Η πληρωμή, ούτως ή άλλως για τη ζωή μας, με τη ζωή μας. Εδώ με τα ποιήματά μας, ας πούμε χαρτονομίσματα και άκυρες επιταγές προ πολλού, έρματα σκορπισμένα βαθειά στο χώμα – οι μελλοντικές αναγνώσεις πιθανόν, «μιλούν» τελευταία…
…κι αυτά τα λόγια του Μάρκου Μέσκου, ειπωμένα σε μια εκδήλωση ευτυχώς δεν διέφυγαν αποκλειστικά στη μνήμη των παρόντων μα και καταφεύγουν σε εμβόλιμο χαρτί, μικρά φώτα πορείας πάντα αναγκαία.
Κάθε ποίημα του Μάρκου Μέσκου είναι ένα συμβάν, που ισχυρίζεται πως η πραγματικότητα δεν είναι ένα χρονικό συνεχές, αλλά μια ασυνεχής παράθεση στιγμών. Το ποίημα του Μάρκου Μέσκου δεν αναδύεται μέσα μας, για να μας μεταδώσει ένα μήνυμα – τα συναισθήματα ή και τις ίδιες ενδεχομένως ιδέες του ποιητή δεν προκύπτει από την διαχείριση κοινών συναισθηματικών τόπων. Πρόκειται για ένα στοχαστικό συμβάν, που αφήνει στην σελίδα ένα αυτόνομο αντικείμενο φτιαγμένο με γλώσσα: το ποιητικό κείμενο είναι ένα ίχνος του οποίου τη σημασία πρέπει να εξερευνήσουμε, να κατοικήσουμε και φυσικά να αναλάβουμε την ευθύνη του.
γράφει ο Γιώργος Μπλάνας στο τρίτο από τα επτά σημεία που καταθέτει «Για το ποίημα του Μάρκου Μέσκου», σ’ ένα πλούσιο αφιέρωμα στον ποιητή…
Μιλώ με τα πάθη μου και τα ερείπιά μου.
Στην εκτεταμένη επιφάνειά τους
βάζω το δάχτυλό μου και λέω: Εδώ
κάτι αναπνέει ακόμα
[Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο ΧΧVI]
Όσο κι αν ο Μέσκος έχει συλλογικά εντυπωθεί ως ποιητής, είναι τα μικρά του πεζογραφήματα που έχουν προσελκύσει πλείστους, κι εμένα ανάμεσα, βαθύτερα στο έργο του - και σε αυτά αφιερώνει το κείμενό του ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής. Από τα Παιχνίδια στον παράδεισο και την Κομμένη γλώσσα ως το Μουχαρέμ και το Νερό Καρκάγια το προσωπικό ή βιωματικό αναμφισβήτητα αποτελεί τον κεντρικό άξονα, ενώ το επικαιρικό βρίσκεται πανταχού παρόν ως φόντο· τα άτομα περιγράφονται ως αφανείς ήρωες της καθημερινής ζωής, με δράση περιορισμένη στα μικρά και «καθημερινά», κι όλα τούτα «μπορούν να χαρακτηριστούν ως ντοκιμαντέρ της ζωής μιας ολόκληρης εποχής, τόσο περιγραφικά όσο και βιωματικά».
Αχ! πόλη
που με γέννησες δεν μ’ ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω πίσω κόβω κλαρί
πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα – τυφλό άλογο
περπατώ
και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του [Άλογο]
Η ελεγεία της μνήμης στην ποίηση του Μάρκου Μέσκου:Μνήμη πατρίδας άσβεστη η ποίησή του, άλλοτε ως αυτοσκοπός κι άλλοτε ως το σκηνικό υπόβαθρο των περισσότερων ποιημάτων του, όπως αποκαλύπτει η προβολή τοπίων του γενέθλιου τόπου του. Επιστρέφει σταθερά σ’ αυτά, με εικονοπλαστικό λόγο αισθαντικό, δίνοντάς μας συνθέσεις πολλαπλών αισθήσεων που στοιχειοθετούν τη μυθολογία της ελληνικής ενδοχώρας διασώζοντας ήχους και χρώματα, χάρτη στη δύναμη μιας γλώσσας που τροφοδοτείται στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενά της από την χλωρίδα, την πανίδα και την ανθρωπογεωγραφία της. Ο ποιοτικός λόγος αξιοποιεί την περιγραφή για α δώσει αυθεντικά στο καταφύγιο των ποιητικών εικόνων, με τη διεισδυτική ματιά ενός κυριολεκτικά και μεταφορικά ζωγράφου ποιητή, πολύτιμα βιώματα και της προσωπικής ζωής, που λογίζονται σύμφωνα με τη λογική του χρόνου απωλεσθέντα….
Και ξανά πίσω στα φώτα των πρώτων σελίδων, για τις λέξεις του τιμώμενου: Ο καθείς παίρνει από τα πάντοτε πολύτιμα υπόλοιπα των προηγούμενων γραφών του κόσμου (όσο και αν η περίοδος χάριτος λιγοστεύει), ξόρκι τάχα, λόγος τελεσίδικος, ευχή και κατάρα, φως και σκοτάδι, και πάμπολλα μεταίχμια ωσάν ξυράφια, «λύτρα» λοιπόν για την απελευθέρωση από την Κόλαση· όβολα για την Αχερουσία. […]
Αλλά η ποίηση θα συνεχίσει να γράφει για τα πριν και τα μετά – σαν για πρώτη φορά ο κόσμος ανακαλύπτεται.