Οι Χριστιανοί του παλιού καιρού συνήθιζαν, όταν δεν είχαν εύκαιρο τον πνευματικό τους, να ανοίγουν στην τύχη την «Αγία Γραφή», σε μια οποιαδήποτε σελίδα της, και να αναζητούν, στην πρώτη φράση στην οποία έπεφτε το μάτι τους, παρηγοριά και ανακούφιση, προστασία από τον πειρασμό ή, ίσως, απαντήσεις σε όποιο ερώτημα βασάνιζε τον νου τους. Και, ως εκ θαύματος, η παρηγοριά και οι απαντήσεις βρίσκονταν πάντα εκεί. Το παράξενο αυτό φαινόμενο, που εφαρμόζεται, εννοείται, και με οποιοδήποτε άλλο βιβλίο, ονομάζεται Άγγελος της Βιβλιοθήκης κι είναι αρκετά κοινό στους κύκλους των βιβλιόφιλων. Εγώ εδώ και πολλά χρόνια έχω τη συνήθεια κάθε πρωτοχρονιά, μετά τις εορταστικές εκδηλώσεις, να εμπιστεύομαι τον Άγγελο της Βιβλιοθήκης, ζητώντας του να μου υποδείξει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που του θέτω σχετικά με τον νέο χρόνο – ακόμα κι αν καμιά φορά δεν έχω κανένα συγκεκριμένο ερώτημα να του θέσω. Το ίδιο κάνω και σε άλλες κρίσιμες ώρες της ζωής μου, όταν έχω δηλαδή ανάγκη από μια δεύτερη γνώμη, αλλά και σε στιγμές βαρεμάρας ή εκνευρισμού.Στις «Χυδαίες ορχιδέες», τη νέα συλλογή διηγημάτων της Έλενας Μαρούτσου, ο Άγγελος της Βιβλιοθήκης κάνει δύο φορές, αν θυμάμαι καλά, την εμφάνισή του. Η πρακτική εδώ ονομάζεται, με μεγαλύτερη σαφήνεια, βιβλιομαντεία και περιγράφεται ως εξής: «Όταν με απασχολεί κάτι», λέει μία από τις ηρωίδες του βιβλίου, «ανοίγω ένα οποιοδήποτε βιβλίο σε μια τυχαία σελίδα και με κλειστά τα μάτια βάζω το χέρι πάνω σε μια γραμμή. Εκεί βρίσκω την απάντηση». Αποφάσισα, ξεκινώντας να γράφω αυτό εδώ το κείμενο, να ζητήσω τη συνδρομή του Άγγελου της Βιβλιοθήκης χρησιμοποιώντας, βέβαια, τις «Χυδαίες ορχιδέες». Άνοιξα λοιπόν το βιβλίο τυχαία σε μια σελίδα -ήταν η σελίδα 111- και διάβασα την πρώτη φράση στην οποία έπεσε το μάτι μου: «Απώτερος στόχος μας», λέει ένας από τους ήρωες του βιβλίου, «ήταν να γράψουμε μόνοι μας το σενάριο του θεατρικού που θα ανεβάζαμε. Τους είχα αναθέσει μάλιστα να φέρουν διάφορα κείμενα που τους ενέπνεαν ώστε, βασισμένοι σε αυτά, να φτιάξουμε κάτι σαν κολάζ. Το θέμα των κειμένων είχαμε αποφασίσει να είναι οι οικογενειακές σχέσεις» [η μέθοδος, λοιπόν είναι απλή: ΚΛΙΚ σ’ ένα βιβλίο της φωτογραφίας και ο ΑΓΓΕΛΟΣ της ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ θα βρει τις λέξεις-κλειδιά που πετυχαίνουν διάνα στον πηγαιμό τους για το «παγκάκι» με τις «Χυδαίες Ορχιδέες», τη συλλογή διηγημάτων της Έλενας Μαρούτσου - για τη συλλογή γράφει ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος]
Νομίζω πως ο Άγγελος της βιβλιοθήκης πέτυχε διάνα, και αυτή τη φορά.
Τα κείμενα, καταρχάς, που εμπνέουν τους ήρωες του αποσπάσματος και θα τους βοηθήσουν να συνθέσουν το δικό τους έργο, η μέθοδος, ύστερα, του κολάζ την οποία θα χρησιμοποιήσουν για να το ολοκληρώσουν και οι οικογενειακές σχέσεις, τέλος, που θα είναι το βασικό τους θέμα βρίσκονται, τηρουμένων των αναλογιών εννοείται, και στις «Χυδαίες ορχιδέες» της Έλενας Μαρούτσου. Ας τα δούμε ένα-ένα.
Όποιος διαβάζει τις κριτικές που δημοσιεύονται στις εφημερίδες και τα περιοδικά ξέρει πως όταν γίνεται λόγος για μια συλλογή διηγημάτων, η συζήτηση, αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα όμως απ’ ό,τι φαίνεται, φτάνει τελικά στην ικανότητα ή όχι του συγγραφέα να γράψει και μυθιστόρημα. Η Μαρούτσου το τεστ αυτό φαίνεται να το έχει περάσει με επιτυχία, καθώς στα τέσσερα βιβλία που είχε δημοσιεύσει μέχρι τις «Χυδαίες ορχιδέες» περιλαμβάνονται μεν δύο συλλογές διηγημάτων, το 1998 και το 2004, και μία νουβέλα, το 2010, αλλά και ένα βραβευμένο μυθιστόρημα, το 2008. Σε αυτό μάλιστα το τελευταίο, με τον οικείο τίτλο «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας», η ηρωίδα που είναι συγγραφέας δέχεται τη μομφή πως ποτέ δεν θα μπορέσει να γράψει ένα μυθιστόρημα, αλλά είναι καταδικασμένη να ζει γράφοντας σκόρπιες, ασύνδετες ιστορίες – ένας φόβος που κατέτρεχε, ενδεχομένως, και τη Μαρούτσου, εκείνη την εποχή τουλάχιστον.
Συλλογή διηγημάτων είναι βέβαια και οι «Χυδαίες ορχιδέες». Τα έντεκα συνολικά διηγήματα που συγκροτούν τον τόμο μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες ανάλογα με την έκτασή τους: έξι από αυτά είναι εκτενή, φτάνοντας ή και υπερβαίνοντας τις πενήντα σελίδες, έτσι που προσεγγίζουν το μέγεθος της νουβέλας και δίνουν στη συγγραφέα τη δυνατότητα να χτίσει έναν οιονεί μυθιστορηματικό κόσμο που προσφέρεται και για ανάλογη αργή και διεισδυτική ανάγνωση· ενώ τα υπόλοιπα πέντε είναι σύντομα, το μικρότερο από αυτά μόλις που ξεπερνάει τις δύο σελίδες, στοχεύοντας περισσότερο στην αστραπιαία εντύπωση κατά την ανάγνωση και στο στοιχείο της έκπληξης και της ανατροπής που συχνά εμφανίζεται στην τελευταία φράση του κειμένου.
Το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί, ωστόσο, το βιβλίο της Μαρούτσου από άλλες συλλογές διηγημάτων είναι ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα διηγήματα που συγκροτούν τις «Χυδαίες ορχιδέες» συμπλέκονται μεταξύ τους με δύο τουλάχιστον τρόπους. Απ’ τη μία, πολλοί χαρακτήρες μεταφέρονται από τη μία ιστορία στην άλλη άλλοτε δίνοντάς μας μια διαφορετική οπτική των γεγονότων, μια άλλη διάσταση της αφηγημένης πραγματικότητας, και άλλοτε διηγούμενοι ένα άλλο επεισόδιο, συμμετέχοντας σε μια διαφορετική ιστορία, χρονικά προγενέστερη ή μεταγενέστερη της πρώτης, συμπληρωματική εκείνης ή όχι. Κι απ’ την άλλη, κοινή είναι σε όλα τα διηγήματα η θεματική μήτρα και η ιδεολογική, ας την πούμε έτσι, θεώρηση της συγγραφέως. Έτσι που, θα έλεγε κανείς, το σε άλλες περιπτώσεις ετερόκλητο αφηγηματικό υλικό των διηγημάτων, συνδέεται στις «Χυδαίες ορχιδέες» δημιουργώντας μια νέα σύνθεση, αν όχι κάτι σαν μυθιστόρημα, ίσως όμως «κάτι σαν κολάζ», όπως ήταν η διατύπωση που συναντήσαμε νωρίτερα με τη βοήθεια της βιβλιομαντείας.
Την αίσθηση του κολάζ ενισχύει και η διακειμενικότητα που προγραμματικά και ομολογημένα χαρακτηρίζει τη συλλογή. Όλα τα διηγήματα του βιβλίου συνομιλούν με ποικίλους τρόπους με γνωστά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι», τη «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ, τον «Έρωτα στα χιόνια» του Παπαδιαμάντη, τον «Βασιλιά Ληρ», το δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας», το μικρό πεζό του Κάφκα με τον τίτλο «Γέφυρα», το «Ένα δικό σου δωμάτιο» της Βιρτζίνια Γουλφ και άλλα ακόμη, τα περισσότερα από τα οποία με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο δηλώνονται από τη συγγραφέα.
Η διακειμενικότητα δεν είναι, εξάλλου, κάτι καινούριο για τη Μαρούτσου: στο μυθιστόρημά της «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» κάθε κεφάλαιο βασίζεται σε έναν πίνακα, διαφορετικό κάθε φορά, του βέλγου υπερρεαλιστή ζωγράφου Ρενέ Μαγκρίτ, ενώ η εκτενής νουβέλα της «Το νόημα» στήνεται πάνω στα δύο μυθιστορήματα του Λιούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και «Μες στον καθρέφτη». Ο τρόπος, ωστόσο, που λειτουργεί το διακειμενικό παιχνίδι στις «Χυδαίες ορχιδέες» δεν είναι αυτός της αντιγραφής αλλά ούτε αυτός της αντίθεσης. Η Μαρούτσου ούτε πατάει με ακρίβεια πάνω στα περασμένα έργα ούτε όμως επιχειρεί να τα αναποδογυρίσει. Κατά περίπτωση τα παραλλάσσει, τα επεκτείνει, τα ερμηνεύει, τα μεταφέρει και τα επανεγγράφει στο παρόν. Οι ιστορίες που διαβάζει τελικά ο σημερινός αναγνώστης, ακόμη κι αν παραπέμπουν στο παγκόσμιο λογοτεχνικό παρελθόν, είναι ιστορίες σημερινές.
Μια γυναίκα που ζει τη συνήθη τακτοποιημένη, όπως λέμε, ζωή των περισσότερων ζευγαριών δίνεται ερωτικά στον κηπουρό που φρόντιζε τις ορχιδέες στο θερμοκήπιό της, κι η γυναίκα αυτή είναι η εγγονή της Λαίδης Τσάτερλυ και του εραστή της: «Μέχρι σήμερα σκεφτόμουν», μας εκμυστηρεύεται η ίδια, «πως ο άντρας μου είχε κάποια κοινά με τον κηπουρό: τη ρώμη, την απλότητα, την ευθύτητα του χαρακτήρα. Του έλειπαν όμως το μυστήριο, το σκοτεινό παρελθόν και η λαγνεία που πότιζαν κάθε κίνηση του εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ και που τώρα τα έβρισκα στον δικό μου εραστή ή -ας είμαστε ακριβείς- στον επίδοξο εραστή μου». Μια νεαρή χορεύτρια, δεκαεπτά χρονών, γοητεύεται, στις διακοπές που περνάει με τον πατέρα της στη Ρόδο, από την προσωπικότητα μιας χορεύτριας και πόρνης από την Αφρική και τον οδηγεί στο μπαρ όπου εκείνη εκτελεί το ερωτικό της σόου. Μια ελληνίδα φοιτήτρια φωτογραφίας στο Λονδίνο συναντιέται και ελκύεται από μια γυναίκα που δραστηριοποιείται στον αγώνα για την ισότιμη θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας, ενώ ένας ψυχολόγος και ένας σκηνοθέτης, σε δύο διαφορετικά διηγήματα, αφήνονται να παρασυρθούν από τα λάθος κατά τα φαινόμενα πρόσωπα μιας νοσοκόμας, στην πρώτη περίπτωση, και μιας τοξικομανούς, στη δεύτερη.
Νομίζω όμως πως καλύτερα είναι να μην επεκταθούμε περισσότερο στις ιστορίες του βιβλίου, καθώς πολύ συχνά η ανατροπή και η έκπληξη, όπως και οι απρόβλεπτοι αφηγητές κάποτε, παίζουν σημαντικό ρόλο στην αναγνωστική απόλαυση – όχι βέβαια τον κύριο. Να επισημάνουμε μόνο το τελευταίο κείμενο του τόμου που με τον τίτλο «Η μοναδική απόχρωση του λευκού» αποτελεί μια αναφορά σε όλα τα προηγούμενα διηγήματα ενισχύοντας έτσι την εντύπωση της ενότητας που χαρακτηρίζει έτσι κι αλλιώς, όπως είδαμε, τη συλλογή. Κι ας βασίζεται, όπως εγκαίρως μας ειδοποίησε ο Άγγελος της Βιβλιοθήκης, σε διάφορα κείμενα που ενέπνευσαν τη συγγραφέα.
Οι οικογενειακές σχέσεις, το τελευταίο στοιχείο που ήρθε στην επιφάνεια από τη χρήση της βιβλιομαντείας που επιχειρήσαμε, δεν αποτελούν, είναι η αλήθεια, το μοναδικό ή το κύριο θέμα του βιβλίου της Μαρούτσου. Ωστόσο σε κάθε σχεδόν διήγημα εμπλέκονται μέλη μιας οικογένειας οι σχέσεις των οποίων δύσκολα θα χαρακτηρίζονταν αποκλειστικά ως οι ιδανικές σχέσεις αγάπης και αλληλοκατανόησης που συνήθως ευχόμαστε και επιδιώκουμε. Γονείς και παιδιά, μητέρες κατά κύριο λόγο με τις κόρες τους, σύζυγοι και εραστές, συμπλέκονται, συγκρούονται, συμβιώνουν και απομακρύνονται, αναγνωρίζονται και αντιτίθενται, δημιουργούν και αισθάνονται ενοχές, μετανιώνουν και επαναστατούν σε κάθε σελίδα του βιβλίου και αποτελούν, έτσι, την κύρια πληθυσμιακή ομάδα που εμφανίζεται στα διηγήματα.
Βασικό θέμα του βιβλίου, ωστόσο, δεν αποτελούν οι οικογενειακές σχέσεις αλλά, σύμφωνα και με τη διατύπωση που βρίσκουμε στο οπισθόφυλλο του, «η ταυτότητα των χαρακτήρων» και «ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται, μεταβάλλεται ή ανατρέπεται». Ήδη, πιστεύω, από τα λίγα διηγήματα την υπόθεση των οποίων σκιαγραφήσαμε προηγουμένως, φαίνεται ξεκάθαρα η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας που οι ήρωες των ιστοριών επιχειρούν ή της μεταβολής της προσωπικής τους ταυτότητας με την οποία έρχονται αντιμέτωποι. Πρόκειται, στις περισσότερες ίσως περιπτώσεις, για τη σεξουαλική τους ταυτότητα, έτσι που το βιβλίο να γίνεται μια τοιχογραφία ερωτικών πραγματώσεων και μεταμορφώσεων και να εμφανίζεται σε αυτό κάθε μορφή έρωτα – υπερβάλλω φυσικά, αφού ως γνωστόν υπάρχουν τόσες μορφές ερωτικής επιθυμίας και πράξης όσες και οι άνθρωποι και οι μεταξύ τους συνδυασμοί. Γεγονός που δεν μειώνει καθόλου την αναγνωστική απόλαυση που χαρίζει η ερωτική τόλμη της Έλενας Μαρούτσου, γνωστή και από τα προηγούμενα βιβλία της εξάλλου.
Όπως γνωστή είναι, και αποδεικνύεται άλλη μια φορά στις «Χυδαίες ορχιδέες» και η ικανότητά της να ισορροπεί ιδανικά μεταξύ προκλητικού και αποδεκτού, ας το πούμε έτσι, ερωτισμού, μεταξύ κωμικού και τραγικού στοιχείου, μεταξύ μικρής και μεγάλης φόρμας, μεταξύ του αναμενόμενου και του αναπάντεχου. Και σε αυτό το «μεταξύ», όπως ξέρουμε, έχουν γραφτεί μερικά από τα ωραιότερα έργα της λογοτεχνίας [Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος]