Μια καλλονή ρωτάει τον καθρέφτη αν είναι η ωραιότερη απ’ όλες, σαν τη Βασίλισσα στη «Χιονάτη». Εκείνη που δυσανασχετεί και είναι δύστροπη μέχρι και στο θάνατο, έχει για πρότυπο τη γίδα που μηρυκάζει το στίχο: «πολύ έφαγα, δεν μπορώ να φάω ούτε φυλλαράκι, μέεε, μέεε». Ένας άνθρωπος που τον έχουν φάει οι έγνοιες μα που δεν είναι πικραμένος, μοιάζει με την καλή γριούλα που μάζευε ξύλα, συνάντησε το Θεό χωρίς να τον αναγνωρίσει και πήρε την ευλογία του κι αυτή κι όλοι οι δικοί της, γιατί τον βοήθησε. Ένας άλλος βγήκε στον κόσμο να δοκιμάσει την τύχη του, νίκησε πολλούς γίγαντες, αλλά έμελλε να πεθάνει στη Νέα Υόρκη. Μια κοπέλα αντιμετωπίζει με θάρρος την αγριότητα της πόλης όπως η Κοκκινοσκουφίτσα που ήθελε να φέρει στη γιαγιά της ένα κομμάτι γλυκό και μια μπουκάλα κρασί, ενώ μια άλλη γδύνεται για να κάνει έρωτα με την ίδια παιδιάστικη έλλειψη σεμνότητας που έδειξε η κοπέλα με τ’ ασημένια νομίσματα που έμοιαζαν με άστρα. Ο έξυπνος άνθρωπος ανακαλύπτει ότι έχει ένα ισχυρό πνεύμα ζώου, δεν του αρέσει η ιδέα να έχει κακό τέλος μαζί με τους φίλους του, σχηματίζει την ομάδα των μουσικών της Βρέμης, τους οδηγεί στη σπηλιά των ληστών, ξεγελά τους κακοποιούς, αλλά ύστερα θέλει να γυρίσει στο σπίτι του. Με μάτια γεμάτα λαχτάρα ο Πρίγκιπας Βάτραχος, ένας αδιόρθωτος σνομπ, κοιτάζει ικετευτικά την Πριγκίπισσα και δεν μπορεί να διώξει την ελπίδα ότι θα τον απαλλάξει απ’ τα μάγια.[ΠΗΓΗ: Τέοντορ Αντόρνο, Minima Moralia, μετάφραση Βασίλης Τομανάς - Εκδοτική Ομάδα –Θεσσαλονίκη 1984 - ARTbyIamlookingformyotherhalf]
ΟΛΟΙ, ΟΣΟ ΙΣΧΥΡΟΙ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Τα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι ότι κανένας, χωρίς εξαίρεση, δεν μπορεί τώρα να ορίσει τη ζωή του ούτε καν σ’ ένα κατά κάποιον τρόπο διάφανο πλαίσιο, όπως ήταν δυνατόν παλιότερα με την εκτίμηση των σχέσεων της αγοράς. Για λόγους αρχής όλοι, όσο ισχυροί κι αν είναι, είναι αντικείμενα. Ακόμα και το επάγγελμα του στρατηγού δεν παρέχει πια επαρκή προστασία. Καμιά συμφωνία, στην εποχή του φασισμού, δεν είναι αρκετά δεσμευτική ώστε να προστατεύει τα στρατηγεία από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, ενώ οι διοικητές που τηρούν τους παραδοσιακούς κανόνες προστασίας απαγχονίζονται από το Χίτλερ κι αποκεφαλίζονται απ’ τον Τσαγκ Κάϊσεκ. Απ’ αυτό έπεται αμέσως ότι όποιος προσπαθεί να επιβιώσει – και η ίδια η επιβίωση έχει μέσα της κάτι ανόητο, σαν τα όνειρα στα οποία έχοντας ζήσει τη συντέλεια του κόσμου, ξετρυπώνουμε κατόπιν από κάποιο υπόγειο – θα έπρεπε ταυτόχρονα, να είναι έτοιμος να πεθάνει ανά πάσα στιγμή. Αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια που απορρέει απ’ το εκστατικό δόγμα του ελεύθερα επιλεγόμενου θανάτου του Ζαρατούστρα. Η ελευθερία έχει ζαρώσει μέσα στην καθαρή αρνητικότητα, κι αυτό που στις μέρες της μοντέρνας τέχνης ήταν γνωστό σαν ωραίος θάνατος έχει συρρικνωθεί στην ευχή να περιοριστεί ο άπειρος εξευτελισμός της ζωής και η άπειρη οδύνη του θανάτου, μέσα σ’ ένα κόσμο όπου έχουμε να φοβηθούμε πολύ χειρότερα πράγματα από το θάνατο. Το αντικειμενικό τέλος του ουμανισμού είναι μόνο μια άλλη έκφραση του ίδιου πράγματος. Σημαίνει ότι το άτομο σαν άτομο, ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου είδους, έχει χάσει την αυτονομία μέσα από την οποία θα μπορούσε να πραγματώσει το είδος.
Η ΝΥΧΤΑ ΕΧΕΙ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑ, ΠΑΡΟΛΑ ΑΥΤΑ, Η ΠΟΡΝΗ ΚΑΙΓΕΤΑΙ. ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΕΙΝΑΙ Η ΙΔΕΑ
Οι Γερμανοί μικροαστοί ψευτοϋποστηρικτές της ελευθερίας περηφανεύονταν πάντοτε ιδιαίτερα για το ποίημα με θέμα το Θεό και τη μπαγιαντέρα, που σύμφωνα με την καταληκτική του φανφάρα, με τα πύρινα χέρια τους, παίρνουν στον ουρανό τα απείθαρχα παιδιά. Δεν πρέπει να εμπιστεύεται κανείς τη διακηρυγμένη ανεκτικότητα. Γιατί, υιοθετεί πέρα για πέρα την αστική κρίση για τον αγορασμένο έρωτα: το αποτέλεσμα της κατανόησης και της συγγνώμης του Θεού Πατρός επιτυγχάνεται μόνο με την αμαύρωση του γοητευτικού αντικειμένου της λύτρωσης σαν ακόλαστου, με τρομοκρατημένη σαγήνη. Η πράξη της θείας χάριτος συνδέεται με επιφυλάξεις που την κάνουν απατηλή. Για να είναι το κορίτσι άξιο της λύτρωσης –λες και μια λύτρωση υπό όρους θα ήταν λύτρωση- επιτρέπεται μεν να συμμετέχει στις «ηδονικές τελετές της κλίνης», αλλά «όχι για ηδονή ούτε για κέρδος». Για τι άλλο, λοιπόν; Μήπως δεν διασπά, η αβασάνιστη σύνδεση του καθαρού έρωτα μ’ αυτήν, τη μαγεία με την οποία οι χορευτικοί ρυθμοί του Γκαίτε υφαίνουν το πρόσωπό της, μια μαγεία βέβαια που, κατά τα άλλα, δεν την είχε σβήσει ούτε η ομιλία για το αιώνιο πυρ; Επιβάλλεται, όμως επιτακτικά, να μην κάνουν μια από κείνες τις καλές ψυχές που είχαν μόνο μια στιγμή αδυναμίας. Για να την δεχθούν στους κόλπους της ανθρωπότητας, η πόρνη, που η ανθρωπότητα καυχιέται ότι την ανέχεται, πρέπει πρώτα να πάψει να είναι πόρνη. Οι θεοί χαίρονται να βλέπουν μεταμελημένους αμαρτωλούς. Όλη η εκστρατεία προς το μέρος που βρίσκονται τα τελευταία «σπίτια» είναι ένα είδος μεταφυσικής εξαθλιωμένης συγκέντρωσης, ένα θέαμα που ανεβάζει στη σκηνή η πατριαρχική αθλιότητα για να φουσκώσει με υπερηφάνεια δυο φορές, πρώτα γιατί διευρύνει πέρα από κάθε μέτρο το χάσμα ανάμεσα στο αντρικό πνεύμα και στη θηλυκή φύση, και ύστερα γιατί καλλωπίζει την πλήρη εξουσία, που της επιτρέπει ν’ ακυρώνει αυτή την αυτοδημιούργητη διαφορά, σαν υπέρτατη καλοσύνη. Ο αστός χρειάζεται την μπαγιαντέρα, όχι πάντως για ηδονή, την οποία τη φθονεί, αλλά για να αισθανθεί θεός. Όσο πιο κοντά φτάνει στην άκρη της επικράτειάς του και όσο πιο πολύ ξεχνά την αξιοπρέπεια του, τόσο περισσότερο σκανδαλώδες γίνεται το τελετουργικό της βίας. Η νύχτα έχει τη χαρά της, αλλά, παρόλα αυτά, η πόρνη καίγεται. Το υπόλοιπο είναι η ιδέα.
[ΠΗΓΗ: Τέοντορ Αντόρνο, MinimaMoralia, μετάφραση Βασίλης Τομανάς - Εκδοτική Ομάδα –Θεσσαλονίκη 1984 - ArtbuIamlookingformyotherhalf]
MINIMAMORALIA(Μικρά Ηθικά): ένα βιβλίο που περικλείει με τη μορφή αφορισμών, τις απόψεις της Σχολής της Φραγκφούρτης, που γεννήθηκε μέσα στο κίνημα της Γερμανίας πριν από την άνοδο του φασισμού. Ο τρόπος δόμησης του έργου είναι τέτοιος, που το κάθε κομμάτι φωτίζει και συνάμα φωτίζεται από τα προηγούμενα και τα επόμενα. Ο Αντόρνο πιστεύει: «Η μόνη φιλοσοφία την οποία μπορούμε να ασκήσουμε υπεύθυνα απέναντι στην απελπισία, είναι η απόπειρα να σκεφτόμαστε όλα τα πράγματα όπως θα παρουσίαζαν τα πράγματά τους απ’ τη σκοπιά της λύτρωσης, της ορθής, δηλαδή της άξιας του ανθρώπου ζωής. Όταν, όμως, η κοινή γνώμη έχει φτάσει σε μια κατάσταση στην οποία η σκέψη γίνεται αναπόφευκτα εμπόρευμα και η γλώσσα το μέσον για την προώθησή του, τότε η απόπειρα για την ιχνηλάτηση μιας τέτοιας εξαχρείωσης οφείλει ν’ αρνηθεί κάθε συνενοχή» [Τεόντορ Αντόρνο, MinimaMoralia, Εκδοτική Ομάδα 1984]