Όσο αληθεύει ότι δεν υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη μεγάλα πολιτικά αναστήματα για να επωμιστούν το βάρος της πολυπρόσωπης κρίσης της Γηραιάς Ηπείρου, άλλο τόσο αληθεύει και η παρατήρηση ότι οι διανοούμενοι είναι περίπου παθητικοί θεατές σε μια παράσταση όπου πρωταγωνιστούν ο τεχνοκρατικός ωφελιμισμός και ο αριβισμός των αγορών. Στις συνθήκες αυτές το μόνο που μπορούν να συνεισφέρουν οι διανοούμενοι είναι: κριτική, αμφιβολία και, ενδεχομένως, αμφισβήτηση, τρεις, δηλαδή, από τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της δημοκρατίας... Ως ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα, χαρακτηριζόμαστε από αυτό που επιθυμούμε, αυτό δηλαδή που δεν έχουμε ή που έχουμε αλλά με αρνητικό τρόπο: ως ελλείπον
Τέτοιες παρατηρήσεις μοιάζουν «εύκολες» και επιφανειακές, δεν είναι όμως αβάσιμες.Αυτό ισχύει ιδίως όταν η δυνατότητα του διανοούμενου περιορίζεται σε μια θεσμική ιδιότητα, όταν η δυναμική και αστάθμητη ενέργειά του μεταβάλλεται σε ένα στατικό και εν πολλοίς λειτουργικό για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων ρόλο. Με την έννοια αυτή, οι νεοφιλελεύθερες δημοκρατίες κατασκευάζουν ζώνες αποσυμπίεσης στις οποίες, με ελεγχόμενο και ανώδυνο τρόπο επιτρέπεται να διατυπωθεί κάποιος αντίλογος. Αλλά ο αντίλογος αυτός έχει την ίδια λειτουργικότητα με εκείνη που είχε και στα «καλοφτιαγμένα» θεατρικά έργα του γαλλικού 19ουαιώνα: ενσωματώνεται πλήρως και ενισχύει το λόγο του κυρίαρχου «συγγραφέα».
Η γραμμή που διαχωρίζει, αλλά και μοιραία συνδέει, διανόηση και ηγεμονία είναι λεπτή και όχι πάντα ευδιάκριτη.Αυτό είναι γνωστό ήδη πριν από το Sartreκαι τον Gramsci. Πάντως, πάνω στη γραμμή αυτή θα πρέπει να αναζητήσουμε τον αληθινό διανοούμενο ανάμεσα στις ατελείωτες σειρές των τεχνοκρατών ή των ειδημόνων. Οι ειδήμονες είναι αυτό το προϊόν που οι αγορές περιμένουν να παραχθεί από τα πανεπιστήμια. Γι’ αυτό και τα ανέχονται, όταν δεν τα «εξυγιαίνουν». Όπως λέει πολύ σωστά ο Zizek, ο ειδήμων θα έρθει να δώσει λύση σε ένα πρόβλημα που καθορίζεται από άλλους. Αντιθέτως, ο διανοούμενος θα εντοπίσει το πρόβλημα εκεί όπου οι άλλοι ενδεχομένως δεν το διακρίνουν καν, θα το ορίσει και θα περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να το αντιληφθούμε και να το προσεγγίσουμε. Γι’ αυτό άλλωστε χρειαζόμαστε τα πανεπιστήμια: όχι για να παράγουν ειδήμονες και τεχνοκράτες, αλλά για να εκκολάπτουν διανοούμενους, δηλαδή κριτικά σκεπτόμενους πολίτες.
Ένα από τα κεντρικά προβλήματα που εντοπίζεται υπό διαφορετικά κάθε φορά πρίσματα από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή διανόηση είναι η ισχυρή τάση απολιτικοποίησης των προβλημάτων και η υπαγωγή τους στο ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού των κοινωνιών στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Το επιχείρημα εδώ έχει περίπου ως εξής: τα πολιτικά εγχειρήματα μιας μικρής σχετικά ευρωπαϊκής χώρας είναι σχεδόν ανούσια όταν μπροστά τους έχουν οικονομίες γιγαντιαίων πληθυσμιακά ή γεωγραφικά κρατών (π.χ. Κίνα, Ρωσία). Εκσυγχρονισμός εδώ σημαίνει ένωση των μικρών για να αντιμετωπίσουν τους μεγάλους με τους όρους που επιβάλλει ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός. Όταν όμως μεταρρυθμίζεις την Ευρώπη για να αντιμετωπίσεις την Κίνα του μηδαμινού εργατικού κόστους, το αποτέλεσμα θα είναι ελάχιστα «ευρωπαϊκό» - αν μη τη λέξη αυτή μπορούμε ακόμα να εννοήσουμε κάτι παραπάνω από συνάθροιση μικρών και μεσαίων κρατών. Η συνάθροιση αυτή σχεδιάζεται από τα thinktanksτων τεχνοκρατών και των ειδημόνων, όχι των διανοουμένων, και προϋποθέτει το πάντρεμα της αρχής του πλούτου και της αρχής της επιστήμης. Στη σκηνή αυτοί οι διανοούμενοι δεν έχουν ουσιαστικό ρόλο, καθώς το μόνο που μπορούν να συνεισφέρουν είναι η κριτική, η αμφιβολία και, ενδεχομένως, η αμφισβήτηση, τρεις από τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της δημοκρατίας.
Το πρώτο που έρχεται στο νου είναι η επιθυμία. Ως ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα, χαρακτηριζόμαστε από αυτό που επιθυμούμε, από αυτό δηλαδή που δεν έχουμε ή που έχουμε αλλά με αρνητικό τρόπο: ως ελλείπον.
Αυτή η αρνητική διαλεκτική ισχύει και για τους διανοούμενού μας:η απουσία τους στις πολιτικές σκηνές χαρακτηρίζει αυτή την ίδια την πολιτική ως στερούμενη της διανόησης. Αυτή είναι η ταυτότητά της, όπως ήταν και στην πλατωνική πολιτική ουτοπία του φιλοσόφου-ηγεμονία, με τη διαφορά ότι ο Πλάτων, μέσω της δυνητικής ευκτικής έγκλισης του λόγου του, παραδεχόταν εμμέσως την απουσία ως τέτοια, ενώ στις σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες ή απουσία συγκαλύπτεται με τη θεσμική ιδιότητα του διανοούμενου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε ένας FrancisFukuyamaνα ζήσει στην πλατωνική Αθήνα, αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι μπορούν να ζήσουν σήμερα άλλοι όμοιοι του που φέρουν τη λεοντή της διανόησης, όχι όμως και το διακύβευμά της.
Υπό το πρίσμα αυτό οι φωνές του JurgenHabermasκαι του GunterGrassεναντίον της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη δεν ακούγονται πολύ δυνατά. Ακούγονται μόνο για να επιβεβαιώσουν την απουσία της διανόησης από τον ηγεμονική λόγο της νέας ολιγαρχικής νομιμότητας.
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Π. Πεφάνης, επίκουρος καθηγητής Θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών – άρθρο που δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο]