Γιατί η ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας. (Μ. Αναγνωστάκης)
Αν η ποίηση είναι «ανάπτυγμα επιφωνήματος»,όπως μας κληροδότησε ο Κωστής Παλαμάς εκείνον τον «μπονζάι ορισμό», που τον υπενθύμιζε ο Κώστας Κουλουφάκος στις περίφημες διαλέξεις του στον Φιλοπρόοδο Ομιλο Υμηττού τη δεκαετία του ’70, αυτού του πλέον δύσκολου και κρυπτικού είδους της γραμματολογίας (κάποιοι ιδαλγοί επιμένουν ακόμα να τη διαχωρίζουν από τη λογοτεχνία) κι αν, ακόμα, «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε», σύμφωνα με τον Καρυωτάκη, πώς μπορούμε να τιμήσουμε καλύτερα την Παγκόσμια Ημέρα της; Κι αν εγείρονται, δικαιολογημένα, αμφιβολίες και ενστάσεις για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, γιατί δεν θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς κάποιες επιφυλάξεις για τον παγκόσμιο εορτασμό της, που κυρίως στην Ελλάδα προβάλλεται; Σε τι αποβλέπει αυτή η ημέρα, που οφείλεται σε μία, προφανώς καλοπροαίρετη, ιδέα του Μιχαήλ Μήτρα και υλοποιήθηκε από τον Βασίλη Βασιλικό, στην παρισινή του «εξορία» ως πρεσβευτή της Ελλάδας στην Unesco, που και ο ίδιος επέλεξε αυτό το καταφύγιο από τα πρώτα εφηβικά χρόνια
(«Στο χαρτί μου σχεδιασμένο ένα καράβι
όλο λέει να ταξιδέψει.
Μα πνιγμένο μέσ’ στων λέξεων την παλίρροια
πώς μπορεί;»)
μέχρι τις ποιητικές συλλογές που κυκλοφόρησαν από τις «Εκδόσεις 8½» τα χρόνια της αυτοεξορίας; Επιπλέον, σε τι ωφελεί μια τέτοια μέρα, όταν στην Ελλάδα παραμένουν αμετάφραστοι σημαντικοί ξένοι ποιητές (Γκεόργκε, Μπεν, Κρίλι κ.ά.), ενώ η πλειονότητα των ποιητικών συλλογών εκδίδεται ιδίοις αναλώμασιν και από τις βιβλιοκριτικές των εφημερίδων απουσιάζουν συστηματικά τα βιβλία των ποιητών, παλαιοτέρων και νεοτέρων; Κι αν δεχτούμε, τωόντι, τη χρησιμότητα της ημέρας, με ποια κριτήρια θα προβάλουμε ποιους ποιητές και από ποιο έργο τους, όταν γνωρίζουμε ήδη, από την εποχή του Ελιοτ, ότι «η ποίηση γράφεται από τους ελάσσονες ποιητές»;
Πώς και πού θα χωρέσουν σ’ αυτόν τον συνωστισμό οι στίχοι του εστέτ Καίσαρα Εμμανουήλ, του Νίκου Καρύδη, του Θωμά Γκόρπα, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, αλλά και ποιος θα (προλάβει να) θυμηθεί κάποια ποιήματα του Χρήστου Ν. Βαλαβανίδη, του Ηρακλή Λιόκη, τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου ή του Θοδωρή Γκόνη, τα «πορνογραφικά» ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ,κι ακόμα ποιος θα (προλάβει να) ανατρέξει στον Γιάννη Σκαρίμπα, τον Τσέζαρε Παβέζε ή τον Φίλιπ Λάρκιν,τους Ρώσους νεωτερικούς ποιητές με τις αυτοκτονικές εμμονές τους από την εποχή των Γιεσένιν-Μαγιακόβσκι ή τα «σανσόν» του Πρεβέρ, του Μπρελ και της Μπαρμπαρά;
Στην ίδια τη λέξη «ποίηση» κρύβεται, σαν ωρολογιακή βόμβα, μια κοσμογονική ποιητική δημιουργία, από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Πόε, και ταυτόχρονα μία ροπή προς την οίηση, που εύκολα μπορεί να εκτραπεί σε ένα ναρκισσιστικό «χάπενινγκ», το οποίο ο παλιός ασπρόμαυρος ελληνικός κινηματογράφος ήδη απαθανάτισε αριστουργηματικά στον «ποιητή Φανφάρα», διακωμωδώντας την απέχθειά του στους ποιητές.
Κι αν αναλογιστούμε ότι, με τις αλλοπρόσαλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης, η είσοδος των «απαγορευμένων ποιητών» στα σχολικά αναγνώσματα ελάχιστα προήγαγε την υπόθεση της ποίησης ούτε εντέλει κέρδισε περισσότερους φίλους στις ευαίσθητες ηλικίες, τότε, ίσως, μπροστά στη βιβλιοθήκη θυμάται κανείς τα λόγια του Μπεν: «Ο άνθρωπος δεν είναι μόνος, η σκέψη είναι μοναχική». Το ίδιο και η ποίηση
[ΠΗΓΗ: Κώστας Καλφόπουλος, Εξ Αφορμής, Αντιποιητικές απορίες ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 24 Μαρτίου 2013]