητα των λόγων του. Όλα τα παραπάνω υποχρέωσαν την Άρεντ να υπεραμυνθεί των θέσεών της εν μέσω ενός μανιασμένα εχθρικού κλίματος που την οδήγησε στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού.
Το ζήτημα της εβραϊκής ηγεσίας ήταν εκείνο που ξεσήκωσε το λυσσαλέο μένος των ομοεθνών της, καίτοι η Άρεντ το αντιμετώπισε απλώς ως ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τους δικαστές κατά την διαδικασία και δεν καλύπτει παρά ελάχιστες σελίδες του βιβλίου. Αυτό συνέβη, διότι η φιλόσοφος με τόλμη κατέδειξε την ενδοτική στάση αρκετών Εβραίων ηγετών, που επέλεξαν να συνεργαστούν πειθήνια με τη γερμανική διοίκηση συμβάλλοντας στην κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των θυμάτων των ομοεθνών τους. Με την παραπάνω θέση της στράφηκε ενάντια στην ιστορική αυτοαντίληψη των Εβραίων εν γένει, ενάντια σε μια ιστορικότητα, apriori συστατικά στοιχεία της οποίας είναι η μαρτυρολογία και μια μεταφυσική της καταστροφής. Η Άρεντ δεν ήταν διατεθειμένη να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό. Ενδεικτική είναι η απάντησή της στον παλιό της φίλο, Γκέρσομ Σόλεμ, ο οποίος με αφορμή το βιβλίο της την κατηγορεί για έλλειψη αγάπης προς τον εβραϊκό λαό: «Ποτέ δεν «αγάπησα» κανέναν λαό και καμιά συλλογικότητα. Ούτε τον γερμανικό, ούτε τον γαλλικό, ούτε τον αμερικάνικο, ούτε την εργατική τάξη ή οτιδήποτε τέτοιο. Στην πραγματικότητα αγαπώ «μόνο» τους φίλους μου και το είδος αγάπης στο οποίο πιστεύω είναι η αγάπη για τα πρόσωπα»…
Στο πρόσωπο του Άιχμαν η Άρεντ αναγνωρίζει έναν «νέο τύπο εγκληματία», το έγκλημα του οποίου δεν έγκειται ούτε στην μοχθηρότητα, ούτε στην παράνοιά του. Παρά τα ψυχολογικά τεστ ο Άιχμαν παρέμενε ένας απόλυτα φυσιολογικός και κανονικός άνθρωπος. Κατά τα λεγόμενά του ιδίου, ουδέποτε υπήρξε αντισημίτης και ουδέποτε διέταξε τον θάνατο κάποιου. Αυτό που τον χαρακτήριζε περισσότερο ήταν η συνήθειά του να υπακούει απρόσωπα και αδιάφορα στις άνωθεν εντολές και να τις εκτελεί με απίστευτη αφοσίωση και σχολαστικότητα. Μέχρι το τέλος της δίκης αρνούνταν την ενοχή του, με βασικό επιχείρημα της υπεράσπισής του το γεγονός ότι οι ενέργειές του βρίσκονταν σε αρμονία με του θεσπισμένους νόμους του κυρίαρχου γερμανικού κράτους. Δικαιολογώντας την τυφλή αφοσίωσή του στο Ράιχ ο Άιχμαν επικαλείται ―εσφαλμένα βεβαίως― ακόμα και τις επιταγές της καντιανής κατηγορικής προσταγής. Ασφαλώς, του ήταν αδύνατον να σκεφτεί έξω από το ως άνω πλαίσιο κανονικότητας. Σε αυτήν ακριβώς την ανικανότητα σκέψης, την απερισκεψία και την αποστασιοποίησή του από τα πράγματα έγκειται, κατά την Άρεντ, η ενοχή του.
