Από τη στιγμή που στρέφεται στα μύχια της κοινότητας, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί με παλμό καρδίας ο Παπαδιαμάντης είναι ότι τα πάντα γύρω του, έμψυχα αλλά και άψυχα, του αφηγούνται ιστορίες. Τα έρημα γιαλόξυλα, ασπρουδερά και σαπρά, λείψανα παλαιών αγνώστων ναυαγίων διηγούνται «αφώνους ιστορίας συμφορών και πνιγμών και ολέθρου» Στο βραχώδες Δρασκαλειό, «κάθε βράχος διηγείται μίαν ιστορίαν των μαθητικών μας χρόνων». Όσο για το λαζαρέτο, «έμεινεν ερείπιον, διηγούμενον εις τον εννοούντα την μυστηριώδη γλώσσαν του επισκέπτη».
Η διάκριση είναι σαφής: η διήγηση ψιθυρίζεται σαν πολύκλωνο μουρμουρητό, αλλά δεν είναι για όλα τα ώτα, ζητάει ειδικό αποδέκτη, τον «εννοούντα», που εξάπαντος πρέπει να είναι μέλος της κοινότητας. Αυτό ακριβώς διαφοροποιεί την παπαδιαμαντική διηγηματογραφία από το ευρέως διαδιδόμενο ηθογραφικό πνεύμα της εποχής.
Ο αφηγητής δεν σπεύδει στην επαρχία για να περισώσει τον «ατέλειωτο θησαυρό», γεμίζοντας «τους κόρφους του», δεν ακούει τα ντόπια ήθη να του λένε «πάρε μας, φωτογράφισέ μας, πριν σβήσουμε· η άλλη γενιά δεν θα μας προλάβει», όπως τόσο χαρακτηριστικά έγραφε ο Καρκαβίτσας. Η περίπτωσή του είναι διαφορετική. Δεν εισάγεται στην πολίχνη σαν ξένος, ένα είδος επήλυδος εθιμογράφου που έπεσε «αγαθη τη τύχη» σε φλέβα χρυσού. Η φλέβα υπήρχε, μόνο που και ο ίδιος κρατούσε από το δικό της αίμα. Γηγενής κι αυτός, ξεσκολισμένος στο ντόπιο ήθος, δεν συνέλεγε λαίμαργα ιστορίες: κυρίως πάσχιζε να θυμηθεί.
Όταν με αφέλεια ομολογεί: «Γράφω απλώς τας αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου», καταλαβαίνουμε ότι αυτός που γράφει μιλάει εξ ιδίων, είναι γέννημα θρέμμα και όχι φερτό βλέμμα. Αυτό το μοναδικό προνόμιο, να ενέχεται στις ιστορίες των άλλων και συνάμα να τους υπονοεί μιλώντας για τη δική του ιστορία, είναι μια σπάνια λογοτεχνική άδεια, την οποία ο αφηγητής θα ενστερνιστεί σαν προσωπική μοίρα. Έτσι, σε δεύτερο ή σε τρίτο πρόσωπο, γυρνώντας από σοκάκι σε σοκάκι, από αιγιαλό σε αιγιαλό, εκτελώντας χρέη ξεναγού, τοπιογράφου, ιστορικού με θαυμαστά αποθέματα παρελθούσης ζωής, ο αφηγητής αναδεικνύεται σε λογοτεχνικό κηδεμόνα της πολίχνης, αρχείο των ψυχών και ταμείο των αληθειών. Δεν είναι τυχαίο ότι, μιλώντας για τον εαυτό του, γράφει: «οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε». Έτσι τον θέλει η λογοτεχνική παράδοση τον αφηγητή: άεργο άνθρωπο, χαρά της χώρας. «Μονήρη φευ! και άεργον περιπατητήν»
(απόσπασμα από τη 4η ενότητα στο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη ΑΛΑΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ εκδόσεις Καστανιώτη όπου με τίτλο Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ σχολιάζονται αφηγηματικές τεχνικές με αναφορές σε επιλεγμένα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – με ΚΛΙΚ στη φωτογραφία του συγγραφέα λεπτομέρειες για τις αφηγηματικές τεχνικές του Παπαδιαμάντη με αναφορές στο Χριστόψωμο τον Αμερικάνο κι άλλα διηγήματά του)
ΓΡΑΦΩ ΑΠΛΩΣ ΤΑΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Στο πρώτο κιόλας διήγημα, Το Χριστόψωμο, που ασφαλώς κρύβει κάτι κανονιστικό για όλα όσα θ’ ακολουθήσουν, ο αφηγητής φανερώνει τα μέσα του. Μια κακή πεθερά, η Καντάκαινα, δεν μπορεί να συγχωρήσει τη στειρότητα της νύφης της και αποφασίζει να τη φαρμακώσει. Αποτέλεσμα; Φαρμακώνει το ίδιο το παιδί της. Το διήγημα είναι αδρό στη σύνθεσή του, πέρα από το διδακτισμό, επιτρέπει να φανταστούμε πού θα βασιστεί η συνέχεια. Βλέπουμε εκεί ναυτικούς να στοιχηματίζουν στην αγορά για έναν απόπλου· βλέπουμε τη γυναίκα, που αναμένει την έλευση του συζύγου, να κοιμάται «μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκαμνε συντροφίαν οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της». Μαθαίνουμε ότι η παρακοιμωμένη θα έφευγε μόλις σήμαινε Όρθρος, για να πάει στους δικούς της -εκεί, δηλαδή, πλάι, μια και «αι δυο οικίαι εχωρίζοντο δια τοίχου κοινού».
Αγορά, εκκλησία, μεσοτοιχίες, πάθη. Η αφηγητική ματιά δεν κάνει μεγάλα ταξίδια για να διεκπεραιώσει το έργο της. «Από το παράθυρον εις αυλόπορταν, από εξώστην εις δώμα, από χαμώγειον εις ανώγειον…». Η πολίχνη θυμίζει κυψέλη, κανονικό ρόδι. Κάθε παράθυρο ανοίγει στο αντικρινό παράθυρο, όπως κάθε ιστορία οδηγεί σε μια άλλη ιστορία. όσο, λοιπόν, κι αν είναι αισθητή η ανάγκη της «αυτοβιογράφησης» του αφηγητή, το πολυκέφαλο θέαμα της κοινότητας υπερτερεί. Είναι βέβαιο ότι ο Παπαδιαμάντης είχε συλλάβει από νωρίς την αινιγματική βαθύτητα της αυτοτελούς κοινωνίας. Ένας κόσμος μερικών χιλιάδων ψυχών, εσωστρεφής, αποκομμένος, έθετε το ζήτημα του μικρόκοσμου, μέσα στη ζωή του οποίου μπορούσε κανείς να διαβάσει όλες τις ανθρώπινες αλήθειες. Έστω και ασυνειδήτως, ο αφηγητής υπηρετούσε μια κυκλική παρουσίαση προσώπων που δεν ήταν αθροιστική, αλλά ανίχνευε μέσα από τις μικροπαραλλαγές του βιωμένου μια βαθύτητα που όλοι τη ζούσαν και κανείς δεν μπορούσε να την εκφράσει με σαφήνεια. Τι άλλο χρειάζεται ένας συγγραφέας για να διαπρέψει;
Μεσούντος του 19ουαιώνα, είχε διατυπωθεί η άποψη ότι ο συγγραφέας είναι «γραμματέας» μιας κοινωνίας που του υπαγορεύει τα μυστικά της. Μέσα στην πολίχνη, ο Παπαδιαμάντης δεν ένιωθε διαφορετικά. Αυτή του σιγοψιθύριζε τις ιστορίες, και εκείνος τους έδινε το λογοτεχνικό ένδυμα. Όσο, λοιπόν, κι αν είναι φαιδρό να υποστηρίζουμε ότι ήταν ο Μπαλζάκ του Αιγαίου, άλλο τόσο άδικο θα ήταν να μη δεχθούμε ότι κι αυτός στήνει με τα δικά του μέσα μια οιονεί «ανθρώπινη κωμωδία». Το σημαντικό σ’ αυτές τις συλλήψεις είναι η θέαση της ολότητας, όχι τα μέσα. Από τη στιγμή που η πολίχνη έσκασε μέσα στην καρδιά του σαν ρόδι, αποκλειόταν να απαρνηθεί αυτό το έργο. Συλλέγοντας πρόσωπα, γεγονότα και αισθήματα σαν σφαγιδόλιθους, θα πασχίσει να ανασυστήσει μια εικόνα ενότητας – που, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν απέχει και πολύ από το νόημα του Θεού.
Η ευφορία που προκαλεί ένα παρόμοιο έργο είναι μεγάλη, όπως ανυπολόγιστοι είναι και οι όροι της οικονομίας του. Τι μπορεί να ειπωθεί και τι πρέπει να παραλειφθεί; Από την πένα μάλιστα ενός ανθρώπου που επιμένει ότι «δεν επινοεί τίποτε»; Ο αφηγητής μπορεί κάλλιστα νε λέει την ίδια ιστορία με πολλούς τρόπους, αλλά αφού η αφήγηση ενός συμβάντος συνιστά, καθώς λένε, και την ιστορία αυτής ταύτης της αφήγησης, ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να επινοήσει τις ανάλογες μεθοδεύσεις της γραφής του. Είναι μήπως ένας αθώος θεατής που περιφέρεται μέσα στις ζωές των άλλων, θυμίζοντας το «εχάνετο δια ξένας υποθέσεις»; Είναι ένας μάρτυρας που «κατά τύχη, ως σύνηθες εις τα παραμύθια» συμβαίνει να περνά από ’κει; Όπως ξέρουμε, ο Παπαδιαμάντης θα απαιτήσει σταδιακά όλα τα αφηγηματικά δικαιώματα: του τριτοπρόσωπου μάρτυρα, του εξομολογούμενου αλλά και του «λογοτέχνη» που, επωνύμως, περνά φευγαλέα μέσα από το διήγημα, απλώς και μόνο γιατί είναι ο κηδεμόνας αυτού του κόσμου.
Ο ρόλος του παντεπόπτη, αρχικά τουλάχιστον, φαίνεται πως έλυνε ικανοποιητικά τα προβλήματα της αφηγηματικής σύμβασης. Στον «Αμερικάνο», ο ξένος -«άνθρωπος υψηλός, καλοφορεμένος, ως σαρανταπέντε ετών, εξυρισμένος μύστακα και γένειον, πλην ολίγων τριχών υπό τον πώγωνα και προς τον λαιμόν, με παχείαν χρυσήν καδέναν επί του στήθους, αφ’ ης εκρέμαντο μικρόν εγκόλπιον και τινες βώλοι χρυσού» - είχε εισέλθει απρόβλεπτα στο καφενείο του Μπέρδε, που εκείνο το απόβραδο θύμιζε «βάρκα φουρτουνιασμένη». Παλιός Σκιαθίτης ο νεοφερμένος, θα παραμείνει ανεξήγητη φιγούρα επί ώρες, αφήνοντας τους θαμώνες του καφενείου «πλέοντες εις μεγαλύτερον πέλαγος αγνοίας». Βγαίνοντας, ο ξένος θα πάρει τον δρόμο προς το παλιό του σπίτι, που είχε καταντήσει πλέον ερείπιο. Στον στενό δρομίσκο δεν υπάρχει μάτι για να τον δει. Εκεί, ακριβώς, ο ακοίμητος αφηγητής σπεύδει να προσθέσει χαρακτηριστικά: «Εάν εν τούτοις τον παρακολούθει τις…»
Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι αυτός ο «τις» εκτός από τον εντεταλμένο αφηγητή; Ο Παπαδιαμάντης θα εκτελέσει με άκρα συνέπεια αυτό το καθήκον. Τονίζοντας συχνά το χάσμα ανάμεσα στην περιρρέουσα γνώμη και στη δική του (κατά τινα κυκλοφορήσασαν φήμην -κατά την αυθεντικήν όμως έκδοσιν, την οποίαν ακολουθεί ο γράφων), θα επιδοθεί στην ολοκλήρωση των ξένων αφηγήσεων, στην παρακολούθηση κάθε τι δυσπαρακολούθητου, ταμιεύοντας και τον παραμικρό λόγο. Αλλά δεν είναι «χειρ αοράτως γράφουσα εις τον αέρα». Όσο πιο ανάερη η παρουσία του γράφοντος, τόσο πιο επίμοχθη η δουλεια. Το αποθησαυρισμένο υλικό μπορεί από μόνο του να αποτελεί μια έτοιμη «λογοτεχνία».
Αλλά ποιος εγκωμιάζει την κοινή παράσταση; Ο συγγραφέας που βλέπει ό,τι βλέπουν όλοι, που δεν κατασκοπεύει μόνο τις ψυχές αλλά και τα στόματα, είναι αόματος και άλαλος. Στην πιο απλή ιστορία οι παρεμβάσεις είναι περίτεχνες. Πάντως το αρχικό υλικό έχει δοθεί…
[απόσπασμα από τη 4η ενότητα στο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη ΑΛΑΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ εκδόσεις Καστανιώτη όπου με τίτλο Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ σχολιάζονται αφηγηματικές τεχνικές με αναφορές σε επιλεγμένα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]
Ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για ν’ αποδείξει κάτι, αλλά για να υπηρετήσει το κοινό ελληνικό αίσθημα, τον παράξενο τρόπο των Ελλήνων, αυτόν τον τρόπο που σήμερα πολεμάμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις, μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου. Ο άνθρωπος αυτός δέχτηκε να σηκώσει ένα βάρος χωρίς να κερδίσει τίποτα και η φήμη που του παραχωρούμε σήμερα περισσότερο δείχνει τι προσπαθούμε να κερδίσουμε εμείς χωρίς κανέναν απολύτως κόπο, όλοι εμείς που δεν δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που να μας οδηγεί σ’ αυτό που είμαστε και όχι σ’ εκείνο που θέλουμε να είμαστε βιάζοντας τον εαυτό μας. Με δυο λόγια, εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη και όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας (Χρήστος Βακαλόπουλος, Από το Χάος στο Χαρτί)