«Το πρόβλημα Σπινόζα» μέσα από τα μάτια του Ίρβιν Γιάλομ (Irvin D. Yalom):
Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στην αναζήτηση της σοφίας και στις συμφορές που ακολουθούν όποιον είναι αρκετά θαρραλέος -ή αρκετά ανόητος- ώστε να αποπειραθεί να ζήσει σαν φιλόσοφος δηλαδή με αρμονία ψυχής
Οι παράλληλοι βίοι δύο εντελώς αντίθετων προσωπικοτήτων απασχολούν τον Ίρβιν Γιάλομ στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Το πρόβλημα Σπινόζα». Από την μία η ασκητική ζωή του Σπινόζα, ενός από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών και στον αντίποδα ο Ναζί καταθλιπτικός τυχοδιώκτης, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Εστιάζει το βλέμμα του στον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, το Ναζί ιδεολόγο που ευθυνόταν κυρίως για το διανοητικό πρόγραμμα του κόμματος του. Ο Ρόζενμπεργκ κατατρύχεται από την πνευματική κληρονομιά του ήρωα του, του Γκαίτε, από την στιγμή που ανακαλύπτει ότι ο ποιητής έτρεφε θαυμασμό για τον Σπινόζα: έναν αποσυνάγωγο Εβραίο, που η κοινότητα του τον κατηγόρησε ως αιρετικό και για τον οποίο ο Ρόζενμπεργκ νοιώθει σεβασμό και απώθηση μαζί. Πραγματικότηα ή μυθοπλασία; Ο ίδιος ο Ίρβιν Γιάλομ διευκρινίζει: επιχείρησα να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είχε συμβεί. Παραμένοντας όσο γίνεται πιο κοντά στα ιστορικά γεγονότα, άντλησα στοιχεία από την επιστημονική μου ιδιότητα του ψυχιάτρου για να φανταστώ τον ψυχικό κόσμο των ηρώων μου, του Μπέντο Σπινόζα (17ο αιώνας) και του Άλφρεντ Ρόζεμπεγκ (20ος αιώνας). Επινόησα και δυο φανταστικούς χαρακτήρες, τον Φράνκο και τον Φρήντριχ, για να χρησιμεύουν ως πύλες εισόδου στην ψυχή των πρωταγωνιστών μου. Όλες οι σκηνές στις οποίες εμφανίζονται αυτοί οι ήρωες είναι βεβαίως φανταστικές. Ιδού δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
ΑΜΣΤΕΡΔΑΜ 1656: ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΟΥΜΕ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΑΚΡΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΖΩΗΣ: Η ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ (διάλογος περί ευδαιμονίας – αποσπάσματα από το ενδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου)
Ο Βαν ντεν Έντεν ξεκίνησε την ανάλυσή του στο μάθημα των Ελληνικών αναφωνώντας: «Ευδαιμονία».Ας εξετάσουμε ις δυο ρίζες: «ευ;».Έβαλε το χέρι πλάι στο αυτί και περίμενε. Οι μαθητές απάντησαν δειλά «καλό», «φυσιολογικό», «ευχάριστο».Ο Βαν ντεν Έντεν επανέλαβε την ερώτηση με τη λέξη «δαίμων»,στην οποία η αντίδραση πιο θαρραλέα και ομόφωνη: «πνεύμα», «δαιμόνιο», «ελάσσων θεότητα»
«Ναι, ναι, ναι. Και τα τρία είναι σωστά, σε συνδυασμό όμως με το «ευ» η σημασία κλίνει περισσότερο προς την «αγαθή τύχη», επομένως η ευδαιμονία συνήθως υποδηλώνει την «ευζωία», την «ευτυχία» ή την «ευημερία». Είναι όμως αυτά συνώνυμα; Εκ πρώτης όψεως έτσι δείχνουν, στην πραγματικότητα όμως αμέτρητοι φιλόσοφοι έχουν αναλύσει τις διαφορετικές τους αποχρώσεις. Η ευδαιμονία είναι άραγε μια ψυχική κατάσταση; Ή ένας τρόπος ζωής;». Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Βαν ντεν Έντεν πρόσθεσε: «Ή μήπως είναι απλώς ηδονιστική απόλαυση; Ή μήπως συνδέεται με την έννοια της αρετής που σημαίνει;» Έβαλε πάλι το χέρι του στο αυτί και περίμενε ώσπου δυο μαθητές απάντησαν συγχρόνως «Ηθική»
«Ναι, ακριβώς, και πολλοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ενσωματώνουν την αρετή στην έννοια της ευδαιμονίας, εξυψώνοντάς τη ίσως έτσι από την υποκειμενική κατάσταση του να νιώθεις ευτυχής στο υψηλότερο ζήτημα του να ζεις μία ηθική, ενάρετη, επιθυμητή ζωή. Ο Σωκράτης είχε ορισμένες πολύ έντονες απόψεις γύρω από αυτό το θέμα: θυμηθείτε τα όσα διαβάσαμε την περασμένη εβδομάδα στην ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ, όπου ο Σωκράτης προσεγγίζει έναν Αθηναίο συμπολίτη του και θέτει το ζήτημα της αρετής με τα παρακάτω λόγια…». Στο σημείο αυτό ο Βαν ντεν Έντεν παίρνει μια θεατρική πόζα, απαγγέλει Πλάτωνα στα Ελληνικά κι έπειτα μεταφράζει αργά στα Λατινικά για τον Ντιρκ και τον Μπέντο: «Δεν ντρέπεσαι για τη λαχτάρα σου να κατέχεις όσο δυνατόν περισσότερο πλούτο, φήμη και τιμές, ενώ δεν νοιάζεσαι ούτε σε απασχολεί η σοφία ή αλήθεια ή η καλύτερη δυνατή κατάσταση της ψυχής σου;»
Μην ξεχνάτε ότι τα πιο πρώιμα έργα του Πλάτωνα αντανακλούν τις ιδέες του δασκάλου του, του Σωκράτη, ενώ στο πιο όψιμο έργο του, την ΠΟΛΙΤΕΙΑ, βλέπουμε ν’ αναδύονται οι δικές του ιδέες, οι οποίες υπογραμμίζουν ορισμένα απόλυτα μέτρα που αφορούν τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές στη μεταφυσική σφαίρα. Πώς συλλαμβάνει ο Πλάτωνας τον θεμελιώδη σκοπό μας στη ζωή;Κατά την γνώμη του ο σκοπός αυτός είναι να κατακτήσουμε την υψηλότερη μορφή γνώσης.Έτσι αντιλαμβανόταν την έννοια του «καλού»,από τα οποία αντλούν την αξία τους όλα τα υπόλοιπα. Μόνο τότε, λέει ο Πλάτων, είμαστε ικανοί ν’ αγγίξουμε την ευδαιμονία – που κατά τη δική του άποψη είναι μια κατάσταση αρμονίας της ψυχής. Θα επαναλάβω τη φράση «αρμονία της ψυχής»,αξίζει να τη θυμάστε. Μπορεί να σας φανεί πολύ χρήσιμη στη ζωή σας.
Ας πάμε τώρα στον επόμενο μεγάλο φιλόσοφο, τον Αριστοτέλη, ο οποίος σπούδασε πλάι στον Πλάτωνα για είκοσι περίπου χρόνια. Είκοσι χρόνια! Να το θυμάστε αυτό, όσοι από σας κλαψουρίζετε ότι το δικό μου εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι πολύ δύσκολο και διαρκεί πολύ.
Στα χωρία από τα ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ που θα διαβάσετε αυτή την εβδομάδα θα δείτε ότι ο Αριστοτέλης έχει ορισμένες έντονες απόψεις για το τι σχηματίζει καλή ζωή. Ήταν βέβαιος ότι η καλή ζωή δεν συνίσταται στις απολαύσεις των αισθήσεων ούτε στη φήμη ή τα πλούτη. Ποιον θεωρούσε ο Αριστοτέλης σκοπό μας στη ζωή; Πίστευε ότι σκοπός μας είναι να πραγματώσουμε τη μοναδική εσώτερη λειτουργία μας. «Τι είναι εκείνο», ρωτάει ο Αριστοτέλης «που μας διακρίνει από τις άλλες μορφές ζωής;» «Θέτω σε σας αυτό το ερώτημα».
Η τάξη δεν είχε έτοιμες απαντήσεις. Ύστερα από λίγη ώρα ένας μαθητής λέει: «Εμείς γελάμε, τα άλλα ζώα δεν μπορούν» και προκαλεί μερικά γελάκια στους υπόλοιπους. Ένας άλλος λέει «περπατάμε με δύο πόδια».
