Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ για τη «ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ» που είναι η γενιά των ανθρώπων:

$
0
0

 «κι ωσάν από την θάλασσαν ποτέ νερόν δεν λείπει, / ουδ’ άνθρωπος ευρίσκεται στον κόσμον χωρίς λύπη (Γιούστος Γλυκύς, Πένθος θανάτου, ζωής μάταιον και προς Θεόν επιστροφή, 16 αι.). Δύο τέχνες, δύο μαστορικές, έχουν αναδειχθεί στο πέρασμα των αιώνων σύμμαχοι του ανθρώπου στον διαρκή πόλεμό του με τον πόνο, την απώλεια, τη λύπη και το αναπόδραστο τέλος. Κατ’ αρχάς η λογοτεχνία, η ποίηση ειδικότερα, που «κάπως ξέρει από φάρμακα», κατά τη σοφά μετριοπαθή διατύπωση του Καβάφη. Κι ύστερα η φιλοσοφία, η αρχαιοελληνική, με τις ποικίλες σχολές και τις βαθιές ρίζες της στην ποίηση… Ως ξεχωριστό είδος, ο παραμυθητικός λόγος είχε μακρά ιστορία στην αρχαιοελληνική γραμματεία, πέρασε δε, όπως πολλά άλλα, και στη λατινική. Έγραφε σχετικά ο Κωνσταντίνος Γρόλλιος, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας, στο περί ΑΛΥΠΙΑΣ πόνημά του: «Οι μαρτυρίες που έχουμε δείχνουν ότι η παραμυθητική πρακτική ευδοκίμησε ιδιαίτερα από τον 3ον αιώνα π.Χ. και εξής, για να ζήσει στην αρχαία γραμματεία πάνω από τέσσερις εκατονταετίες. Τις απώτερες πηγές της θα τις βρούμε ανατρέχοντας πιο πίσω, στους σοφιστές του 5ου αιώνα, που (μετά από άλλες πρωιμότερες ακόμα απόπειρες των Ελλήνων για τον κατευνασμό της λύπης με ανθρώπινα μέσα· οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι λ.χ. παραδίδεται ότι το επιδίωξαν με τη μουσική) πάσχισαν να καταπολεμήσουν τη λύπη τού ανθρώπου με τη βοήθεια του λόγου, που σήμαινε για τον αρχαίο μαζί: λέξη και λογική… Ένας από αυτούς, ο σύγχρονος του Σωκράτη Αντιφών (περ. 480-411 π.Χ.), ήταν εκείνος που εγκαινίασε την καινούργια «τέχνη», που την ονόμασε χαρακτηριστικά ΤΕΧΝΗ ΑΛΥΠΙΑΣ· και ήταν, μπορούμε να πούμε, μια πρώτη απλούστερη μορφή «ψυχοθεραπείας». Ο Αντιφών, λέγεται, ίδρυσε το θεραπευτήριό του στην Κόρινθο και ισχυριζόταν ότι μπορούσε μέσα σ’ αυτό να θεραπεύονται οι λυπούμενοι, καθώς διαφήμιζε η επιγραφή την οποία «περιέγραψε» στο «ιατρείον» του· εκεί ο σοφιστής αυτός «πυνθανόμενος τας αιτίας παρεμυθείτο τους κάμνοντας»…
Ακολουθεί ένα σύγχρονο σπαρακτικό κείμενο γραμμένο από τον Παντελή Μπουκάλα, όταν έχασε σε δυστύχημα το μονάκριβο γιο του. Το προλογίζουν οι στίχοι από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου:  
«Γιε μου ποια μοίρα στο ’γραφε,/ και ποια μου το’ χε γράψει.
Τέτοιον καημό τέτοια φωτιά,/ στα στήθια μου ν’ ανάψει.
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, οϊμέ/ μέσα στις φλέβες μου είσαι
γιε μου, στις φλέβες ολουνών/ έμπα βαθιά και ζήσε» (Γ. Ρίτσος)…
Γιατί η αλήθεια γράφει στο κείμενο αυτό ο Παντελής Μπουκάλας,  μόνον έναντι θανάτου δίδεται», μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ’ επανάληψη εν ζωή. Αλλά, για το δικό μου μυαλό, κι όχι μονάχα στην ταραχή του πάνω, η ποίηση που φανέρωσε και ιστόρησε το «εκεί» έτσι όπως είναι, όπως πρέπει να είναι, γυμνό και φαρμακωμένο, δίχως την παραμυθητική προσδοκία της ανάβασης από τη Κατωγή ή της ανάστασης, είναι η ποίηση των ανωνύμων, η συλλογική, εκείνη όπου κάθε στιχάκι, κάθε λεξούλα, κάθε τσάκισμα ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε, τονίστηκε και ξανατονίστηκε, οξύνθηκε και ξαναοξύνθηκε από τον πόνο αναρίθμητων ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά σακατεμένοι και από ξόδι σε ξόδι, από μοιρολόι σε μοιρολόι, φύτεψαν πέτρες στο χώμα για να ‘χουμε ν’ ακουμπάμε οι επόμενοι, να μην κλαδευτούμε.
Να μια τέτοια πέτρα, γερό αγκωνάρι, με ρίζες οχτώ να το στεριώνουν στο χώμα, όσες και οι στίχοι του, ένα ποίημα, δημοτικό τραγούδι του Πόντου, που αμέτρητοι άνθρωποι μπορούν δίκαια να πιστέψουν πως πλάστηκε γι’ αυτούς ειδικά: «Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, κάμποσα χρόνια κι άλλο, / όπως βαστούνε τα ραχιά την βαρυχειμωνίαν, / όπως βαστάζ’νε τα δεντρά την παραγρανεμίαν, / όπως βαστάζ’ η θάλασσα τη κοσμί’ τα καράβια, / όπως βαστάζ’ ο ουρανόν εκείνα όλα τ’ άστρια, / όπως βαστάζ’ το σίδερον την βαρυτσακουτσέαν, / όπως βαστάζ’ το χάλκωμαν σ’ ση καζαντζή τα χέρια. / Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, αν θελτς και αν ‘κί θέλεις».
Και το εν λόγω κείμενο, που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή της Κυριακής  25-09-2011, κλείνει με το ποίημα από τη συλλογή «Ρήματα»:
“Κανένα ποίημα δεν είπε δεν θα πειτο σπαραγμό στο βάθος του
εκεί που κατοικεί γυαλί τριμμένο…
Κανένα ποίημα ποτέ του δεν υψώθηκεκαι δεν θα υψωθεί
όσο χελιδονάκι ταπεινό χωμάτινοπου απ’ το πολύ το μαύρο τουολολευκαίνεται
Κανένα
Γι αυτό και συνεχίζουμε να γράφουμε (Παντελής Μπουκάλας, Ρήματα)


 «ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ Σ’ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΖΩΗ», (Οδυσσέας Ελύτης)…
 «Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. Ακόμα και η ίδια η πράξη της σκέψης τούς μοιάζει τότε απαράδεκτη, γιατί, έστω κι αν έχουν πειστεί από το πολύ φαρμάκι να αντιστρέψουν τον Σεφέρη και να πουν πως «είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», κρίνουν απαράδεκτο τον ίδιο τον πόνο που τους τσάκισε· δεν τον υπολογίζουν σαν όλους τους υπόλοιπους, τους «συνήθεις», που, ακολουθώντας ακόμα κι αθέλητά τους μια μυριόχρονη επιβιωτική πρακτική τόσο καλά αφομοιωμένη που να μην είναι καν αισθητή η ύπαρξή της, τους χρησιμοποιούν για ν’ αντέξουν, για να ενισχύσουν το φρόνημά τους, ίσως και για να μεταπλάσουν σε κάποιας μορφής τέχνη τον σπαραγμό τους. Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχτό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά, μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια…
Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό του βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι – και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»: εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπoς διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, «Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…», είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: «Χριστέ, και να ‘τον παρεμπρός, και να ‘τον παραπίσω». Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι», απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί. Ναι. Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου· εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτειεντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου.

Μ’ αυτό το «εκεί», με τη μοίρα των βροτών ανθρώπων, πολέμησαν αμέτρητοι ποιητές και στοχαστές. Και έφτασαν στην κορυφή της σκέψης τους ακριβώς όταν συλλάβισαν απλά το αυτονόητο, το δεδομένο, όταν έδωσαν μορφή στο ασφυκτικό κοινό αίσθημα. Αυτό συνέβη από τον Όμηρο και το «γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά» της «Ιλιάδας» του («οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών»), στον Αισχύλο και το «μα ποιος, εξόν θεός, όλο το βίο του τον γεύτηκε απίκραντο;» του «Αγαμέμνονά» του («τις δε πλην θεών άπαντ’ απήμων τον δι’ αιώνος χρόνον;»), ώς τον Οδυσσέα Ελύτη και το συμπέρασμά του, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», πως «η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται», μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ’ επανάληψη εν ζωή. Αλλά, για το δικό μου μυαλό, κι όχι μονάχα στην ταραχή του πάνω, η ποίηση που φανέρωσε και ιστόρησε το «εκεί» έτσι όπως είναι, όπως πρέπει να είναι, γυμνό και φαρμακωμένο, δίχως την παραμυθητική προσδοκία της ανάβασης από τη Κατωγή ή της ανάστασης, είναι η ποίηση των ανωνύμων, η συλλογική, εκείνη όπου κάθε στιχάκι, κάθε λεξούλα, κάθε τσάκισμα ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε, τονίστηκε και ξανατονίστηκε, οξύνθηκε και ξαναοξύνθηκε από τον πόνο αναρίθμητων ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά σακατεμένοι και από ξόδι σε ξόδι, από μοιρολόι σε μοιρολόι, φύτεψαν πέτρες στο χώμα για να ‘χουμε ν’ ακουμπάμε οι επόμενοι, να μην κλαδευτούμε.

Να μια τέτοια πέτρα, γερό αγκωνάρι, με ρίζες οχτώ να το στεριώνουν στο χώμα, όσες και οι στίχοι του, ένα ποίημα που αμέτρητοι άνθρωποι μπορούν δίκαια να πιστέψουν πως πλάστηκε γι’ αυτούς ειδικά:

«Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, κάμποσα χρόνια κι άλλο,
όπως βαστούνε τα ραχιά την βαρυχειμωνίαν,
όπως βαστάζ’νε τα δεντρά την παραγρανεμίαν,
όπως βαστάζ’ η θάλασσα τη κοσμί’ τα καράβια,
όπως βαστάζ’ ο ουρανόν εκείνα όλα τ’ άστρια,
όπως βαστάζ’ το σίδερον την βαρυτσακουτσέαν,
όπως βαστάζ’ το χάλκωμαν σ’ ση καζαντζή τα χέρια. /
Βάσταξον, καρδιά, βάσταξον, αν θελτς και αν ‘κί θέλεις». 

Για δημοτικό τραγούδι του Πόντου πρόκειται, που το εξέδωσε το 1960, μαζί με πολλά άλλα, ο Πάνος Λαμψίδης, ο οποίος και το απέδωσε ως εξής στη νεοελληνική:
«Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε κάμποσα χρόνια κι άλλο,
καθώς βαστάζουν τα βουνά τους πιο βαριούς χειμώνες,
καθώς βαστάζουν τα δεντρά τον δυνατόν αγέρα,
καθώς βαστάει η θάλασσα του κόσμου τα καράβια,
καθώς βαστάει ο ουρανός όλα τ’ αστέρια εκείνα,
καθώς βαστά το σίδερο βαριού σφυριού τον χτύπο,
καθώς βαστά το χάλκωμα στου σιδερά τα χέρια.
Βάστα, καρδιά μου, βάσταξε, αν θέλεις κι αν δεν θέλεις».

Από τον γύρω του κόσμο, τον ψηλαφητό, δανείζεται εικόνες αντοχής ο φυσικός άνθρωπος, για να παραδειγματιστεί και, με την προς εαυτόν εντολή, με αυτό το τετράκις επαναλαμβανόμενο «βάσταξον», να μοιραστεί την υποχρέωση της υπομονής με όλους τους υπόλοιπους, συγγενείς, φίλους, συντοπίτες, συμπολεμιστές σε έναν σκληρό αγώνα που το δεδομένο τέλος του δεν του μειώνει την αξία· για μια σκυτάλη καρτερίας πρόκειται που τηνπαραλαμβάνεις για να την παραδώσεις άθικτη. Με το σίδερο και με τον χαλκό παραλληλίζεται εδώ η καρδιά του ανθρώπου, που τη σφυροκοπούν δίχως σταματημό οι απώλειες, τα πένθη εκείνα που κανένα επίθετο δεν είναι αντάξιό τους, κι αν χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε τα αδικείς και τα προσβάλλεις. Κι αυτή η καρδιά πρέπει ν’ αντέξει. Θέλει δεν θέλει. Ν’ αντέξει σαν αντίψυχο για την άλλη που σώπασε.

Έγραψα όσα έγραψα για να πω και με αυτόν τον τρόπο, και από εδώ, ολόψυχο το ευχαριστώ μου σε όσους είχαν την καλοσύνη να στείλουν σε μένα και στους δικούς μου ζεστό αυτό το πολύτιμο «βάσταξον», με έναν από τους τόσους τρόπους της γραφής, το δημοσιογράφημα, το τηλεγράφημα, το γράμμα, το μήνυμα στο κινητό, στον υπολογιστή, στο Διαδίκτυο, τη φωνή, αυτήν την αμεσότερη γραφή. Ας μετρηθεί παρακαλώ το ευχαριστώ μας όσο θερμό το «βάσταξόν» τους». [Παντελής Μπουκάλας, Καθημερινή της Κυριακής 25-09-2011]

 «Λυπηρά τα εγκόσμια. Και τα εκτός επίσης… Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει» (Ελύτης, Εκ του πλησίον)…
Και τούτοι οι στίχοι του Παλάμά, που κι αυτός διάβηκε τον ίδιο «βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι»…
«Ήσυχα και σιγαλά,/ ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντο/ στ’ απίστευτο το μνήμα!….
Ω βαθύλαλες φωνές,/ ω λόγια σοφά πλήθια,
ειν’ ο Χάρος ο Θεός/ κι ο τάφος ειν’ αλήθεια!»
(Κω στής  Παλαμάς)….
Κατακλείδα οι στίχοι από το ποίημα «Περασμένα μεσάνυχτα» του  Οδυσσέα Ελύτη:
«..Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από
τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα ως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα ‘ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή
Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ‘να τους πλευρό, τ’ άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια».
(Ο. Ελύτης, Ελεγεία της οξώπετρας, εκδ. Ίκαρος)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles