Με την ερωτική ποίηση ασχολήθηκαν γνωστοί και λιγότερο γνωστοί Γάλλοι ποιητές, όπως για παράδειγμα οι Marot, Regnier, Mallarme, Gautier και άλλοι.Το είδος αυτό γοήτευσε και ποιητές άλλων χωρών, όπως τον Σαίξπηρ, ο οποίος σε ορισμένα ερωτικά σονέτα του χρησιμοποιεί ιδιαιτέρως συναισθηματικό λόγο, χωρίς όμως να επιλέγει λέξεις τολμηρές και «άσεμνες». Ενδεικτικά επιλέγεται ένα από αυτά, σε μετάφραση του Δ. Καψάλη, εκδόσεις Άγρα, για να φανεί και η διαφορά με την Γαλλική ποίηση:
« Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει / και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα· / πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη, πόσο Δεκέμβρη / σε τοπία ερημωμένα. / Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι, / μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του, / που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει, / σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου. / Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης ήταν για μένα, / και καρπός χωρίς πατέρα· / το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις/ όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα. / Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα, / κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα. (Σονέτο 97)
Η ερωτική ποίηση διαφέρει από αυτήν που ασχολείται με τον ρομαντικό έρωτα, μιας και στην πρώτη κυριαρχούν η τόλμη στη χρήση της γλώσσας, και οι περιγραφές που παραπέμπουν στον σαρκικό έρωτα. Οι Γάλλοι ποιητές παίζουν με τις λέξεις, αφηγούνται με χάρη, ακόμα και με κομψότητα, παρ’ όλη την υπερβολή και τις αισθησιακές ζουμερές στιγμές που περιγράφουν, ιδιωτικές στιγμές ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, αλλά και σε άτομα του ίδιου φύλου, εν προκειμένω γυναίκες. Με πόση άνεση και ζωντάνια η μικρή υπηρετριούλα μιλάει για τις χάρες της και τις επιτυχίες της στους άντρες ή αλλού ο «αφηγητής» οικτίρει τις δυο κοπέλες που δεν απολαμβάνουν τον έρωτα με τους κυρίους. Ή σε άλλο ποίημα, η κυρία απολαμβάνει τον έρωτα με τον υπηρέτη φορώντας τις γόβες που τις χάρισε ο σύζυγος, ο οποίος δεν παίρνει είδηση για το τι συμβαίνει στο ίδιο του σπίτι (Grecourt,1683-1743, Οι γόβες). Τα περισσότερα ποιήματα έχουν αστείο τόνο και σε κάποια ο «αφηγητής» γίνεται δηκτικός με την υποκρισία. Πάντως, αυτό που παρατηρείται είναι η απόλυτη ελευθερία στο λόγο, η οποία αντανακλά την απόλυτη ελευθερία στο κυνήγι της ηδονής. Η σεμνοτυφία, οι κοινωνικές δεσμεύσεις και οι κανόνες υποχωρούν για να δώσουν χώρο στην απόλαυση και το ξεφάντωμα.. Έχουν επιλεγεί κατά το δυνατόν σύντομα ποιήματα για να αποδοθεί η ανάπτυξη μιας χαριτωμένης ιδέας ή η αστεία έκβαση της σύντομης ερωτικής «ιστορίας». Οι επιλογές αφορούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, γιατί η ποίηση αυτών των αιώνων χαρακτηρίζεται από χάρη, κομψότητα και μέτρο, χωρίς την έξαρση του πάθους των ρομαντικών ή την λεπτεπίλεπτη ευαισθησία του Charles Baudelaire και των συμβολιστών.Μολονότι τα ποιήματα αυτά διακρίνονται για την τόλμη τους, δεν προσβάλλουν και δεν προκαλούν. Αντιθέτως, ο αναγνώστης παρασύρεται από το κέφι και την ευθυμία των «πρωταγωνιστών». π.χ. TheophileGautier (1811-1872) Ο Αφαλός: «Μ’ αρέσεις, άσπρο της κοιλιάς, αφάλι, τρύπα σε μάρμαρο άσπρο λαξευμένη που ο έρωτας στη μεση έχει βάλει του κούφιου του ιερού, όπου μόνος μπαίνει, μια ηδονή για να εύρει ονειρεμένη» Ή Το Μυτερό Σονέτο (SiredeChamblay 1856-1941): «Ξάπλωσε πάνω μου ξανά!.. Το ανήμερο θεριό του έρωτά σου ορθώνεται κι εγώ του ανοίγω πάλι τον πόθο μου. Σιγά-σιγά… Μην αρχινάς την πάλη… Νοιώθω ως το βάθος του κορμιού το βάρος σου, γλυκό. Μη βιάζεσαι ψυχή μου… Αγάλι-αγάλι, το φλογερό σου άρμονισε παλμό με του λικνίσματός μου το ρυθμό, του μεθυσιού να μην τελειώσει η ζάλη. Γρήγορα τώρα σε γυρεύω! Λυώνω, μεθώ, μ’ έπιασε τρέλλα. Ναι… Τώρα… Σε λατρεύω… Έλα! Έλα! Έλα! Ξανά! Α!»
[κείμενα και σχόλια Χρύσας Σπυροπούλου στη συνέχεια ανθολογούνται αντιπροσωπευτικά ποιήματα από την ανάρτηση στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ από τους παρακάτω γάλλους ποιητές: FrancoisdeMeyard (1582-1646), MelindeSaint-Gelais (1446-1507), ClementMarot (1495-1544), GuilaumeColletet (1596-1641), Saint-Ravin (1595-1670), Alexis Piron [1689-1773], Olivier de Magny [1529-1561], Isaac de Benserade [1612-1691], Alfred Delvau [1825-1867]StephaneMallarme (1842-1898) - περισσότερα στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ- ARTbyGabriel Pacheco
[κείμενα και σχόλια Χρύσας Σπυροπούλου στη συνέχεια ανθολογούνται αντιπροσωπευτικά ποιήματα από την ανάρτηση στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ από τους παρακάτω γάλλους ποιητές: FrancoisdeMeyard (1582-1646), MelindeSaint-Gelais (1446-1507), ClementMarot (1495-1544), GuilaumeColletet (1596-1641), Saint-Ravin (1595-1670), Alexis Piron [1689-1773], Olivier de Magny [1529-1561], Isaac de Benserade [1612-1691], Alfred Delvau [1825-1867]StephaneMallarme (1842-1898) - περισσότερα στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ- ARTbyGabriel Pacheco
Francois de Meynard [1582-1646]
Τα ρόδα σου μαράθηκαν, σου ασπρίσαν τα μαλλιά.
Το σώμα σου έχει χάσει κάθε χάρη.
Η θέση σου, αλί, είναι στο πατάρι
Όπου φυλάν τα ρούχα τα παλιά.
Όλη η ευγλωττία σου δε φτάνει,
Όσο κι αν θέλεις, να με κάνει
Την κρύα σου να ζεστάνω κλίνη.
Ιωάννα, μη με παίρνεις για παιδί.
Όσο κι αν το χαϊδεύεις, δε θα γίνει
Το πράμα μου των γερατειών σου το ραβδί.
Μαργκό, κοίταξε το πουλί μου!
Είναι καιρός ν’ αγαπηθούμε,
Τι ποιος μπορεί να πει, καλή μου,
Πως αύριο το πρωί θα ζούμε;
Ο Χάρος καρτεράει, αλί.
Όταν στα δίχτυα του πιαστούμε
Βαθειά κάτω απ’τη γη θα μπούμε
Και τότε αργά πολύ πια θα ’ναι.
Δε λέει πουθενά η Αγία Γραφή
Στον άλλο κόσμο πως πηδάνε.
Ο Ρομπέν, που τις κάμπιες κυνηγούσε
Και τα κορίτσια τρόμαζε πολύ
Είχε ένα τοσοδούτσικο πουλί.
Μια μέρα που στο δάσος περπατούσε
Βλέπει τη Λίζα, που τρελλά αγαπούσε.