«Το γέλιο και τα πόδια – αυτή είναι η καλύτερη σας απάντηση;» φώναξε ο Βαν ντεν Έντεν. «Τόσο επιπόλαιες απαντήσεις υποβιβάζουν αυτή τη συζήτηση. Σκεφτείτε! Ποιο είναι το μείζον χαρακτηριστικό που μας διακρίνει από τις κατώτερες μορφές ζωής;» Ξαφνικά γυρίζει στον Μπέντο: «Θέτω την ερώτηση σ’ εσένα, Μπέντο Σπινόζα».
Χωρίς να σκεφτεί ούτε μια στιγμή, ο Μπέντο λέει: «Πιστεύω πως είναι η μοναδική μας ικανότητα για λογική σκέψη».
«Ακριβώς. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο ευτυχέστερος άνθρωπος είναι εκείνος που πραγματώνει σε μεγαλύτερο βαθμό αυτήν ακριβώς τη λειτουργία».
«Επομένως το ανώτερο και ευτυχέστερο εγχείρημα είναι να γίνεις φιλόσοφος;» ρώτησε ο Αλφόνς, ο πιο έξυπνος μαθητής της τάξης των Ελληνικών, που ενοχλήθηκε από την γρήγορη και εύστοχη απάντηση του Μπέντο. «Δεν μοιάζει ιδιοτελές για έναν φιλόσοφο να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο;»
«Ναι, Αλφονς, και δεν είσαι ο πρώτος στοχαστής που φτάνει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Αυτή η παρατήρησή σου μας οδηγεί στον Επίκουρο, έναν άλλο σπουδαίο Έλληνα στοχαστή που εισήγαγε μερικές ιδέες ριζικά διαφορετικές σχετικά με την ευδαιμονία και με την αποστολή του φιλοσόφου. Σε δύο βδομάδες θα διαβάσετε Επίκουρο και θα δείτε πώς κι αυτός μιλούσε για καλή ζωή αλλά χρησιμοποιούσε μία εντελώς άλλη λέξη. Ο Επίκουρος μιλάει πολύ για την «αταραξία»που μεταφράζεται…» πάλι ο Βαν ντεν Έντεν περιμένει απάντηση.
Ο Αλφόνς απαντάει αμέσως «γαλήνη» και σε λίγο και άλλοι προσθέτουν «ηρεμία» και «ψυχική γαλήνη».
«Ναι, ναι, πολύ ωραία» είπε ο Βαν ντεν Έντεν, εμφανώς όλο και πιο ευχαριστημένος από την επίδοση της τάξης του. Για τον Επίκουρο η αταραξία ήταν η μοναδική αληθινή ευτυχία. Και πώς την επιτυγχάνουμε; Όχι μέσα από την αρμονία της ψυχής του Πλάτωνα ούτε μέσα από την κατάκτηση της λογικής του Αριστοτέλη αλλά απλώς με την εξάλειψη της ανησυχίας και του άγχους. Αν σας μιλούσε αυτή τη στιγμή ο Επίκουρος, θα σας προέτρεπε ν’ απλοποιήσετε τη ζωή σας. Να πως θα το διατύπωνε, αν στεκόταν μπροστά σας σήμερα.
Ο Βαν ντεν Έντεν καθάρισε το λαιμό του και μίλησε με ύφος συντροφικό:
«Φίλοι μου, οι ανάγκες σας είναι λίγες, ικανοποιούνται εύκολα και ο όποιος αναγκαίος πόνος είναι εύκολα ανεκτός. Μη περιπλέκετε τη ζωή σας με ασήμαντους στόχους όπως τα πλούτη και η φήμη: είναι εχθροί της αταραξίας. Η φήμη, για παράδειγμα, προκύπτει από τις γνώμες των άλλων και απαιτεί να ζήσουμε τη ζωή μας όπως οι άλλοι το επιθυμούν. Για να κατακτήσουμε και να διατηρήσουμε τη φήμη, χρειάζεται να μας αρέσουν εκείνα που αρέσουν στους άλλους και ν’ αποφεύγουν ό,τι αποφεύγουν εκείνοι. Μακριά λοιπόν από μια ζωή με καλή φήμη δηλαδή μια ζωή με πολιτική! Όσο για τα πλούτη; Αποφύγετέ τα! Είναι παγίδα! Όσο πιο πολλά έχουμε τόσο πιο πολλά λαχταράμε και τόσο πιο βαθιά είναι η θλίψη μας, όταν η λαχτάρα μας δεν ικανοποιείται. Ακούστε με, φίλοι μου: αν λαχταράτε την ευτυχία, μη σπαταλάτε τη ζωή σας στον αγώνα για πράγματα τα οποία τελικά δεν έχετε ανάγκη.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ του διαλόγου για την ευδαιμονία και τη ψυχική γαλήνη στη 131 σελίδα του βιβλίου.
ΕΣΘΟΝΙΑ -1918: ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ Ο ΚΛΑΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΝΟΖΑ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕ ΠΩΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΕΧΟΥΝ ΜΙΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ Ν’ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΕΙ (αποσπάσματα από το δωδέκατο κεφάλαιο του βιβλίου)
Την επόμενη της πρώτης του συνάντησης με τον Φρήντριχ, ο Άλφρεντ καθόταν στην μπιραρία με το βλέμμα καρφωμένο στην είσοδο και μόλις τον διέκρινε πήδηξε όρθιος για να τον χαιρετήσει.
«Χαίρομαι που σε βλέπω, Φρήντριχ. Σ’ ευχαριστώ που βρήκες χρόνο για μένα».
Πήραν την μπίρα τους και κάθισαν στο ίδιο ήσυχο γωνιακό τραπέζι. Ο Άλφρεντ είχε πάρει την απόφαση να μη βρεθεί πάλι στο επίκεντρο της όλης κουβέντας, γι’ αυτό άρχισε να ρωτάει: «Πώς είστε η μητέρα σου κι εσύ;»
«Η μητέρα μου εξακολουθεί να είναι σοκαρισμένη, προσπαθεί ακόμα να συλλάβει την ιδέα πως ο πατέρας μου έχει φύγει από τη ζωή. Μερικές φορές μοιάζει να ξεχνά πως δεν υπάρχει πια. Δύο φορές της φάνηκε πως τον διέκρινε σε μια ομάδα ανθρώπων που στέκονταν έξω από το σπίτι. Το πιο παράξενο όμως είναι η άρνηση που έχει στα όνειρά της! Όταν ξύπνησε σήμερα το πρωί, είπε ότι ήταν τρομερό για κείνη να πρέπει ν’ ανοίξει τα μάτια: χαιρόταν τόσο πολύ που στο όνειρό της περπατούσε και μιλούσε με τον πατέρα μου, γι’ αυτό δεν της άρεσε καθόλου που ξύπνησε και βρέθηκε σε μια πραγματικότητα, στην οποία εκείνος εξακολουθούσε να είναι νεκρός»
«Όσο για μένα», συνέχισε ο Φρήντριχ, «αγωνίζομαι σε δύο μέτωπα σαν το γερμανικό στρατό. Δεν είναι μόνο η προσπάθεια να δεχθώ το γεγονός του θανάτου του αλλά σ’ αυτό το σύντομο διάστημα που βρίσκομαι εδώ χρειάζεται να βοηθήσω και τη μητέρα μου. Κι αυτό είναι ζόρικο».
«Τι εννοείς ζόρικο;» ρώτησε ο Άλφρεντ.
Για να βοηθήσεις κάποιον, πιστεύω πως χρειάζεται να μπεις στο δικό του κόσμο. Όποτε όμως προσπαθώ να το κάνω αυτό με τη μητέρα μου, το μυαλό μου φτερουγίζει μακριά, και μέσα σε δύο-τρία δευτερόλεπτα έχω αρχίσει να σκέφτομαι κάτι εντελώς διαφορετικό. Πριν από λίγο έκλαιγε και, καθώς την αγκάλιασα για να την παρηγορήσω, παρατήρησα πως οι σκέψεις μου ήδη στρέφονταν στη συνάντηση που θα είχα μαζί σου. Για μία στιγμή ένιωσα ενοχή. Τότε υπενθύμισα στον εαυτό μου πως δεν είμαι παρά άνθρωπος και πως εμείς οι άνθρωποι διαθέτουμε μία εγγενή τάση προς τον προστατευτικό περισπασμό. Με απασχολεί που δεν μπορώ να παραμείνω συγκεντρωμένος στο θάνατο του πατέρα μου. Πιστεύω, επειδή με φέρνει αντιμέτωπο με το δικό μου θάνατο, κι αυτό το ενδεχόμενο είναι υπερβολικά τρομακτικό για να το αντέξω. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη εξήγηση. Εσύ τι γνώμη έχεις;» Ο Φρήντριχ σταμάτησε και κοίταξε τον Άλφρεντ ίσια στα μάτια.
«Αυτά τα πράγματα δεν τα γνωρίζω αλλά το συμπέρασμα σου μοιάζει εύλογο. Κι εγώ δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να σκεφτεί βαθιά το θάνατο. Πάντα απεχθανόμουν την επιμονή του πατέρα μου να με πηγαίνει στον τάφο της μητέρας μου».
Ο Φρήντριχ έμεινε σιωπηλός ώσπου να βεβαιωθεί ότι ο Άλφρεντ δεν σκόπευε να πει περισσότερα και τότε είπε: «Σου έδωσα λοιπόν μια μακροσκελή απάντηση στην ερώτηση πώς είμαι, όπως βλέπεις όμως μ’ αρέσει πολύ να παρατηρώ και να συζητώ όλους αυτούς τους μηχανισμούς του νου. Μήπως η απάντησή μου ήταν πολύ πιο προσωπική απ’ όσο περίμενες ή απ’ όσο επιθυμούσες;»
«Ήταν πράγματι πιο μεγάλη απ’ όσο περίμενα αλλά ήταν αληθινή, βαθιά και πηγαία. Σε θαυμάζω που αποφεύγεις τόσο πολύ την επιφανειακότητα. που είσαι τόσο πρόθυμος να μοιραστείς τις σκέψεις σου ειλικρινά και χωρίς να νιώθεις ντροπή».
«Κι εσύ Άλφρεντ, στο τέλος της χθεσινής συζήτησης προχώρησες βαθιά μέσα στον εαυτό σου. Είχε επιπτώσεις αυτό;»
«Ομολογώ ότι με αναστάτωσε… Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω την κουβέντα μας».
«Ποιο μέρος της δεν σου ήταν σαφές;»
«Δεν μιλώ για τη σαφήνεια των εννοιών αλλά για την παράξενη αίσθηση που είχα μιλώντας μαζί σου. Κουβεντιάσαμε πολύ λίγη ώρα –πόσο ήταν;-, τρία τέταρτα, κάτι τέτοιο. Κι όμως ανακάλυψα τόσα πολλά κι ένιωσα τόσο συνδεδεμένος, τόσο παράξενα… κοντά. Σαν να σε γνώριζα στενά όλη μου τη ζωή»
«Ήταν δυσάρεστο αυτό το αίσθημα;»
«Και ναι και όχι. Ήταν ωραίο, γιατί αμβλύνει την αίσθησή μου ότι δεν έχω ρίζες, ότι δεν έχω σπίτι. Ήταν όμως και δυσάρεστο, γιατί η χθεσινή συζήτηση ήταν εξαιρετικά αλλόκοτη –όπως σου ξαναείπα, ποτέ δεν έχω ξαναμιλήσει τόσο προσωπικά ούτε έχω ποτέ εμπιστευτεί έναν άγνωστο τόσο γρήγορα».
«Δεν είμαι όμως άγνωστος, αφού είμαι φίλος του Όιγκεν. Ή ας πούμε ότι είμαι γνώριμος άγνωστος που απέκτησε πρόσβαση στα πιο κρυφά δωμάτια του σπιτιού της παιδικής σου ηλικίας».
«Σε σκέφτηκα πολλές φορές από χθες, Φρήντριχ. προέκυψε ένα ζήτημα κι αναρωτιέμαι αν θα μου επέτρεπες μια προσωπική ερώτηση…»
«Μα φυσικά. Δεν χρειάζεται να ρωτάς – μου αρέσουν οι προσωπικές ερωτήσεις».
«Όταν σε ρώτησα πώς απέκτησες τέτοιες δεξιότητες στη συζήτηση και στη διερεύνηση του νου, απάντησες πως οφείλονται στις ιατρικές σπουδές σου. Σκεφτόμουν όμως όλους τους γιατρούς που έχω γνωρίσει και κανείς τους, ούτε ένας, δεν διέθετε ποτέ ίχνος από το δικό σου ενδιαφέρον και διάθεση επαφής. Μ’ αυτούς είναι δουλειά – κάνουν μερικές βιαστικές ερωτήσεις, δεν μπαίνουν ποτέ σε προσωπική διερεύνηση, έπειτα γράφουν σύντομα κάποια μυστήρια συνταγή στα λατινικά κι ακολουθεί το «Ο επόμενος, παρακαλώ». Εσύ πώς είσαι τόσο διαφορετικός, Φρήντριχ;»
«Δεν υπήρξα απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, Άλφρεντ» απάντησε ο Φρήντριχ, κοιτώντας τον στα μάτια με τη συνηθισμένη του ευθύτητα. «Είναι αλήθεια ότι είμαι γιατρός αλλά σου έκρυψα κάτι – έχω ήδη ολοκληρώσει την εκπαίδευσή μου στην ψυχιατρική και ακριβώς η εμπειρία αυτή διαμόρφωσε τον τρόπο που σκέφτομαι και μιλώ».
«Μοιάζει τόσο αθώο. Γιατί να μπεις στον κόπο να το κρύψεις;»
«Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να νιώθουν ανήσυχοι και κάνουν πίσω αναζητώντας οδό διαφυγής, όταν μαθαίνουν πως είμαι ψυχίατρος. Τους μπαίνει η ανόητη ιδέα ότι οι ψυχίατροι μπορούν να διαβάσουν τη σκέψη και να μάθουν όλα τα σκοτεινά τους μυστικά».
Ο Άλφρεντ συμφώνησε. «Ίσως να μην είναι και τόσο ανόητη, Χθες έμοιαζε πράγματι σαν να διαβάζεις τη σκέψη μου».
«Όχι, όχι, όχι. Μαθαίνω όμως να διαβάζω τη δική μου σκέψη και μέσα απ’ αυτή την εμπειρία μπορεί να χρησιμεύσω σαν οδηγός, για να διαβάσεις εσύ τη δική σου.Αυτή είναι η κυριότερη κατεύθυνση τώρα στον κλάδο μου».
«Πρέπει να ομολογήσω ότι είσαι ο πρώτος ψυχίατρος που γνωρίζω. Δεν ξέρω τίποτε για τον κλάδο σου».
«Για πολλούς αιώνες οι ψυχίατροι έκαναν κυρίως διαγνώσεις και συνόδευαν στα άσυλα ψυχωτικούς ασθενείς, σχεδόν πάντοτε ανίατους. Την τελευταία δεκαετία όμως όλα αυτά άλλαξαν. Η αλλαγή ξεκίνησε με τον Ζίγκμουντ Φρόυντστη Βιέννη, ο οποίος επινόησε μία ομιλητική θεραπεία που ονομάστηκε ψυχανάλυση και μας επιτρέπει να βοηθάμε τους ασθενείς να ξεπεράσουν τα ψυχολογικά τους προβλήματα.Σήμερα μπορούμε να θεραπεύσουμε παθήσεις όπως το ακραίο άγχος ή το διαρκές πένθος ή κάτι το οποίο ονομάζουμε «υστερία» - μία πάθηση στην οποία η ασθενής έχει σωματικά συμπτώματα ψυχολογικής προέλευσης. Οι δάσκαλοί μου στη Ζυρίχη, ο Καρλ Γιουνγκ και ο Όιγκεν Μπλόιλερ, είναι πρωτοπόροι σ’ αυτόν τον τομέα. Η προσέγγισή τους με ενθουσιάζει και σε λίγο θα ξεκινήσω μία πιο προχωρημένη εκπαίδευση στην ψυχανάλυση στο βερολίνο με τον Καρλ Άμπραχαμ, έναν καθηγητή που χαίρει πολύ μεγάλης εκτίμησης».
«Έχω ακούσει μερικά πράγματα για την ψυχανάλυση. Έχω ακούσει να την αποκαλούν μία ακόμα εβραϊκή συνωμοσία.Όλοι σου οι δάσκαλοι είναι Εβραίοι;»
«Οπωσδήποτε όχι ο Γιούνγκ και ο Μπλόιλερ».
«Όμως, Φρήντριχ, γιατί να μπεις σ’ ένα κλάδο που τον νέμονται οι Εβραίοι;»
«Θα τον νέμονται οι Εβραίοι, αν δεν μπούμε σ’ αυτόν κι εμείς οι Γερμανοί. Ή να το πω αλλιώς. Παραείναι σημαντικός για να τον αφήσουμε στους Εβραίους».
«Γιατί όμως να μολυνθείς; Γιατί να γίνεις μαθητής Εβραίων;»
«Είναι κλάδος της επιστήμης. Άκου, Άλφρεντ, σκέψου το παράδειγμα ενός άλλου επιστήμονα, του γερμανοεβραίου Άλμπερτ Αϊνστάιν.Όλη η Ευρώπη μιλάει γι’ αυτόν – το έργο του θα αλλάξει για πάντα την όψη της Φυσικής. Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις τη σύγχρονη Φυσική εβραϊκή Φυσική, Η Φυσική είναι Φυσική. Στην ιατρική σχολή ένας από τους καθηγητές μου στην ανατομία ήταν Εβραίος της Ελβετίας – δεν μου δίδαξε όμως εβραϊκή ανατομία. Κι αν ο μεγάλος Ουίλλιαμ Χάρβεϋ ήταν Εβραίος και πάλι δε θα πίστευες πως το αίμα κυκλοφορεί; Αν ο Κέπλερ ήταν Εβραίος, πάλι δεν θα πίστευες ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο; Η επιστήμη είναι επιστήμη άσχετα ποιος κάνει την συγκεκριμένη ανακάλυψη»
«Με τους Εβραίους είναι διαφορετικά» αντέκρουσε ο Άλφρεντ. «Οι Εβραίοι διαφθείρουν, μονοπωλούν, εξαντλούν κάθε τομέα. Πάρε την πολιτική. Είδα με τα μάτια μου τους Εβραίους μπολσεβίκους να υπονομεύουν ολόκληρη τη ρωσική κυβέρνηση. Είδα το πρόσωπο της αναρχίας στους δρόμους της Μόσχας. Πάρε τις τράπεζες. Είδες ποιο ρόλο παίζουν οι Ρότσιλντ σ’ αυτό τον πόλεμο; Κινούν τα νήματα κι όλη η Ευρώπη χορεύει. Πάρε το Θέατρο. Μόλις το αναλάβουν αυτοί, δεν επιτρέπουν να δουλέψουν παρά μόνο Εβραίοι»
«Άλφρεντ, σε όλους μας αρέσει να μισούμε τους Εβραίους, εσύ όμως τους μισείς με τόση… ένταση. Τους αναφέρεις τόσο συχνά στις πολύ σύντομες κουβέντες μας. Για να δούμε… ανέφερες εκείνο τον εβραίο λοχία στην απόπειρά σου να καταταγείς, τον Χούσσερλ, τον Φρόυντ, τους μπολσεβίκους. Τι θα έλεγες αν προχωρούσαμε σε μία φιλοσοφική διερεύνηση αυτής της έντασης;»
«Τι εννοιείς;»
«Ένα από τα πράγματα που μ’ αρέσουν στην ψυχιατρική είναι ότι ρέπει προς τη Φιλοσοφία, αντίθετα με κάθε άλλο κλάδο της Ιατρικής. Όπως οι φιλόσοφοι, έτσι κι εμείς οι ψυχίατροι βασιζόμαστε στη λογική διερεύνηση. Βοηθάμε τους ασθενείς όχι μόνο να προσδιορίσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους αλλά επιπλέον ρωτάμε «γιατί»;Ποια είναι η πηγή τους; Γιατί αναδύονται στο νου ορισμένα συμπλέγματα; Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι στην πραγματικότητα ο κλάδος μας ξεκίνησε από τον Σπινόζα, ο οποίος πίστευε πως τα πάντα ακόμα και τα συναισθήματα και οι σκέψεις, έχουν μία αιτία που με την κατάλληλη διερεύνηση μπορεί ν’ αποκαλυφθεί».
Βλέποντας την απορημένη έκφραση στο πρόσωπο του Άλφρεντ, ο Φρήντριχ συνέχισε: «Δείχνεις ν’ απορείς. Θα προσπαθήσω να γίνω πιο σαφής. Σκέψου την πολύ σύντομη μικρή διαδρομή μας σε κάτι που σε στοιχειώνει – στο αίσθημα ότι «δεν βρίσκεσαι στο σπίτι σου». Χθες, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά άτυπης κουβέντας, καταλήξαμε σε διάφορες πηγές από τις οποίες προέρχεται η αίσθησή σου ότι δεν έχεις ρίζες. Για θυμήσου: μίλησες για την απουσία της μητέρας σου και τον άρρωστο απόμακρο πατέρα σου. Έπειτα είπες ότι διάλεξες λάθος ακαδημαϊκό κλάδο κι έπειτα μίλησες για την έλλειψη αυτοεκτίμησης που έχει σαν αποτέλεσμα να μην νιώθεις οικεία με τον ίδιο σου τον εαυτό – σωστά; Με παρακολουθείς;
Ο Άλφρεντ έγνεψε ναι.
«Φαντάσου τώρα πόσο πιο πλούσια θα ήταν η ανασκαφή μας, αν είχαμε στη διάθεσή μας πολλές πολλές ώρες στη διάρκεια αρκετών εβδομάδων, για να διερευνήσουμε πιο ολοκληρωμένα τις πηγές αυτές. καταλαβαίνεις;»
«Ναι κατάλαβα».
«Έτσι λειτουργεί ο κλάδος μου. Κι εκείνο που υπέθεσα νωρίτερα ήταν ότι ακόμη κι αυτό το ιδιαίτερα έντονο μίσος σου για τους Εβραίους θα πρέπει να έχει ψυχολογικές ή φιλοσοφικές ρίζες».
Κάνοντας ελαφρά πίσω, ο Άλφρεντ είπε: «Εδώ διαφέρουμε. Εγώ προτιμώ να πω ότι έχω την τύχη να είμαι αρκετά φωτισμένος, για να κατανοώ τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν οι Εβραίοι για τη φυλή μας και τη ζημιά που έκαναν σε μεγάλους πληθυσμούς στο παρελθόν».
«Θα ήθελα να με καταλάβεις, Άλφρεντ, ότι δεν πρόκειται να με δυσαρεστήσουν τα συμπεράσματά σου. Έχουμε παρόμοια αισθήματα για τους Εβραίους. Λέω απλώς ότι εσύ τα νιώθεις πολύ έντονα και με ασυνήθιστο πάθος. Η αγάπη για φιλοσοφία που μοιραζόμαστε εσύ κι εγώ, υπαγορεύει ότι μπορούμε να εξετάσουμε τη λογική βάση κάθε σκέψης και πεποίθησης. Δεν ισχύει αυτό;»
«Εδώ δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σου, Φρήντριχ. Δεν σε καταλαβαίνω. Φαίνεται σχεδόν χυδαίο να υποβάλει κανείς τόσο προφανή συμπεράσματα σε φιλοσοφική διερεύνηση. Είναι σαν να αναλύεις γιατί βλέπεις τον ουρανό γαλάζιο ή γιατί σ’ αρέσει η μπίρα ή τα γλυκά».
«Χμ, ναι, Άλφρεντ, ίσως να ’χεις δίκιο». Θυμήθηκε τον Μπλόιλερ που τον νουθετούσε πολλές φορές: «Η ψυχανάλυση, νεαρέ, δεν είναι πολιορκητικός κριός: δεν σφυροκοπούμε μέχρι τελικής πτώσεως, ώσπου το εξαντλημένο εγώ να υψώσει κουρελιασμένη τη λευκή σημαία ότι παραδίνεται. Υπομονή, υπομονή. Κερδίστε την εμπιστοσύνη του ασθενούς. Αναλύστε και κατανοήστε την αντίστασή του – αργά ή γρήγορα η αντίσταση θα υποχωρήσει κι ο δρόμος προς την αλήθεια θα ανοίξει».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ του διαλόγου για την ευδαιμονία και τη ψυχική γαλήνη στη 148 σελίδα του βιβλίου.
Ποιος ήταν ο Σπινόζα; Αυτή η θαρραλέα μορφή του 17ουαιώνα, αυτός ο μεγαλοφυής φιλόσοφος που με το έργο του επηρέασε την παγκόσμια σκέψη, και ο οποίος σε ηλικία εικοσιτριών ετών μετατράπηκε σε αποσυναγωγό για ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ, καθώς και για την ίδια του την οικογένεια; Ποιά ήταν η εσωτερική του ζωή; Σε τι οφειλόταν, ακριβώς δύο αιώνες αργότερα, η έλξη που άσκησε στον «φιλόσοφο» των Ναζί ο Σπινόζα; Γιατί λεηλάτησαν τη βιβλιοθήκη του, αλλά δεν έκαψαν τα βιβλία του; Ποιό ήταν το «πρόβλημα Σπινόζα» στο οποίο αναφερόταν; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν εδώ και πάρα πολλά χρόνια τον ψυχίατρο και μυθιστοριογράφο Ίρβιν Γιάλομ. Στο συναρπαστικό καινούργιο του μυθιστόρημα, «Το πρόβλημα Σπινόζα», δεν εξανθρωπίζει μόνο τον φιλόσοφο αλλά αποκαλύπτει την αφετηρία και το νόημα αυτής της ισχυρής μα αινιγματικής εμμονής.