Τίποτα σ’ αυτή τη γυναίκα, που κάθεται στην απέναντι θέση από μένα στο μετρό, δεν μου εξηγεί κάτι, τίποτα απολύτως – ούτε καν τα μάτια της. Τίποτα στα μάτια αυτής της γυναίκας δεν μαρτυρά εικόνες που να μου δίνουν να καταλάβω γιατί. Φοράει ένα αδιάφορο ραντέ φόρεμα σ’ ένα χρώμα που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει, κι ακόμα δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό το χρώμα. Ίσως γκρενά. Η τσέπη του είναι ελαφρώς ξηλωμένη κι έχει έναν σχεδόν αόρατο λεκέ κοντά στο στρίφωμα, που ίσως και να τον κατασκευάζουν τα μάτια μου. (Τίποτα σ’ αυτό το φόρεμα δεν έχει ήχο, τίποτα δεν φωνάζει βγάλε με τώρα)
Το βλέμμα της είναι βαρύ, και κάπως σαν να έχει κι αυτό στρίφωμα, μάλιστα ελαφρώς κοντό, κάποια ξέφτια εξέχουν απ’ τα μάτια της, λίγο μπλε πάει να στάξει –αλλά τίποτα. Η μύτη της δεν ανοίγει κανένα διάλογο με τα γούστα μου: είναι άκομψη, άνιση και με ελαφρύ ύβο. Δεν διακρίνεται καμία λαχταριστή μυρωδιά από καλομαγειρεμένο φαγητό μέσα στο συρμό, τίποτα σ’ αυτή τη μύτη δεν μαρτυρά αν η γυναίκα ξέει να περιποιείται έναν άνδρα, ένα σπίτι, ένα παιδί.
Στα χέρια της κρατάει μια γυναικεία τσάντα που τη βλέπω σαν κανονική γυναικεία τσάντα μόνο και μόνο για να μην την προσβάλω, ενώ είναι απλώς μια σακούλα συνοικιακού σουπερμάρκετ μέσα από την οποία διακρίνεται ένα πακέτο χαρτοπετσέτες (ίσως με γαλάζια λουλουδάκια). Τίποτε σ’ αυτές τις χαρτοπετσέτες δεν μου εξηγεί γιατί δεν θέλω να προσβάλω αυτήν τη γυναίκα.
Τα χέρια της γυναίκας μοιάζουν σαν να τα ’χει ξεχάσει σπίτι. Δεν υπόσχονται τίποτα. Τα δάχτυλά της δεν είναι δάχτυλα γυναίκας που ξέρει να καθησυχάζει. Τίποτα σ’ αυτά τα δάχτυλα που κρατάνε αυτή τη σακούλα που περιέχει αυτές τις χαρτοπετσέτες δεν εξηγεί γιατί θέλω να λύσω το (ίσως γκρενά) ραντάκι, ν’ αγγίξω τη μεταχειρισμένη σιωπή του. Η γυναίκα έχει τα μαλλιά της πιασμένα κοτσίδα. Μερικές τούφες κολλάνε στο ιδρωμένο της μέτωπο, μοιάζει άλουστη από προχθές, η μυρωδιά πικραμύγδαλου προέρχεται από το σαμπουάν κάποιας άλλης που κατέβηκε στην αμέσως προηγούμενη στάση και ίσως ήταν άνδρας, δεν πρόσεξα τίποτα (τίποτα στα μαλλιά αυτής της γυναίκας δεν δίνει μια ικανοποιητική εξήγηση στο γιατί δεν προσέχω ποιος κατεβαίνει, ποιος ανεβαίνει, πόσες στάσεις έχουν περάσει, αν δίπλα μου κάθεται ή δεν κάθεται κάποιος, τίποτα σ’ αυτά τα μαλλιά δεν με κάνει να καταλάβω γιατί οραματίζομαι πως, αν λούσω τη γυναίκα που κάθεται απέναντί μου στο μετρό, θα νιώσω σαν να γυρίζω στο σπίτι μου μετά από χρόνια).
Τα χείλη της γυναίκας είναι άβαφα, δεν είναι ούτε ροζ ούτε κόκκινα ούτε ροδιά ούτε απαλά ούτε κατά διάνοια μισάνοιχτα. Τίποτα σ’ αυτά τα χείλη δεν μου εξηγεί γιατί θα ήθελα ο γιος που θα κάνω ν’ αποκαλέσει κάποτε μαμά αυτή τη γυναίκα, να παρηγορηθεί στην αγκαλιά της (Οι ώμοι της είναι στενοί. Τίποτα πάνω τους δεν μαρτυρά ότι η γυναίκα ξέρει ν’ αγκαλιάζει το γιο μου ή την απογοήτευση που μου δίνει η δουλειά μου).
Χτυπάει το κινητό της. Η γυναίκα απαντάει χωρίς χρώματα, λέει ναι, ναι, ναι, όχι, ναι – και το κλείνει χωρίς γεια. Τίποτα στο ναι ή στο όχι της δεν μου εξηγεί γιατί ποθώ τη μονολεκτική της απόσταση, τίποτα απολύτως δεν μου εξηγεί γιατί στον ώμο αυτής της γυναίκας που απαντάει ναι, ναι, ναι, όχι, ναι, είναι γερμένος στοργικά ένας άνδρας που αφότου άρχισα να μετράω έχει διακόψει ανεξήγητα το διάβασμά του δύο φορές για να πει σ’ αυτή τη γυναίκα σ’ αγαπώ.
Όλα τα σ’ αγαπώ που το στόμα αυτού του άνδρα πυροβόλησε πάνω μου μου εξηγούν πώς ακριβώς να ζυγίσω τις στάσεις της ζωής μου μέχρι σήμερα, πριν κατέβω στη σωστή (Μετρώ, από το βιβλίο της Κατερίνας Έσσλιν Γαμ. Μυθιστορήματα του ενός λεπτού, εκδόσεις Απόπειρα 2012 – ArtbyLuciana Urtiga