Η έννοια της κοινοτοπίας εδώ αντιτάσσεται στην έννοια της αθωότητας και η Άρεντ αναδιαμορφώνει την παλαιότερη θεωρία της για το «ριζικό κακό». Το κακό, όπως υποστηρίζει, δεν διαθέτει βάθος και συνεπώς πρέπει να αποβλέπουμε όχι στην απομυθοποίηση του Ολοκαυτώματος, αλλά στην κατανόησή του. Η περίπτωση του Άιχμαν αποτελεί παράδειγμα μετάλλαξης ενός καθημερινού ανθρώπου σε γρανάζι μιας θανατηφόρας μηχανής. Αξίζει σε αυτό το σημείο να συσχετίσουμε τα λεγόμενα της φιλοσόφου με την θεωρία που ανέπτυξε για το φαινόμενο του Ολοκληρωτισμού στο έργο της Η καταγωγή του Ολοκληρωτισμού, όπου γίνεται εμφανές πώς το ολοκληρωτικό μυαλό οδηγείται σε αποξένωση από τους συνανθρώπους και την πολιτική ζωή με την τυφλή υπακοή στους κανόνες. Αυτή η συνθήκη αποτέλεσε τον κανόνα του πολίτη στο ναζιστικό καθεστώς, σε μια κοινωνία που εξέπεσε ηθικά επειδή ήταν απερίσκεπτα νομοταγής. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι όλοι οι Γερμανοί προέβησαν σε εγκλήματα αντίστοιχα με αυτά του Άιχμαν και των εντολοδόχων του. Μάλιστα, φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Άντον Σμιντ επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα κάποιου να πράξει ενσυνείδητα παρά τις δύσκολες συνθήκες. Οπωσδήποτε, όμως, ο όρος κοινοτοπία αναφέρεται στον χαρακτήρα του Άιχμαν και όχι στις πράξεις του, οι οποίες ήταν ακραίες και πέρα για πέρα απεχθείς.
Το επίκαιρο του ζητήματος επισημαίνει η ταινία της Μαργκαρέτε Φον Τρότα (2012) και αρκετές όψιμες μελέτες, που μισό αιώνα αργότερα διατυπώνουν ακόμα κριτικές απόψεις επί του φαινομένου Άιχμαν. Πολλές από αυτές, μάλιστα, όπως των Christofer Browning, Deborah Lipstadt και Βettina Stangneth, αναλύοντας διαφορετικές πηγές, υποστηρίζουν ότι η Άρεντ παρερμήνευσε την προσωπικότητά του αποτυγχάνοντας να διακρίνει πίσω από το προσωπείο του στη δίκη τον φανατικό αντισημίτη. Αυτό που δεν λαμβάνεται ίσως υπόψιν είναι πως η Άρεντ δεν προσπάθησε σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει τον Άιχμαν παρουσιάζοντας τον απλώς ως ένα αφελές γραφειοκρατικό ανδρείκελο, αλλά τον απεικόνισε ως έναν “ιδεαλιστή” που ήταν ανίκανος να διακρίνει οτιδήποτε πέρα από τα ναζιστικά ιδεώδη θυσιάζοντας στον βωμό τους κάθε έννοια ηθικής. Σύμφωνα με τα δικά της λεγόμενά, το να προσπαθείς να κατανοήσεις, σε αυτές τις περιστάσεις, δεν σημαίνει ότι συγχωρείς. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει διαβάζοντας το βιβλίο της είναι ότι “το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό, μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό”. Η προκλητική και απαιτητική σκέψη της Άρεντ, για να μην παρερμηνευτεί σήμερα για ακόμη μια φορά, αξιώνει μια ενδελεχή κατανόηση του σπουδαίου φιλοσοφικού της έργου.
[Συντάκτης: Βαγγέλης Γραμματικόπουλος στην εφημερίδα των Συντακτών]
Η ΕΥΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ (Σώτη Τριανταφύλλου)
Στην Ιερουσαλήμ, ο εγκληματίας πολέμου Άντολφ Άιχμαν τοποθετήθηκε σε γυάλινο κουβούκλιο, όπως, στην κινηματογραφική μυθοπλασία, ο Χάνιμπαλ Λέκτερ φιμώθηκε και ακινητοποιήθηκε με λουριά. Το «αρπακτικό» Άιχμαν, που είχε στείλει στον θάνατο εκατομμύρια Εβραίους, καθόταν μέσα στο κουβούκλιο και σκούπιζε τη μύτη του: είχε συνάχι. Ενώ ο κόσμος περίμενε να δει έναν ψυχοπαθή δολοφόνο με κίτρινα μάτια γεμάτα μίσος, είδε έναν ανθρωπάκο που επαναλάμβανε: «Εκτελούσα εντολές». Ο ανθρωπάκος απαγχονίστηκε, φορώντας τις μάλλινες παντόφλες του, στις 31 Μαΐου 1962 – αλλά το Κακό δεν εξέλιπε. Διότι, όπως υποστηρίζει η Χάννα Άρεντ, η τερατωδία αποτελεί δυνατότητα του μικρού ανθρώπου, του ανθρώπου που δεν σκέφτεται αλλά που «εκτελεί εντολές». Ο φασισμός, σε όλες του τις εκδοχές, είναι η πολιτική συμπεριφορά που απορρέει από τον θάνατο της σκέψης, από την παπαγαλία βολικών απόψεων κι από την εγκληματική ιδέα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ο Άιχμαν ήταν ένας γραφειοκράτης, περισσότερο φασουλής μιας ιδεολογίας παρά τέρας και δράκος, που ενσάρκωνε τη μη-σκέψη, την αναισθησία της συνείδησης, την αδυναμία διάκρισης του Καλού από το Κακό. Η αδυσώπητη έννοια του «καθήκοντος» –στην περίπτωση του Άιχμαν η εξόντωση των Εβραίων– υπερέβαινε οποιαδήποτε έννοια δικαίου. Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία, δεν ήταν ούτε η τελευταία. Ο Άιχμαν δεν ήταν πολίτης, δεν ήταν άτομο – ήταν το αυτόματο μιας γραφειοκρατίας που εκφραζόταν με κοινοτοπίες, με το ιδίωμα του συνηθισμένου ανθρώπου.
Αντίθετα από τη λογοτεχνία όπου οι «κακοί» –ο Μακμπέθ, ο Ιάγος, ο Μεφιστοφελής– έχουν δαιμονικές ιδιότητες, στην πραγματική ζωή επιρρεπής στο Κακό είναι ο άνθρωπος που δεν σκέφτεται, ο άνθρωπος των μηχανισμών. Και σύμφωνα με τη Χάννα Άρεντ, το Κακό δεν είναι ποτέ «ριζοσπαστικό»: είναι επιφανειακό, τετριμμένο. Ο ασήμαντος άνθρωπος μπορεί εύκολα να μεταμορφωθεί σε δήμιο όταν τοποθετηθεί κάτω από αρχή και εξουσία έναντι της οποίας αισθάνεται δέος. Η άκριτη υπακοή, όπως η άκριτη ανυπακοή, αποτελούν ιδιότητες του «ανθρωπάκου» όπως τον ορίζει η Χάννα Άρεντ.
Κάνοντας λόγο για την ευτέλεια του Κακού η Χάννα Άρεντ δεν αθωώνει τον Άιχμαν: αναγνωρίζει την ελεύθερη βούληση, θεωρεί ότι ο Άιχμαν δεν πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει. Ωστόσο, τα προβλήματα της πολιτικής αρετής και της ηθικής δεν λύνονται με απαγχονισμούς – τα σκοτεινά καθεστώτα δημιουργούν μάζες εγκληματιών και ταυτοχρόνως δημιουργούνται από αυτές. Ο ολοκληρωτισμός στον 20ό αιώνα οφείλεται στον κομφορμιστή ανθρωπάκο που λαχταρούσε έναν πατέρα-ηγέτη: ήταν μαζικό φαινόμενο τόσο υπό την έννοια των μαζών όσο και της πλειοψηφικής του έντασης.
[Η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ (1906-1975) κάλυψε τη δίκη του Άιχμαν για το περιοδικό "The New Yorker", στο οποίο η έκθεσή της δημοσιεύθηκε ως μια σειρά άρθρων το 1963. Γι'αυτή την αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου, η συγγραφέας πρόσθεσε υλικό που έγινε γνωστό μετά τη δίκη και έναν Επίλογο στον οποίο αναφέρεται στις συζητήσεις που προκάλεσε το βιβλίο. Το βιβλίο είναι πολύτιμο και για άλλον ένα λόγο: παρουσιάζει συνοπτικά το τι έγινε με τους εβραίους στην κάθε ευρωπαϊκή χώρα ξεχωριστά. Γιατί, σε αντίθεση με τον διαδεδομένο μύθο, δεν είχαν όλες οι χώρες την ίδια στάση απέναντι στους εβραίους. Άλλες υπάκουσαν στους ναζί, άλλες τους εναντιώθηκαν. Κι αυτό οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες, που εξετάζονται στο βιβλίο και μας δίνουν πολλά μαθήματα για το μέλλον σχετικά με την οποιαδήποτε μειονότητα υφίσταται διώξεις.