«Έσβησα κατόπιν. Έσβησα πάει να πει ότι υπήρξα φλόγα, ότι συμπεριφέρθηκα σαν φλόγα, ότι φωτίστηκα και φώτισα, ότι έκαψα και κάηκα μαζί. Σημαίνει ότι ερωτεύτηκα εκείνον που δεν έπρεπε να ερωτευτώ. Η φλόγα έχει τη δική της μνήμη. Και η μνήμη της φλόγας είναι η στάχτη της. Όπως και τούτη δω η στάχτη, μπρος μου, απομεινάρι από τη χθεσινή φωτιά που ζέσταινε τον έρωτα με τον Θησέα. Με ένα ξερόκλαδο από αλμυρίκι τη σκαλίζω. Όχι πως θέλω να ξαναφουντώσει τώρα που μεσουρανεί ο ήλιος, μα επειδή η στάχτη είναι η μνήμη της φλόγας. Το χέρι μου πίσω από τούτο το κλαδί γράφει κύκλους αραιώνοντας τη στάχτη. Ζωγραφίζοντας έναν τεφρό ερωτικό λαβύρινθο. Πώς με κυκλώνει τούτη η λέξη, πιο επίμονα από τη σκιά του σκοτωμένου δίπλα στον φονιά του. Πιο παράξενα και από τον τρόπο που έρχεται και με κοιτάζει ο σφαγμένος αδελφός» Μονόλογος της Αριάδνης, όπως τον επινόησε η Ρέα Γαλανάκη στη νουβέλα της «Εγώ, η Αριάδνη», στο βιβλίο ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΔΥΟ ΘΕΕΣ, εκδόσεις Καστανιώτη 2017. Το ερωτικό πάθος της Αριάδνης για το ξένο και εχθρό στη μινωική Κνωσό εξιστορεί με το μοναδικό δικό της τρόπο η συγγραφέας. Η αφήγηση διαφέρει από το μύθο που μας παρέδωσε η ελληνική αρχαιότητα. Όχι μόνον επειδή παίρνει το λόγο μια γυναίκα, αλλά κι επειδή δίπλα στην ερωτευμένη κόρη αναδύεται το κύρος μιας πριγκίπισσας, ιέρειας και θεάς. Ωσάν να έπρεπε να κάνουν τα πράγματα τον μοιραίο, τον τελετουργικό κύκλο, ακόμη και σ’ έναν κόσμο που έφθινε καθώς αναδυόταν ο καινούργιος. Τι μπορεί όμως να κρύβει ο μύθος της δραματικής ερωτικής ιστορίας μιας μινωικής πριγκίπισσας, δήθεν «αθώας» κοπέλας, που έκλαιγε και έκλαιγε επειδή την εγκατέλειψε άσπλαχνα σε τόπο άγνωστο, μετά το πρώτο βράδυ, ο εραστής της, αυτός ο ξένος κι εχθρός, ενώ αυτή τον είχε βοηθήσει να νικήσει και να ζήσει σκοτώνοντας τον θηριώδη αδελφό της; Δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τον κατά Ρέα Γαλανάκη μονόλογο της Αριάδνης που δίνει μια άλλη διάσταση στο μύθο φωτίζοντάς τον κι απ’ την οπτική γωνία της νικημένης Γυναίκας - με ΚΛΙΚστο κολάζ ARTbyHerbert von Reyl Hanisch Ariadni
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΞΕΝΟ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ
Τέτοιους λαβυρινθώδεις κύκλους έκανε, θυμάμαι, και ο τελετουργικός χορός, που τον χορέψαμε όλοι μαζί οι νέοι της Κνωσού και της Αθήνας, στο χοροστάσι της μεγάλης αλαβάστρινης αυλής μπροστά σε πλήθος κόσμου, αυλικών και μη. Το «χοροστάσι της Αριάδνης», το μέρος του τελετουργικού χορού, ήταν το πρώτο έργο του Δαίδαλου, του Μεγαλοφυούς και δόλιου αρχιτέκτονα. Την ίδια ιδέα, ενός κύκλου ατέρμονος στον χορό, επανέλαβε κι αργότερα, όταν του ανατέθηκε να κτίσει τον μέγιστο λαβύρινθο –ποιος ξέρει εάν επανέλαβε το μοτίβο του κύκλου και στο εσωτερικό της ξύλινης εκείνης αγελάδας που φιλοξένησε τη μάνα μου όσο τη βάτευε ο ταύρος, καθώς αυτή η ιδέα του είχε γίνει εμμονή. Με άλλα λόγια, ο χορός μας ανακαλούσε τον μέγιστο λαβύρινθο, όπου είχε κλειστεί, αναίτια, ο τερατώδης αδελφός μου.
Εκεί λοιπόν, στους κύκλους ενός χορού που είχε γεννήσει την ιδέα του λαβύρινθου, εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσω στον ωραίο ξένο, τον προορισμένο να νικήσει ή να σκοτωθεί. Βρεθήκαμε αρκετές φορές ο ένας απέναντι στον άλλο, ακολουθώντας του χορού τους επινοημένους κύκλους. Θα σε σώσω, αλλά θα με πάρεις φεύγοντας γυναίκα σου, μαζί σου. Έγνεψε χωρίς δισταγμό πως συμφωνούσε, ήξερε ότι δεν είχε άλλη λύση. Άνοιξαν σε κάτι σαν χαμόγελο τα χείλια, άστραψαν τ’ άσπρα του δόντια.
Εγώ νόμιζα πως ο Θησέας συγκατένευσε με τόση ευκολία επειδή υπέκυψε στην ομορφιά μου, στη βασιλική καταγωγή μου, στο γεγονός ακόμη ότι θα λατρευόμουν στο εξής ως η πάναγνη θεά, η Αριάγνη, σ’ αυτή την πλούσια και μεγάλη νήσο. Σίγουρα θα είχε φροντίσει να τα πληροφορηθεί όλα αυτά, αφού αποδείχθηκε άνθρωπος που αντιλαμβάνεται αμέσως, και βαθιά, τις καταστάσεις, προκειμένου να τις εκμεταλλευτεί. Προκειμένου να νικήσει.
Και γιατί να μη συμφωνήσει; Το καταλαβαίνω τώρα. Εκείνος κόμιζε στον παλιό μας κόσμο το ισχυρό καινούριο Δωδεκάθεο και τη νέα τάξη των πραγμάτων, εκείνος θ’ άλλαζε τις παλιές ισορροπίες σε στεριά και θάλασσα εγκαθιστώντας νέες: θα σκότωνε το βασιλιά πατέρα του με τη, δήθεν αθώα, παράλειψη να αλλάξει τα πανιά του καραβιού του από μαύρα σε άσπρα κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, θα έπαιρνε το θρόνο, θα ταυτιζόταν με την πόλη του, θα κυριαρχούσε στη γη του, ενώ οι δώδεκα θεοί, οι δικοί του δηλαδή θεοί, κάποτε θα τον καλοδέχονταν στα ουράνια, τοποθετώντας τον στην τάξη των ηρώων.
Το πιο σπουδαίο, εκείνος ήταν που θα εξιστορούσε όλα αυτά τα γεγονότα με το καινούριο του ελληνικό αλφάβητο. Η εξιστόρησή του δεν θα χαριζόταν στον εχθρό του, τον θαλασσοκράτορα πατέρα μου, ούτε και σε μένα βέβαια, τη για μια νύχτα αγαπητικιά του. Εκείνος θα έγραφε για όλα αυτά με τέτοιο τρόπο, που θα γινόταν ανά τους αιώνες πιστευτός. Επειδή θα είχε νικήσει.
Κατάλαβα, καθώς τον ξαναπλησίασα στον επόμενο κύκλο του χορού, ότι εκείνος όριζε πλέον το παιχνίδι αναμεταξύ μας. Το καταλάβαινε κι ο ίδιος πως με είχε κατακτήσει, μολονότι βρισκόταν περίπου σαν αιχμάλωτος μπροστά μου, γιος ενός βασιλιά υποτελούς, αναγκασμένου για Τρίτη, λέγανε, φορά να στείλει τον φόρο αίματος στον πατέρα μου, τον Μίνωα. περίπου σαν αιχμάλωτος, και με μηδενική προοπτική να επιζήσει, τη στιγμή που απέναντί του εγώ ορθωνόμουν βασιλοπούλα, ιέρεια πια, μέσα στο κραταιό κι ευφρόσυνο βασίλειο μου.
Είχε, μου πέταξε σ’ άλλη στροφή, μακρινές ρίζες από τον Ποσειδώνα και την Αμφιτρίτη. Μπορεί να είχε σκεφτεί ότι εγώ, η απόγονος του Δία, πιο εύκολα θα του δινόμουν αν είχε κι εκείνος μια κάποια θεϊκή καταγωγή, αλλά κι ότι πιο εξασφαλισμένη θα ήταν έτσι η βοήθεια μου. Δεν ενδιαφέρθηκα να τον ρωτήσω περισσότερα. Κι όταν σε μιαν επόμενη στροφή ξανασυναντηθήκαμε, με ρώτησε επιτακτικά τι έπρεπε να κάνει: Θα σου πω και θα σου δώσω εγώ και θα σου δώσω όσα χρειάζεσαι. Γερό νήμα να το ξετυλίξεις για να μη χαθείς, ένα χρυσό στεφάνι να σου φέγγει μέσα στα σκοτάδια. Φτάνει να με πάρεις φεύγοντας γυναίκα σου, μαζί σου.
«Σε θέλω»ήταν η μόνη λέξη που ήθελα να του πω, αλλά την έντυσα μέσα σε άλλες λέξεις, για να μην του φανώ ολότελα γυμνή.
ΣΙΓΟΥΡΑ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΘΥΜΑΙΝΕΙ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ:
Όσο για τον εραστή Θησέα, αυτός στάθηκε τραχύς μαζί μου. Αλλιώς είχα ονειρευτεί στο χοροστάσι το πρώτο μας σμίξιμο. Βιαζόταν ο Θησέας, πάντα βιάζονται οι νικητές, περισσότερο οι δήθεν σε όλα νικητές. Κι εγώ εκπροσωπούσα τον εχθρικό σ’ εκείνον παλιό κόσμο, που είχε επιβάλει φόρο αίματος στην πατρίδα του Αθήνα, εκπροσωπούσα και τους δύοντες θεούς της Κρήτης, ακόμη και μια κοινωνία όπου οι γυναίκες στέκονταν πιο σεβαστές, πιο ιερές, πιο ελεύθερες απ’ ό,τι στα διά του μέρη. Πάνω απ’ όλα ήξερε πως η νίκη δεν οφείλονταν μόνο στη γενναιότητά του.
Μπορεί και να σκεφτόταν ότι μέσα στο καράβι τον περίμενε, καλά κρυμμένο, το εράσμιο φως της αδελφής μου.
Το πιθανότερο είναι ότι δεν του άρεσα και γι’ αυτό βιάστηκε να διεκπεραιώσει την υποχρέωσή του προς εκείνη που τον είχε βοηθήσει, τη σχεδόν διαταραγμένη από τον πόθο. Εκείνη που δεν θα μπορούσε πια να ζήσει στο βασίλειο της, αφού θα μαθευόταν γρήγορα ότι βοήθησε τον νικητή και δολοφόνο του αδελφού της, πρόδωσε τα μυστικά της οικογένειας για τον μέγιστο λαβύρινθο, μυστικά που λίγο πολύ εξασφάλιζαν την κληρονομική μας βασιλεία.
Μετά τον έρωτά μας δεν είμαι ακριβώς εκείνη που ήμουν, είτε ως πάναγνη θεά της Κρήτης Αριάγνη, είτε σαν μια απλή κοπέλα ερωτευμένη. Είχα μυηθεί, είχα ενηλικιωθεί, έγινα γυναίκα. Ο Θησέας βέβαια θα διακηρύξει, και θα τον ακούσουν όλοι οι κατοπινοί αιώνες, όλοι οι μελλοντικοί θεοί και άνθρωποι, πως ήμουν μια γυναίκα σκοτεινή, περήφανη, που ναι μεν τον βοήθησα, ωστόσο πρόδωσα τον τόπο μου και έπρεπε, ίσως, να τιμωρηθώ γι’ αυτό. Ακόμη και των πιο προσωπικών στιγμών μου η ιστορία θα γραφτεί από τον νικητή, που θα φροντίσει βέβαια να αφαιρέσει από την αφήγησή του το αγκάθι της δικής του ατιμίας. Μοιάζει σαν να ορίζει με το ξίφος του ο νικητής μια νέα γλώσσα, αλλάζοντας το νόημα όσων λέξεων επιθυμεί, λόγου χάριν έρωτας, ατιμία, ενοχή, εξουσία, προδοσία. Του Θησέα τα ελληνικά θα επιζήσουν, οι δικές μου κρυπτικές πανάρχαιες γραφές μάλλον θα χαθούν.
Μιλώ, λοιπόν, στη θάλασσα, κι ας μην ακουστούν οι πανάρχαιες, οι σιβυλλικές μου λέξεις ποτέ κι από κανέναν. Μιλώ και λέω ότι ο Θησέας σφάλλει αν με νομίζει νικημένη, εμένα, την Αριάδνη. Σ’ αυτή την ακτή εγκατέλειψε μια νεαρή κοπέλα ερωτευμένη.
Υπήρξα κι έτσι. Όχι όμως μόνον έτσι.
Από τα παιδικά μου χρόνια φαίνεται πως έχει ξεκινήσει το ενδιαφέρον μου για την «Αριάδνη», καθώς γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο είναι τα ερείπια της Κνωσού, όπου πηγαίναμε με κάθε ευκαιρία εκδρομή με το σχολείο, με τους γονείς, βόλτες με τους φίλους!.. Η επίσκεψη, όμως, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, που βρισκόταν στην άκρη της τότε πόλης, ήταν πιο σημαντική, αφού εκεί μπορούσε να πάει κανείς και μόνος του. Κι εκεί με περίμεναν να τους επισκεφτώ η «Παριζιάνα», ο πρίγκιπας με τα φτερά και τα κρίνα, δυνατοί όμορφοι ταύροι, πέρδικες μέσα στις φτέρες κι άλλα πανέμορφα περίεργα. Ο πάνω όροφος με τις ζωγραφιές του μινωικού πολιτισμού ήταν για μένα μια μυσταγωγία, ένα σύμπαν ονείρων κι επιθυμιών. Το παραμύθι της Κνωσού, οι πρωταγωνιστές και το σκηνικό το ίδιο, χάριζαν στην παιδική ζωή μου μια παράλληλη διάσταση… Εκεί, στον πάνω όροφο του παλιού Μουσείου, έβλεπα τις εξαίσιες ζωγραφιές γυναικών αγέρωχων, ιερατικών, κυρίαρχων, ερωτικών, με παράστημα και κίνηση, πανέμορφων ακόμη και με σύγχρονα κριτήρια. Έτσι φανταζόμουν και την Αριάδνη στο πιο προσιτό για μας, τα παιδιά, παραμύθι, καθώς η «μάνα» και «γιαγιά» της, η Πασιφάη και η Ευρώπη, δεν απέκτησαν ποτέ για μας τέτοιο αγέρωχο ύφος, ούτε καν πρόσωπο –ωσάν αποσιωπημένες κι ανεικόνιστες από τα «ανεπίτρεπτα» ερωτικά τους πάθη… Η Αριάδνη ήταν, λοιπόν, για μας η πιο «κανονική» κι ίσως γι’ αυτό η πιο αγαπητή. Αρκετά κορίτσια βαφτιζόμασταν στο Ηράκλειο με το όνομά της… Ωριμάζοντας, που πάει να πει με τα συμβάντα της ζωής και με όπλο τα διαβάσματα, άρχισα να γίνομαι καχύποπτη με τους μύθους. Άλλα μας έδειχναν κι άλλα μας έκρυβαν, άλλα μας έλεγαν κι άλλα εννοούσαν, μπορεί και να μας ειρωνεύονταν, ενώ μας καταμάγευαν. Έγινα καχύποπτη και με τη δραματική ερωτική ιστορία της Αριάδνης και του Θησέα, που είναι, βέβαια, ένας μύθος της ελληνικής αρχαιότητας. Ως μύθος δεν έχει ορισμένο χρόνο, ούτε απόδειξη, συνδέεται όμως με τόπο και με κοινωνίες. Ωστόσο, για τους ανθρώπους της εποχής που δημιουργεί ένα μύθο και τον εντάσσει μέσα στο επεξεργασμένο μυθικό της σύμπαν, κάθε μύθος θα πρέπει να σημαίνει πολλά και σημαντικά –αλλιώς δεν θα είχε νόημα η δημιουργία του: για παράδειγμα μια θεογονία, μια αφήγηση καταγωγής, ένα υψηλό παράδειγμα ορίων και παραβάσεων, μια μεταφορά για τις κοινωνικές αλλαγές, μια εξήγηση για τα φαινόμενα της γης και του ουρανού ή, αντίθετα, για τα ανομολόγητα που κρύβει η ανθρώπινη ψυχή, και άλλα. Για να αφήσει λες σε μας, τους ανυποψίαστους κληρονόμους, κάθε μύθος –εκτός από την ασύγκριτη γοητεία του- την ψευδαίσθηση μιας δυνατότητας παρέμβασης, το μικρό δικαίωμα μιας κάποιας ερμηνείας του… (αποσπάσματα από το Επίμετρο του βιβλίου ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΔΥΟ ΘΕΕΣ, Εκδόσεις Καστανιώτη 2017)