«Όσοι έχουν λεπτό και εύθραυστο πνεύμα περιπίπτουν εύκολα σε μελαγχολία, επειδή δε είναι λακωνικοί και φείδονται λέξεων περιπίπτουν σε ονειροπόληση».
Στην Αινειάδα του Βιργιλίου η λύπη του πατέρα στη θέα του σκοτωμένου του γιου «παγώνει τα ζωτικά του υγρά», καθιερώνοντας ένα στερεότυπο «απάθειας» στην εκδήλωση της τεράστιας, απροσμέτρητης θλίψης. Λύπης ανάλογης με το βαθύτατο συναίσθημα απώλειας του Μontaigne μπροστά στον χαμό του αγαπημένου του φίλου Étienne de la Boetie: εκλεκτικής νηφαλιότητας, ιδεαλιστικής σύλληψης που προσιδιάζει στο μεταφυσικό ρίγος, σχεδόν συνώνυμης με την vanitas mundi και τη Μελαγχολία.
Στη μελέτη «Περί Μελαγχολίας»(εκδ. Κίχλη) η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη ανατρέχει στις αισθητικές, εικαστικές και λογοτεχνικές προσεγγίσεις του πνεύματος δυσθυμίας, εσωστρέφειας, ερμητισμού, αισθητισμού, ηθικής εξάντλησης ή/και συναισθηματικής αποδιοργάνωσης που συναντά κανείς ήδη στον Boissier de Sauvages. Πρόκειται για μιαν ανύποπτης ταχύτητας επικράτηση της θλίψης στο θυμικό του δημιουργού, ή για την υπερβατολογική διάσταση της απλής, καθημερινής αναδίπλωσης και εσωστρέφειας του καλλιτέχνη; Είναι ο «ανικανοποίητος φόβος, η λύπη, η τρέλα, πραγματική ή μεταφορική» που περιγράφει ο Robert Burton, ή μήπως τοποθετείται στα πλαίσια του πόνου, του τραυματικού βιώματος που μελετά ο Rοmano Guardini;
Ο Θεοδόσιος Πελεγρίνης, εκκινώντας από το βιβλίο του Burton, κατέδειξε πώς η μελαγχολία στην Αναγέννηση δεν καταχωρήθηκε ως «αρρώστια της ψυχής», αλλά ως πηγή δημιουργίας. Η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη από την ετυμολογία του όρου (μέλαινα χολή) φτάνει σ’ αυτό που οι Λατίνοι αποκαλούσαν taedium vitae (απαρέσκεια για τη ζωή), αυτό που ο Φρόιντ ονόμασε «ένστικτο θανάτου» και το οποίο ο R. Joly μελέτησε ως συμβολή της συμπτωματολογίας της «μαύρης χολής» στο αναλυτικό σύστημα που είχε παραθέσει ο Ιπποκράτης. Η εργασία του Ιπποκράτη «Αέρια, ύδατα, τόποι» είχε προηγηθεί μιας ολόκληρης σειράς ρητορικών και φιλοσοφικών μελετών: πχ, της Μελέτης των διαθέσεωντου Ηuarte de San Juan και της μνημειώδους έκδοσης της Ανατομίας της Μελαγχολίαςτου Burton. Ο Ρούφος από την Έφεσο ανακαλεί το ΧΧΧ Πρόβλημα του Αριστοτέλη (ή, κατ’ άλλους, του Θεόφραστου): «Όσοι έχουν λεπτό και εύθραυστο πνεύμα περιπίπτουν εύκολα σε μελαγχολία, επειδή δε είναι λακωνικοί και φείδονται λέξεων περιπίπτουν σε ονειροπόληση (contemplationem)».Ο Γαλιανός, ο Αρεταίος της Καππαδοκίας, ο Καίλιος Αυρηλιανός, όλοι όσοι δημιούργησαν σχετικά στερεότυπα σχολιάστηκαν από τον Jan Starobinski: οι ορισμοί ποικίλλουν, αλλά επικρατεί η προσέγγιση των Ελλήνων στην παθολογία της επιληψίας.
Πρωτίστως, λοιπόν, η Μελαγχολία συνιστά ύφος: γνώριμο και προσφιλές ύφος των μεγάλων μουσικών και ζωγράφων, καθώς και των μεγάλων ρητόρων και ποιητών, ως την εποχή της υπερρεαλιστικής γραφής και του εσωτερικού μονολόγου, ως τους ρυθμούς των νέγρικων μπλουζ και των graffitis στους τοίχους των μητροπόλεων του δυτικού πολιτισμού. Έχουμε μάθει ν’ αντικρίζουμε την Αναγέννηση ως «χρυσό αιώνα» της Μελαγχολίας, ενώ το Μπαρόκ απλά ως μια περίοδο ακμής της: στην Αναγέννηση, η αισθητική αυτή κατηγορία- που έως τότε περέμενε δέσμια της μεσαιωνικής ψυχολογίας, ψυχογραφίας και ηθικής- συνδέθηκε με τον συναισθηματικό κόσμο του έμφρονος ανθρώπου κατά τρόπον ώστε να του υποβάλει μια πρόγευση του Υψηλού, του μεγαλειώδους, του Επιβλητικού, αλλά και των ιδεωδών της ανιδιοτέλειας, της ευγένειας, της φιλίας και της αιωνιότητας, αντίθετα προς τα εκρηκτικά, αιματώδη, εξωστρεφή, φίλεργα και συμμετοχικά συναισθήματα της ημέρας και του ήλιου. Ηρεμία και χαμόγελο, γαλήνιος θαυμασμός και αυγούστεια μεγαλοπρέπεια του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, σε αντίθεση με το «ξάφνιασμα», την άβυσσο, τον τρόμο, το κρύο του ρομαντικού τοπίου και την αποκαλυπτική αίσθηση του Υψηλού.
Το δοκίμιο της κας Ρασιδάκη μελετά τη Μελαγχολία ως κεντρικό θέμα της ατομικής διανόησης των φιλοσόφων του Μεσαίωνα και της Ρομαντικής εποχής, ως στάση ζωής και ως εκφραστικό μέσον, ως συναισθηματική κατάσταση πεσιμισμού και ως παθολογία. Η Ρητορική υποχρέωσε τους γιατρούς και τους φυσιολόγους να περιοριστούν σε ορισμούς των ασθενειών, στερώντας τους το δικαίωμα των ανεξακρίβωτων υποθέσεων. Αυτό, μέχρις ότου ο γιατρός Pinel να συνθέσει την «αθυμία» του Αρεταίου, την «απύρετη εξάντληση» του Boissier de Sauvages, την «καλπάζουσα φαντασία» του Εsquirol,τη «μισανθρωπία» των αναχωρητών, την «πρόληψη» και τον «υποχονδριασμό», την «αφασία» και τη θανατοπληξία του Ρομαντισμού σε μια νέα τυπολογία: η Μελαγχολία συνδέεται με τη δημιουργική ευφυḯα, συχνά δε με την ιδιοφυḯα. Η τρέλατου Αίαντα στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, αλλά και η μανίατου Ηρακλέους στον Ευριπίδη, μεγάλα αποσπάσματα από τους πλατωνικούς διαλόγους, το έργο του Εμπεδοκλή, τα Ηθικά Νικομάχειατου Αριστοτέλη αναγνώσθηκαν πλέον με πυξίδα τη Μελαγχολία.Ο αντικοινωνικός χαρακτήρας του μελαγχολικού είχε βέβαια ήδη εντοπισθεί από τον Ιπποκράτη, σε έντονη αντίθεση προς τα αιματώδη, φλεγματικά και χολερικά γνωρίσματα των υπόλοιπων ανθρώπινων τύπων. Η κα Ρασιδάκη πραγματεύεται την ενοχική αντίληψη του 12ουαιώνα για τη Μελαγχολία και τη σύνδεσή της με το αμάρτημα της «ακηδίας» και το Προπατορικό Αμάρτημα. Διέρχεται των κύριων σταδίων θεωρητικής επεξεργασίας της έννοιας, έως και τον Adorno και τον Freud. Επικεντρώνει όμως στην «τομή» την οποία επιχείρησε η φροϋδική έρευνα με τον ψυχιατρικό λόγο που αντιλαμβάνεται τη μελαγχολία ως επαναληπτικό επεισόδιο της μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης: αν στο Πένθος ο κόσμος γίνεται φτωχός και κενός περιεχομένου, στη Μελαγχολία φτωχαίνει, αδειάζει το ίδιο το Εγώ.Καθιστά, έτσι, ευκολότερη την προσέγγιση του υστερότερου κεφαλαίου της «Η Μελαγχολία της Εξουσίας», όπου πρεσβεύει πως η δημόσια εικόνα του ηγέτη υπονομεύεται από το λογοτεχνικό ψυχογράφημά του ως μελαγχολικής ιδιοσυγκρασίας.
Η Φιλοσοφία της Τέχνης παρέμεινε, είναι η αλήθεια, επίμονα προσκολλημένη στην αρχαία δυαρχία νοητού-αισθητού, χωρίς να λαμβάνει υπ’όψιν της την εμπράγματη απεξάρτηση της καρτεσιανής ανθρώπινης αντίληψης από το δίλημμα αυτό. Επί παραδείγματι, στην εικαστική αναψηλάφηση της Μελαγχολίας συστεγάζονται νεκρές φύσεις και trompe l’oeil. Ο μελετητής ανακαλεί τους συμμετρικούς, πληκτικούς κήπους της ευρωπαϊκής μοναρχίας, τις Βερσαλλίες, το Μικρό Τριανόν, τα τοπία του Watteau, την αίσθηση αποκλεισμού από τα εγκόσμια που κληρονομήθηκε από τον 17οαιώνα. Τους ιαπωνικούς κήπους, που βασίζονται στο στοιχείο της έκπληξης και καθιερώνουν την αποφυγή της συμμετρίας. Την απαλή μελαγχολία του Poussin που απλώνει το τοπίο ενός νέου, απροσδιόριστου χρόνου μπροστά στα έκπληκτα μάτια του θεατή και τη μουσική του Rameau, οι οπαδοί της οποίας πρέσβευαν πως «η ψυχή είναι ανήσυχη, μελαγχολική, γιατί δεν βρίσκει τη θέση της δίπλα στον Θεό».Τον Étienne de Lacepède, εκλαϊκευτή του Rameau, που απέδωσε το αίτιο της γέννησης της Μουσικής στη Μελαγχολία, αναφερόμενος κυρίως στην Όπερα. Από την κλασική γραμματεία ανακαλεί τους ευριπίδειους Ιππόλυτο και Άδμητο, που ενσαρκώνουν ιδεώδεις, αριστοκρατικούς εκπροσώπους της μελαγχολικής διάθεσης του γαλαζοαίματου, θλιμμένου πρίγκιπα. Τον grotesque μονόλογο του Άμλετ. Το genium cucculatum του διονυσιασμού, τον τύπο της «νυκτέλιας» μάγισσας, τη Δήμητρα και την Κόρη, τις εφέστιες θεότητες και τις Εστιάδες του παρνασσισμού, τη μαινάδα Αγαύη. Τον λουθηρανισμό, που μετέστρεψε τις μεγάλες μάζες των Ευρωπαίων σε μιαν αντιμετώπιση πολύ αισθησιοκρατική ώστε να διακρίνεται από οιανδήποτε μελαγχολική προδιάθεση. Αλλά και την εκβιομηχάνιση της καλλιτεχνικής παραγωγής των ημερών μας, όπου τα στάδια ακμής και ύφεσης της μελαγχολικής διάθεσης φαίνονται συνυφασμένα περισσότερο με τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις, παρά με τα κυρίαρχα στα Πανεπιστήμια αισθητικά ρεύματα.
Τον Οκτώβριο του 2005 το Grand Palais στο Παρίσι διοργάνωσε μια διεθνή έκθεση με τίτλο: «Μελαγχολία. Η διάνοια και η τρέλα στη Δύση», όπου, μεταξύ άλλων, παρουσιάστηκαν η γνωστή αλληγορία Melencolia Iτου Albrecht Dürer, το Μηχανικό Κεφάλιτου Raoul Haussmann, έργα των Sironi, Grosz, Kiefer, Von Stuck, γκραβούρες του Antonin Artaud και σκίτσα ψυχοπαθών που φιλοτέχνησε ο Kaulbach στο Βερολίνο του 1834: πρόθεση της σημαντικής αυτής έκθεσης ήταν να καταδειχθεί η περιθωριοποίηση που υφίσταται ο μελαγχολικός δημιουργός από τη σύγχρονη πολιτιστική βιομηχανία. Μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί αυτή η προσέγγιση; Μα έως και τα νέγρικα spirituals, το tango argentino, ένα μεγάλο μέρος της flamenco παράδοσης, τα blues, αλλά και τα συναισθήματα μόνωσης της εφηβείας, και τη νοσογραφική προσέγγιση της κατάθλιψης, καθώς και τη συνεχή προσπάθεια εξισορρόπησης του ανθρώπου ανάμεσα στις θρησκευτικές του καταβολές και τη φυσική ροπή των πραγμάτων. Στην ερευνητική προσέγγιση της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη ο homo technologicus εκφαίνεται, αναπόφευκτα, ως homo artificialis. Και ως τέτοιος (μη αληθής) εκφαίνεται και στη Λογοτεχνία του εικοστού αιώνα: abandonatus, anxiosus, confusus, diffectuosus, inabilis, instabilis, somnolentis, torbidus και vespertinus. Σιωπηλός παρατηρητής και μονωμένος, εσωστρεφής, δύσθυμος στοχαστής.
Από την εκτενή αυτήν μελέτη δεν θα μπορούσαν να λείπουν η Julia Kristeva, η Αnna Seghers, η μεγάλη αουτσάιντερ της γερμανόφωνης μεταπολεμικής λογοτεχνίας Ilse Aichinger καθώς και η «αφήγηση ως εργασία πένθους», που συγκεφαλαιώνουν πολύχρονη αναδίφηση της συγγραφέως στον ευρωπαϊκό περί Μελαγχολίαςλόγο και στον Γνωστικισμό: η «εκ των υστέρων» ανάπλαση του παρελθόντος, με στόχο την υπέρβαση του αισθήματος απώλειας, παράγει ανατροπή της χρονικής αλληλουχίας στην αφήγηση, επισημαίνει η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίον αυτή η διαπίστωση αυτόματα τεκμηριώνεται με την επιλογή των plates που κοσμούν το βιβλίο της: νεκρές φύσεις όπου η υπόμνηση της ταυτότητας και της θνητότητας (μια νεκροκεφαλή, π.χ.) «ακινητοποιούνται» και συμβολοποιούνται στα μάτια του θεατή. Εύκολα κανείς θα όριζε το ‘κρόνειο’ ταμπεραμέντο, το crepusculo της Τέχνης, ως ευκόλως αναγνωρίσιμο αισθητικό κατηγόρημα που ανήκει στη σφαίρα και τη δικαιοδοσία του Υψηλού, αν ως εφαλτήριο χρησιμοποιούσε τη λογοτεχνία της Marguerite Duras, του William Faulkner, του Franz Kafka, του Heinrich Böll, του Jukio Mishima ή του Γιώργου Χειμωνά. Όμως η ανάλυση που η κα Ρασιδάκη κάνει στο «Φθινόπωρο του Πατριάρχη» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και στον «Λαβύρινθο» του Πάνου Καρνέζη περνά τη βάσανο μιας θεωρητικοποίησης της μελαγχολικής κράσης ως γνωρίσματος της αφήγησης και φυσικά εκπλήσσει τον αναγνώστη. Η δυσκολία του εγχειρήματος συνίσταται ακριβώς στο μη προφανέςτου ερευνητικού αντικειμένου: εδώ προτάσσεται ο συσχετισμός εξουσίας και μελαγχολίας, με υποστηρικτικό υλικό την προϋπάρχουσα γραμματολογία, στον λατινοαμερικανικό λογοτεχνικό χώρο και στην μετά τη μικρασιατική καταστροφή ελληνική λογοτεχνία, αντίστοιχα. Δυσχερής φαίνεται η σύνδεση του μεγαλοϊδεατισμού και της περίλυπης αφηγηματικής απομυθοποίησής του. Όμως μιλάμε εδώ για ένα κατεξοχήν ανοικτό διάλογο: η συγγραφέας γνωρίζει εις βάθος το αχανές του τοπίου που επιχειρεί να εξερευνήσει.
Με τόσο εκτεταμένη βιβλιογραφία πίσω της, εστιάζοντας σε νέες παραμέτρους του ζητήματος που κομίζουν πολύτιμο προβληματισμό και περιβεβλημένη τη γνωστή εκδοτική κομψότητα των εκδόσεων «Κίχλη», η μελέτη της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη έρχεται να καταλεχθεί στις σημαντικότερες εκδόσεις των τελευταίων χρόνων. Κι αυτό δεν θα ήταν εφικτό χωρίς το άγρυπνο και σχολαστικό βλέμμα της Γιώτας Κριτσέλη.