Κι όπως στη χλόη ξαπλώνουνε, πλάι -πλάι,
Στο μπούτι της το πράμα του ακουμπάει.
«Ε, του φωνάζει αυτή, πάρε από δω
Τούτο το πράμα, σε παρακαλώ.»
«Τι έχεις,» της απαντάει, «καλή μου;
Είναι μονάχα το πουλί μου.»
«Α,» κάνει η Λίζα χαμηλοβλεπούσα,
«Κάμπια πως ήτανε θαρρούσα.»
Τι ωφελεί η αναβολή;
Άσε το νυχτικό σου
Να σηκώσω, και δώσου
Σε ζάλη έρωτα τρελή.
Τι τι θαρρείς η θεία
Πως λέει η μελωδία
Του αηδονιού, καλή μου;
Ότι μεγάλη είναι απονιά
Την ακριβή σου παρθενιά
Ν’ αρνιέσαι στο πουλί μου.
Γιάννα, μικρή μου αγαπημένη
Μην κοκκινίζεις, μη φοβάσαι.
Του έρωτα η φλόγα σε θερμαίνει.
Άφοβη σε προστάζει να ’σαι
Και να κερνάς την ηδονή.
Σα χάσεις όλη σου τη χάρη
Θα ’χεις καιρό να ’σαι σεμνή.
Ο χρόνος, που θα σε μαράνει
Έτσι φαρδύ το πράμα σου θα κάνει
Που θα περσεύει και για ένα μουλάρι.
Melin de Saint-Gelais [1446-1512]
Ηπονηρήσιγανοπαπαδιά
Δειπνούσε με τον εραστή της μια βραδιά.
Και καθώς πάει να κόψει το ψωμί
Πάνω του ρίχνει κατά λάθος το μαχαίρι.
Σκύβοντας να το πιάσει, ένα σκληρό
Ξίφος ανακαλύπτει. Στη στιγμή
Τραβάει βιαστικά το χέρι.
«Φίλη μου, μήπως κόπηκες;» ρωτάει
Ο άντρας της. «Μου φαίνεσαι χλωμή.
Πρόσεξε, τι πολύ είναι κοφτερό.»
«Δεν είναι τίποτα,» του απαντάει.
«Το ’πιασα ευτυχώς απ’ τη λαβή.»
Μια μέρα που η κυρία τριγυρίζει,
Την καμαριέρα ο κύριος κανονίζει.
Κι εκείνη, που αγαπάει το χορό,
Κουνάει ρυθμικά τον πισινό.
Σαν τέλειωσαν, του λέει καμαρωτή.
«Κύριε, μεγάλη έχω απορία.
Το κάνω πιο καλά από την κυρία;»
«Μα ναι, της απαντάει, αναμφιβόλως.»
«Σας πιστεύω,» του λέει τότε αυτή,
«Γιατί μου το ’χει πει οι κόσμος όλος.»
Clement Marot [1495-1544]
Μια μέρα του Δεκέμβρη ο Ρομπέν
Πάει την όμορφη Μαργκό να βρει
Και την παρακαλάει, αν μπορεί,
Το παγωμένο πράμα του, που δεν
Καταφέρνει κεφάλι να σηκώσει
Με τη φωτιά της να το ξεπαγώσει.
Αυτή από σκέτη δέχεται σπλαχνιά.
Αυτή από σκέτη δέχεται σπλαχνιά.
Κι αφού έχουν για καλά τα μέλη μπλέξει,
«Ε,» του λέει, «σα να φεύγει η παγωνιά.»
«Βέβαια,» της απαντάει, «μα θα βρέξει.»
Ένας παπάς, με κόκκινη μαγούλα
Προσπαθούσε ένα βράδυ να περάσει
Μέσα απ’ της κάμαράς του το καφάσι
Μια όμορφη χωριατοπούλα.
Περνάν τα μπράτσα, το κεφάλι
Το στήθος, αλλά κόλλησε το αφάλι.
Τραβάει αυτός, σπρώχνει κι αυτή
Μα τίποτα. Τότε της λέει στο αυτί.
«Αν δεν περάσει ο πισινός σου
Γύρισε πίσω στο χωριό σου.
Χωρίς αυτόν δεν γίνεται γιορτή.»
Guillaume Colletet [1596-1641]
Όταν της Λίζας το δεξί
Βυζί φιλάω, θυμωμένα
Μου λέει: «Δεν είναι αυτό για σένα,
Είναι του αντρός μου το βυζί.
Μπορείς αν θες να μου φιλάς
Το αριστερό ώσπου να χορτάσεις.
Κι ούτε απ’ τη μοιρασιά θα χάσεις:
Είναι το μέρος της καρδιάς.»
Γλυκό το σώμα της κυράς μου το αεράτο,
Γλυκό το κοίταγμα των πλάνων της ματιών,
Γλυκό το μέτωπο, το γέλιο της το ακράτο,
Γλυκό το φίλημα των λάγνων της χειλιών.
Γλυκός ο λόγος της, κελάρυσμα δροσάτο,
Κι ο χείμαρρος των μεταξένιων της μαλλιών,
Γλυκό το στήθος της, που ανατριχιάζει κάτω
Από το χάδι των καυτών μου των χεριών.
Γλυκό το πόδι της, το εξαίσιο της αφάλι
Κι η λεία της κοιλιά, που ’χω για μαξιλάρι,
Γλυκιά κι η κάθε κίνησή της, όλο χάρη.
Μα πιο γλυκό βρίσκω απ’ τα όσα της τα κάλλη
Των λαγονιών της το μεθυστικό ρυθμό…
Saint-Pavin [1595-1670]
Η Αλίνα, καλοχτενισμένη,
Σινάμενη και κουνιστή
Στο σπίτι μου ήρθε γελαστή
Σ’ αγόρι μεταμφιεσμένη.
Γιατί φοβόταν, η κουτή,
Αν ήταν γυναικεία ντυμένη,
Πως θα την άφηνα να μένει
Έξω απ’ την πόρτα την κλειστή.
Ομολογώ πως αρχικά
Εθύμωσα πραγματικά.
Μα ήταν χαριτωμένη τόσο
Που απ’ τη ντροπή για να τη σώσω
Της φέρθηκα καθώς σε κόρη
Που θέλει να περνάει για αγόρι.
Δυο φίλες τη λαχταριστή
Κι ονειρεμένη παραζάλη
Του έρωτα ψάχνουν στη ζεστή
Η μια της άλλης την αγκάλη.
Τ’ αθώα τους σπαταλώντας κάλλη
Παίζουν με χάρη ζηλευτή
Άλλοτε η μια κι άλλοτε η άλλη
Ρόλο ερωμένης, εραστή.
Μ’ αλοίμονο, ό,τι και να κάνουν
Τις όμορφές τους μέρες χάνουν.
Ποτέ τους δεν ικανοποιούνται.
Όσο κι αν προσπαθούν, να βρουν
Στο αγκάλιασμά τους δεν μπορούν
Την ηδονή που μας αρνιούνται.
Grecourt [1683-1743]
Η μέρα του καλοκαιριού ζεστή
Στου ύπνου έχει πέσει η Λίζα την αγκάλη.
Κι είναι έτσι τροφαντή, λαχταριστή
Που άγιο μπορεί σε πειρασμό να βάλει.
Το μισοσηκωμένο νυχτικό της
Στα έκθαμβα μάτια αφήνει να φανεί
Ο θησαυρός της άγουρής της νιότης
Και μέσα μου φουντώνει η ηδονή.
Πάνω της λαύρος πέφτω. Αυτή θαρρεί
Πως κάποιο πράμα μέσα της σαλεύει.
Ξυπνάει ευθύς και λέει: «Τι τυχερή
Κοιμάμαι εγώ κι η τύχη μου δουλεύει.»
Alexis Piron [1689-1773]
Δυο εραστές τρελό παιχνίδι στήσαν
Στου δάσους μιαν απόμερη γωνιά
Νομίζοντας πως ολομόναχοι ήσαν,
Με τις ξανθιές δρυάδες συντροφιά.
Μα στην πιο κρίσιμη στιγμή ακούνε
Βήματα. Τότε εκείνος της φωνάζει
«Πάμε να φύγουμε, τι θα μας δούνε.»
«Όχι, μη σταματάς» του αναστενάζει.
«Μα έρχεται κόσμος.» «Ε, και τι μ’αυτό;
Δεν διακρίνω μήτε ένα μου γνωστό».
Ένας νεαρός με μια κυρά στοιχηματίζει
Πως δώδεκα φορές θα της το κάνει.
Εκείνη δέχεται, και μάνι μάνι
Στο στρώμα πέφτουν και το γλέντι αρχίζει.
Μα όταν αυτός μετράει ως τις οχτώ,
«Το μέτρημα,» του λέει, «δεν ειν σωστό.
Με κλέβεις μια. Χωρίς να σε προσβάλω
Θαρρώ πως δεν αντέχεις άλλο
Και να ξεφύγεις προσπαθείς.»
Κι ο τύπος απαντάει ευθύς:
«Εγώ πάντα μετράω με προσοχή
Μα αν θέλεις, ξεκινάμε απ΄την αρχή.»
Olivier de Magny [1529-1561]
Την άνοιξη τι μου αρέσει ευθύς θα σας το πω:
Γύρω μου να ευωδιάζουνε τα ρόδα, το θυμάρι,
Στίχους να γράφω, και μαζί με τα πουλιά τη χάρη
Να τραγουδάω ολημερίς εκείνης που αγαπώ.
Το καλοκαίρι, ξαπλωμένος στο ζεστό χορτάρι
Να τη φιλάω, στο στήθος της το χέρι ν’ακουμπώ,
Μιας αχλαδιάς να γεύομαι το ζουμερό καρπό
Και να μεθάω με κρασί στιλπνό σαν κεχριμπάρι.
Σαν έρθουν του φθινόπωρου οι πρώτες κρύες μέρες
Παρέα με φίλους γκαρδιακούς κάστανα στη φωτιά
Να ψήνουμε, κι ευχάριστες να κάνουμε βεγγέρες.
Και το χειμώνα, που κλεισμένος μες στο σπίτι θα ’μαι
Να χουζουρεύω πρωί βράδυ πλάι στην πυροστιά
Και στης καλής μου τη θερμήν αγκάλη να κοιμάμαι.
Isaac de Benserade [1612-1691]
Κυρία, θα σας χαρίσω ένα πουλί
Που έχει ανεκτίμητη στ’ αλήθεια αξία.
Αρρώστια αν νοιώσετε ή κούραση πολλή
Αμέσως θα σας δώσει την υγεία.
Ημικρανία, κοιλόπονο, χολή,
Τα πάντα θεραπεύει μ’ ευκολία.
Μα προ παντός να φύγει συντελεί
Απ’ την καρδιά η βαριά μελαγχολία.
Κάποια το ’δε κυρά που το κρατούσα
Κι ευθύς εζήτει, χαμηλοβλεπούσα
Μ’ όλο της γης το βιος να τ’ αγοράσει.
Γιατί στ’ άλλα πουλιά δεν έχει μοιάσει.
Τόσο πολύ του αρέσει το κλουβί
Που κλαίει από χαρά, μέσα αν βρεθεί.
Lattaignant [1697-1779]
Τραγούδι στη μαρκησία delaCourcelle
Όταν κανείς ερωτευτεί
Τίποτα δεν τον συγκρατεί.
Θα ’θελα να ’μαι καλτσοδέτα,
Τσατσάρα, μπικουτί, φουρκέτα,
Κάλτσα, σουτιέν, γιακάς, μανίκι,
Κολιέ, βραχιόλι, σκουλαρίκι,
Σκυλάκι, γάτα, παπαγάλος,
Ή έστω ένα πόδι σου, ένας κάλος.
Θα’ θελα να ’μουνα, στ’ αλήθεια,
Το ρόδο που έχεις μες στα στήθια,
Το κοκκινάδι που στο στόμα
Ύπουλα σε φιλάει, ακόμα
Κι αυτός ο ψύλλος που σου πίνει
Το αίμα στη ζεστή σου κλίνη
Πριν θυμωμένα τον τσακώσουν
Τα δάχτυλά σου και τον λυώσουν.
De Sigogne [1560-1611]
Ωδή στην Αφροδίτη
Ω εσύ, θεά που όλους εμάς
Τις δύστυχες γυναίκες βοηθάς,
Γλυκιά του Έρωτα μητέρα,
Αν ήταν δυνατόν μια μέρα
Μες στο κρεβάτι μου να βρω
Έναν νιο Πρίαπο, βαρβάτο,
Κι αμέσως, ρίχνοντάς με κάτω
Με το θαυματουργό του υγρό
Να με δροσίσει ¨ κι αν επίσης
Μπορούσες απ’τις απαιτήσεις
Να μ’απαλλάξεις του δικού μου Ηφαίστου
Και να κοιμήσεις τις ορμές του¨
Τότε κι εγώ, για να σ’ ευχαριστήσω
Θα πήγαινα να σου στολίσω
Μ’ άνθη μυρτιάς το ιερό σου
Και ν’ αποθέσω στο βωμό σου
Ένα ομοίωμα του θείου
Και αξιολάτρευτου εργαλείου
Που φέρνει ερωτικό μεθύσι
Και κάνει υπέροχη τη ζήση.
Alfred Delvau [1825-1867]
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ:
Θωρώντας τα γυμνά σου κάλλη, θέλω
Καθημερνά σονέτα να σου γράφω.
Σίγουρα ιδανικό θα ’σουν μοντέλο
Και για τον πιο απαιτητικό ζωγράφο.
Της ομορφιάς ο ήλιος ανατέλλει
Σκορπίζοντας τη θέρμη της φωτιάς της.
Τα στρουμπουλά και ροδαλά σου μέλη
Λες τα ’κανε δεινός ζαχαροπλάστης.
Τα εξάμετρά μου θε να ξεχειλίζουν
Με στίχους πιο λαμπρούς κι απ’ το τοπάζι
Που θα μεθάν, θα λυώνουν, θα ηλεκτρίζουν
Και θα ξανάβουν όποιον τους διαβάζει.
Η ΝΕΑ ΚΟΠΕΛΑ
Κράτα τους στίχους σου για μια άλλη μούσα.
Αγαπητέ, λιγότερο ποιητής
Και πιο θερμός κι έμπειρος εραστής
Να ’σουν ειλικρινά θα προτιμούσα.
Προδότη, μου ’δειξες του παραδείσου
Την πόρτα, μου ξεσήκωσες το νου
Και σύξυλη στα κρύα του λουτρού
Μ’ άφησες. Το ανήμπορο πουλί σου
Σήκωσε, και κατέβασε τη λύρα.
Αυτό που λογαριάζει στο κρεβάτι
Είναι του άντρα η ορμή η βαρβάτη
Που αφήνει πίσω της σωστή πλημμύρα.
Ω, δεν αντέχω, η πεθυμιά με σφάζει.
Το γείτονά μου φέρτε, που ’ναι τόσο
Λαύρος, το νιο του το πουλί να νοιώσω
Μες στη ζεστή φωλιά μου να σφαδάζει.
Stephane Mallarme [1842-1898]
Mysticis Umbraculis
Κοιμόταν και τρεμάμενο το φίνο δάχτυλό της,
Σπρωγμένο από όνειρο γλυκό της ροδαλής της νιότης,
Ετράβηξε το νυχτικό πάνω απ’τον αφαλό της.
Στο φως το αχνό του φεγγαριού η άσπρη της κοιλιά
Με χιόνι μοιάζει, όπου σοφού ζωγράφου η πινελιά
Πρόσθεσε τρελλοκότσυφα τη μαλλιαρή φωλιά.
Γαλλική ερωτική τολμηρη ποίηση σε μετάφραση του Ο. (της Χρύσας Σπυροπούλου) περισσότερα κείμενα στην ανάρτηση στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ: