Ο Σταύρος Σταμπόγλης προσήλθε μεγάλος στην ποίηση. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Παρίσι, στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας, εργάστηκε στην Ελλάδα ως ελεύθερος επαγγελματίας και αργότερα στις τεχνικές υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας. Συνταξιοδοτήθηκε, και τότε άρχισε να τυπώνει τα ποιητικά του αρχιτεκτονήματα με χειμαρρώδη ρυθμό. Πέντε συλλογές και μία πλακέτα από το 2009 μέχρι το 2012, ενώ η πρώτη του εμφάνιση ήταν το 2007 με μια πρόζα στη συλλογική έκδοση Chercher… la France.
Είναι προφανές πως αναγνωστική προπαίδευση δεκαετιών και εξαντλητική άσκηση γραφής τον εξόπλισε με τη δυνατότητα να γράψει, τώρα μεγάλος, ποιήματα ενδιαφέροντα με πρωτότυπη θεματική, με αρτιότητα στη χρήση του γλωσσικού εργαλείου. Ποίηση χωρίς εκπτώσεις στην ευκολία.
Στην τελευταία του συλλογή ο ποιητής παρατηρεί τοπία, καταστάσεις, συμπεριφορές, τοπία χώρων και τοπία ανθρώπων –τοπία ψυχών- και τα αποδίδει, όπως ο ζωγράφος (κι ο Σταμπόγλης είναι και ζωγράφος) διερμηνεύει την απεικόνιση του μοντέλου –έμψυχου ή άψυχου- διαμεσολαβώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον θεατή μέσω του έργου τέχνης, προκειμένου ν’ αποκαλύψει την ψίχα της εσώτερης ουσίας: δομών, συμπεριφορών, τρόπων, συνδηλώσεων, χαρακτήρων, στοχεύσεων, εξαπατήσεων, αληθειών, ψευδών…
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση που πατάει στέρεα στη γλώσσα, στοχεύοντας αποτελεσματικά στη δημιουργία συναισθήματος. Με πράο λόγο, δίχως εξάρσεις, ανεπιτήδευτα, στεριώνεται το αρχιτεκτόνημα του ποιήματος, απέριττα, με στέρεα υλικά ενδογενή, σε μέτρα ταπεινά και για τούτο αξιοζήλευτα. Εδώ ο ποιητής ενταυτώ ως αρχιτέκτονας και οικοδόμος. Είναι μια ποίηση ιμπρεσιονιστική. Όπως στη ζωγραφική οι ιμπρεσιονιστές χρησιμοποιούν τα ζωντανά χρώματα για ν’ αποδώσουν την άμεση εντύπωσή τους απ’ ό,τι τους κινεί το ενδιαφέρον, έτσι κι ο Σταμπόγλης χρησιμοποιεί την καθαρότητα των ζωντανών λέξεων που του δίνουν τη δυνατότητα ν’ αναπαραστήσει το εξωτερικό ή εσωτερικό φως που περιβάλλει ή εμπεριέχεται στα θέματα που τον συγκινούν και κινητοποιούν τις εγκεφαλικές του λειτουργίες. Κι ακόμη, όπως οι ιμπρεσιονιστές, παρατηρεί τα θέματά του από ασυνήθιστες οπτικές γωνίες ώστε, διαβάζοντας την μεταγραφή των καταστάσεων σε ποίηση, να αποκαλύπτονται πτυχές κρυφές, σκιασμένες, ανυπολόγιστες.
Κι όμως, κάποιες φορές, το γλωσσικό εργαλείο έρχεται τυραννικά να δυσκολέψει τον δημιουργό, καθώς δεν τιθασεύεται εύκολα στην προσπάθεια να αποκαθαρθεί, από ό,τι υπερβολικό κουβαλάει, και να μετατραπεί σε ποίηση.
Οι λέξεις συχνά δεν υποφέρονται
καθώς μεταφέρουν το βάρος
της εικόνας.
καθώς μεταφέρουν το βάρος
της εικόνας.
Στη συλλογή Τόπος Νωδ, του 2011, υπάρχει ένα ποίημα που νομίζω πως αποτελεί λόγο προγραμματικό και επεξηγηματικό της ποιητικής του Σταύρου Σταμπόγλη:
ΠΕΡΙ ΛΟΓΙΚΗΣ
Το μάτι του ποιητή διαθέτει καθαρότητα
Πρέπει να διαθέτει καθαρότητα
Αλλά η καθαρότητα μοιάζει στο τέλειο του θανάτου
Άρα το μάτι του ποιητή υποφέρει
απ’ το σύνδρομο του μονόδρομου
Όπου «ποιητής» σκέψου δημιουργία
Όπου «δημιουργία» σκέψου επανάσταση
Όπου «επανάσταση» σκέψου αναγκαίος χρόνος
Όπου «αναγκαίος χρόνος» σκέψου στιγμή
Όπου «στιγμή» σκέψου καθαρότητα
Ο κίνδυνος δε βρίσκεται στην έκρηξη
αλλά στη διάρκειά της
Ο κίνδυνος δε βρίσκεται στην καθαρότητα
αλλά στην εμμονή της
Το μάτι του ποιητή διαθέτει καθαρότητα
Πρέπει να διαθέτει καθαρότητα
Αλλά η καθαρότητα μοιάζει στο τέλειο του θανάτου
Άρα το μάτι του ποιητή υποφέρει
απ’ το σύνδρομο του μονόδρομου
Όπου «ποιητής» σκέψου δημιουργία
Όπου «δημιουργία» σκέψου επανάσταση
Όπου «επανάσταση» σκέψου αναγκαίος χρόνος
Όπου «αναγκαίος χρόνος» σκέψου στιγμή
Όπου «στιγμή» σκέψου καθαρότητα
Ο κίνδυνος δε βρίσκεται στην έκρηξη
αλλά στη διάρκειά της
Ο κίνδυνος δε βρίσκεται στην καθαρότητα
αλλά στην εμμονή της
Δύο, νομίζω, πως είναι τα πιο πολύτιμα δομικά υλικά της ποίησής του. Οι εκπληκτικές μεταφορές και οι ζηλευτές παρομοιώσεις. Παραθέτω πρόχειρα:
«Βυθός,
όπως θα λέγαμε σύμπαν»,
«Διαπραγματευόμαστε το μέλλον λες και πρόκειται για βολικό αιδοίο»,
«Όταν η θάλασσα αδιαφορεί
σαν μάρμαρο. Όταν τα σύννεφα διηγούνται
άπνοιες»,
«Τα φυλλοβόλα
μνημονεύουν το καθήκον της φθοράς»,
«Η κίνηση σαν φυτεία αειθαλών»,
«Αν πρέπει να κρύβεις την κραυγή σου
το λευκό χαρτί είναι ένα ασφαλές
ερμάριο»,
«Η ακτή ματώνει τα χείλη της θάλασσας.
Ασπασμός ή αλληγορία της αλήθειας»,
«Είναι το φως μια ενέδρα υπεράνω υποψίας»,
«Συλλαβές από ψυχή
να τις αλέθουμε στο στόμα»,
«Επιβαίνω στο τερατώδες
ενός γεγονότος»,
«Τα μάτια του εξορύσσουν
την επαύριο»,
«Μέδουσες μεσοπέλαγα τ’ ουρανού τα σύννεφα.
Θα μας πάρουν λες όπως τα αερόστατα το καλαθάκι τους»,
«Και το ανθισμένο μελάνι των θυμαριών.
Η εμμονή ορίζεται ως πέρασμα
από μελίσσια και τζιτζίκια.
Σαν το σύρμα στο μπακίρι μας ξεκουφαίνει η λατέρνα της»,
«Φορούσε το πουκάμισο ανάποδα
όπως κρύβουμε τη μοναξιά μας»,
«Θα μπορούσα να ορίσω την ωραιότητα σαν κατάσταση
ανθοδοχείου εντέλει»,
«Η άμμος έχει μνήμη, έχει γλώσσα
Με την αφή ανοίγονται τα πρόσωπα της ψυχής της».
Ο χρόνος, ο θάνατος, η απώλεια, η απουσία, ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις συνύπαρξης και αντιπαλότητας, είναι οι βασικές σταθερές της ποιητικής του. Αλλά και ζητήματα του καιρού του, και του καιρού μας. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου στη μεγαλούπολη και στην ενδοχώρα. Κι η αλλαγή των συμπεριφορών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Κι ο πόνος για την ανθρώπινη περατότητα. Ή, όπως γράφει: Η οδύνη είναι η έμπνευση των τοπίων μου.