Η παραπληροφόρηση δεν είναι η ρητή άρνηση ενός γεγονότος που δεν τους αρμόζει: αυτό ονομάζεται ψύχωση. Σε αντίθεση με το καθαρό ψέμα, η παραπληροφόρηση οφείλει αναγκαστικά να εμπεριέχει κάποιο ποσοστό αλήθειας, αλλά αλλοιωμένο εσκεμμένα από κάποιον επιτήδειο εχθρό… Συμπερασματικά, παραπληροφόρηση είναι η κακοποίηση της αλήθειας. Όποιος τη διοχετεύει είναι ένοχος, κι όποιος την πιστεύει, ηλίθιος. Αλλά ποιος είναι τέλος πάντων ο επιτήδειος εχθρός; Στην πραγματικότητα, η παραπληροφόρηση εμπεριέχεται σ’ όλη την υφιστάμενη πληροφόρηση, σαν το κύριο γνώρισμά της. Δεν κατονομάζεται παρά εκεί όπου πρέπει να διατηρηθεί, διαμέσου του εκφοβισμού, η παθητικότητα. Εκεί όπου η πληροφόρηση κατονομάζεται, δεν υπάρχει. Εκεί όπου υπάρχει, δεν κατονομάζεται.
Η έννοια, ακόμη, νέα, παραπληροφόρησηεισήχθηκε πρόσφατα απ’ τη Ρωσία, μαζί με πολλές άλλες επινοήσεις χρήσιμες στη διαχείριση των σύγχρονων Κρατών.Χρησιμοποιείται πάντοτε σε μεγάλο βαθμό απ’ την εξουσία, και κατά συνέπεια απ’ τους ανθρώπους που κατέχουν ένα μερίδιο οικονομικής ή πολιτικής εξουσίας, για να διατηρηθεί το κατεστημένο και πάντοτε προσδίδοντας σ’ αυτή τη χρήση μια λειτουργία αντεπίθεσης. Ό,τι αντιβαίνει στη μία και μοναδική επίσημη αλήθεια οφείλει να είναι αναγκαστικά παραπληροφόρηση που προέρχεται από εχθρικές, ή τουλάχιστον ανταγωνιστικές, δυνάμεις, κι η οποία είναι σκόπιμα διαστρεβλωμένη από κακοβουλία. Η παραπληροφόρηση δεν είναι η ρητή άρνηση ενός γεγονότος που δεν τους αρμόζει: αυτό ονομάζεται ψύχωση. Σε αντίθεση με το καθαρό ψέμα, η παραπληροφόρηση, και να γιατί είναι ενδιαφέρουσα η έννοια για τους υπερασπιστές της κυρίαρχης κοινωνίας, οφείλει αναγκαστικά να εμπεριέχει κάποιο ποσοστό αλήθειας, αλλά αλλοιωμένο εσκεμμένα από κάποιον επιτήδειο εχθρό. Η εξουσία που μιλάει για παραπληροφόρηση δεν πιστεύει ότι η ίδια δεν έχει κανένα απολύτως ελάττωμα, αλλά ξέρει ότι μπορεί ν’ αποδώσει σε κάθε συγκεκριμένη κριτική την υπερβολική ανακρίβεια που ενυπάρχει στη φύση της παραπληροφόρησης κι έτσι να μην αναγκαστεί ποτέ να παραδεχτεί κάποιο συγκεκριμένο ελάττωμα.
Συμπερασματικά, παραπληροφόρηση είναι η κακοποίηση της αλήθειας. Όποιος τη διοχετεύει είναι ένοχος, κι όποιος την πιστεύει, ηλίθιος. Αλλά ποιος είναι τέλος πάντων ο επιτήδειος εχθρός; Στην περίπτωσή μας, δεν μπορεί να είναι η τρομοκρατία, που δεν κινδυνεύει να «παραπληροφορήσει» κανένα, μιας κι είναι επιφορτισμένη ν’ αντιπροσωπεύει οντολογική την πιο βλακώδη κα λιγότερο αποδεκτή πλάνη. Χάρη στην ετυμολογία του, και στις σύγχρονες αναμνήσεις των περιορισμένων συγκρούσεων οι οποίες, γύρω στα μέσα του αιώνα, έφεραν, πρόσκαιρα αντιμέτωπες την Ανατολή με τη Δύση, το συγκεντρωμένο θεαματικό με το διάχυτο θεαματικό, ακόμη και σήμερα ο καπιταλισμός των ενσωματωμένου θεαματικού προσποιείται πως πιστεύει πως ο ολοκληρωτικός γραφειοκρατικός καπιταλισμός – που παρουσιάζεται μάλιστα μερικές φορές σαν το υπόβαθρο και η πηγή έμπνευσης των τρομοκρατών – παραμένει ο κύριος εχθρός του, όπως ακριβώς ο τελευταίος λέει το ίδιο πράγμα για τον πρώτο, παρά τις αναρίθμητες αποδείξεις για τη βαθύτερη συμμαχία κι αλληλεγγύη τους. Στην πραγματικότητα όλες οι κατεστημένες εξουσίες, εκτός από ορισμένους πραγματικούς τοπικούς ανταγωνισμούς, σκέφτονται συνέχεια αυτό που είχε υπενθυμίσει κάποτε, απ’ τη μεριά της εξέγερσης και χωρίς μεγάλη επιτυχία την εποχή εκείνη, ένας απ’ τους εξέχοντες Γερμανούς διεθνιστές αφότου είχε αρχίσει ο πόλεμος του 1914: «Ο κύριος εχθρός βρίσκεται μέσα στη χώρα μας». Η παραπληροφόρηση είναι τελικά το συνώνυμο αυτού που εξέφραζαν, στη γλώσσα του κοινωνικού πολέμου του 19ουαιώνα, «τα νοσηρά πάθη». Είναι οτιδήποτε σκοτεινά που θα υπήρχε κίνδυνος να επιθυμεί ν’ αντιταχθεί στη θαυμαστή ευτυχία με την οποία αυτή η κοινωνία, καθώς ξέρουμε, ανταμείβει όσους της δείχνουν εμπιστοσύνη. Ευτυχία που δεν γίνεται να ξεπληρωθεί με διαφόρους κινδύνους ή ασήμαντες απογοητεύσεις. Όλοι όσοι αναγνωρίζουν αυτή την ευτυχία μέσα στο θέαμα πιστεύουν ότι δεν πρέπει να φείδονται του κόστους της, ενώ οι άλλοι παραπληροφορούν.
Το άλλο πλεονέκτημα που υπάρχει στην καταγγελία μιας εντελώς επιμέρους παραπληροφόρησης, ερμηνεύοντας την κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι ότι κατά συνέπεια ο συνολικός λόγος του θεάματος δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο υποψίας ότι εμπεριέχει παραπληροφόρηση, εφόσον είναι σε θέση να προσδιορίσει, με την πλέον επιστημονική βεβαιότητα, το πεδίο όπου εμφανίζεται η μοναδική παραπληροφόρηση: είναι οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και δεν θα του αρέσει.
Αναμφίβολα κατά λάθος – εκτός κι αν πρόκειται για καλοστημένη παγίδα – έγινε πρόσφατα συζήτηση στη Γαλλία για το ενδεχόμενο επίσημης απονομής ενός είδους πιστοποιητικού στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που θ’ αναγράφει «εγγυημένο χωρίς παραπληροφόρηση»:κάτι τέτοιο θα δυσαρεστούσε ορισμένους επαγγελματίες των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που ήθελαν ακόμη να πιστεύουν, ή πιο μετριοπαθώς να κάνουν πως πιστεύουν, ότι στο εξής δεν θα λογοκρίνονταν στ’ αλήθεια. Αλλά κυρίως η έννοια παραπληροφόρηση δεν προορίζεται προφανώς να χρησιμοποιηθεί αμυντικά, κι ακόμα λιγότερο στα πλαίσια μιας στατικής αμυντικής διάταξης, ανεφοδιάζοντας ένα Σινικό Τείχος, μια γραμμή Μαζινό, που θα όφειλε να προστατεύει απόλυτα ένα χώρο απαγορευμένο υποτίθεται στην παραπληροφόρηση. Πρέπει να υπάρχει παραπληροφόρηση και να είναι ρευστή, να μπορεί να κυκλοφορήσει παντού. Εκεί όπου ο θεαματικός λόγος δεν βάλλεται, θα ήταν ανόητο να τον υπερασπίζεται. Γιατί έτσι η έννοια αυτή θα φθειρόταν υπερβολικά γρήγορα υπερασπίζοντάς τον, ενάντια στη λογική, σε σημεία που θα έπρεπε αντίθετα ν’ αποφευχθεί να κινήσουν την προσοχή. Επιπλέον, οι αρχές δεν έχουν, στην πραγματικότητα, καμιά ανάγκη να εγγυηθούν ότι μια συγκεκριμένη πληροφορία δεν θα εμπεριείχε παραπληροφόρηση. Κι εξάλλου δεν διαθέτουν τα μέσα για κάτι τέτοιο: δεν απολαμβάνουν και τόσου σεβασμού και δεν θα έκαναν άλλο απ’ το να κινήσουν υποψίες για τη συζητούμενη πληροφορία. Η έννοια παραπληροφόρηση είναι χρήσιμη μόνο στην αντιπαράθεση. Πρέπει να παραμένει στα μετόπισθεν και μετά να ρίχνεται αμέσως μπροστά για ν’ απωθήσει κάθε αλήθεια που θα πήγαινε να εμφανιστεί.
Αν καμιά φορά κινδυνεύει να εμφανιστεί ένα είδος άτακτης παραπληροφόρησης, στην υπηρεσία ορισμένων επιμέρους συμφερόντων που βρίσκονται προσωρινά σε σύγκρουση, και να γίνει κι αυτή επίσης πιστευτή, όντας ανεξέλεγκτη κι αντιστρατευόμενη μ’ αυτό τον τρόπο το συνολικό έργο μιας λιγότερο ανεύθυνης παραπληροφόρησης, δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχούμε ότι δεν έχουν προσληφθεί και γι’ αυτή πιο έμπειροι ή πιο επιδέξιοι διαστρεβλωτές: κι αυτό επειδή απλούστατα η παραπληροφόρηση εκτυλίσσεται σήμερα σ’ ένα κόσμο όπου δεν υπάρχει πια θέση για καμιά επαλήθευση.
Η έννοια παραπληροφόρηση εμφανίζεται στο προσκήνιο για ν’ αναιρέσει πάραυτα, με μόνο το θόρυβο του ονόματός της, κάθε κριτική την οποία δεν αρκούσαν να εξαφανίσουν τα διάφορα πρακτορεία οργάνωσης σιωπής. Λόγου χάρη θα μπορούσαν να πουν μια μέρα, αν κάτι τέτοιο φαινόταν αναγκαίο, ότι τούτο το γραφτό είναι μια επιχείρηση παραπληροφόρησης πάνω στο θέαμα, ή μάλλον, πράγμα που είναι το ίδιο, παραπληροφόρηση εις βάρος της δημοκρατίας.
Αντίθετα απ’ ότι βεβαιώνε η αντεστραμμένη θεαματική της έννοια, η πρακτική της παραπληροφόρησης δεν μπορεί παρά να υπηρετεί εδώ και τώρα το Κράτος, υπό την άμεση καθοδήγησή του, ή με πρωτοβουλία όσων υπερασπίζονται τις ίδιες αξίες. Στην πραγματικότητα, η παραπληροφόρηση εμπεριέχεται σ’ όλη την υφιστάμενη πληροφόρηση, σαν το κύριο γνώρισμά της. Δεν κατονομάζεται παρά εκεί όπου πρέπει να διατηρηθεί, διαμέσου του εκφοβισμού, η παθητικότητα. Εκεί όπου η πληροφόρηση κατονομάζεται, δεν υπάρχει. Εκεί όπου υπάρχει, δεν κατονομάζεται.
Όταν υπήρχαν ακόμη ιδεολογίες που συγκρούονταν, που τάσσονταν υπέρ ή κατά της τάδε γνώριμης όψης της πραγματικότητας, υπήρχαν φανατικοί και ψεύτες, αλλά όχι «παραπληροφορητές». Όταν δεν επιτρέπεται πια, λόγω του σεβασμού της θεαματικής συναίνεσης, η έστω λόγω κάποιας ματαιόδοξης θεαματικής επιθυμίας, να πουν στ’ αλήθεια σε τι αντιτίθενται, ή εξίσου τι εγκρίνουν μέσα σ’ όλα αυτά τα επακόλουθα και τουναντίον συχνά υποχρεώνονται ν’ αποκρύψουν μια πλευρά που θεωρείται, για κάποιο λόγο, επικίνδυνη στα πλαίσια όσων πρέπει ν’ αποδεχτούν, τότε ασκούν παραπληροφόρηση, είτε διαμέσου της απερισκεψίας, είτε διαμέσου της λήθης, ή διαμέσου ενός υποτιθέμενου λανθασμένου συλλογισμού. Λόγου χάρη, στο πεδίο της αμφισβήτησης μετά το 1968, οι ανίκανοι αφομοιωτές που ονομάστηκαν «φιλοκαταστασιακοί» ήταν οι πρώτοι παραπληροφορητές, διότι απέκρυπταν όσο ήταν δυνατό τις πρακτικές εκδηλώσεις διαμέσου των οποίων είχε επιβεβαιωθεί η κριτική την οποία κολακεύονταν ότι είχαν ενστερνιστεί. Και καθόλου ενοχλημένοι από το γεγονός ότι εξασθένιζαν την έκφρασή της, δεν αναφέρονταν ποτέ σε τίποτα και σε κανέναν, για να δίνουν την εντύπωση ότι είχαν ανακαλύψει οι ίδιοι κάτι.
[ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο Γκυ Ντεμπόρ Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος, Μτφ Πάνος Τσαχαγέας, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1988 – αναρτήθηκε στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ: http://bibliotheque.gr/ ]