… είναι γιατί το τρίξιμο κάθε μισάνοιχτου με έχει αποτελειώσει γιατί οι γνώμες -ακόμη και των ειδικών- διχάζονται αν, λόγου χάρη, στρώνουμε λευκό σεντόνι νυφικό ή νεκρικό του τάφου. Μα πιο πολύ γιατί όπως ψιθυρίζεται τα ξύλα ήδη κόπηκαν και συναχτήκαν στη γωνιά κι έξω από εμάς μια δίχως έλεος πυρά κλαδί κλαδί ετοιμάζεται… Έλεγα δε θα εκμυστηρευτώ πουθενά το μυστικό συνδυασμό που δίχως δάχτυλα και χτένες ξελύνει τα μαλλιά μου. Και τι κατάφερα; Ένας φεγγίτης να πλέει μέσα στον καθρέφτη, ένας καθρέφτης να πλέει πάνω στο κρεβάτι, ένα κρεβάτι άλιωτο να φλέγεται στα θαύματα… Ακίνητη και η όραση, στάχτη κι ανατολή ομίχλης έξω από την πόρτα που δεν άνοιξε στον κίνδυνο… (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Επιδόρπιο)
Στο πρώτο μέρος της συλλογής ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ προτάσσεται από τον Γιώργο Μπλάνα η πρώτη στροφή του ποιήματος του EdgarAllanPoe, όπου άγγελοι, με τη μορφή ευγενών συρρέουν δακρύβρεχτοι και κάθονται να παρακολουθήσουν κάποια παράσταση προσδοκιών και φόβων,ενώ μια ορχήστρα παίζει ασθμαίνουσα τη μουσική των ουρανίων σφαιρών. Προφανώς, ο τυμπανιστής είναι μέρος αυτής της ορχήστρας και το όλο απόσπασμα από το ποίημα του Πόε έχει ως σκοπό την εισαγωγή του αναγνώστη στο κλίμα μιας παράστασης προσδοκιών και φόβων.Πρόκειται ακριβώς για τις προσδοκίες και τον φόβο που κυριαρχούν στα ποιήματα της συλλογής: προσδοκίες που, σχεδόν εξ αρχής έχουν διαψευστεί και φόβος που διαπερνά το σύνολο των ποιημάτων. Το δεύτερο μέρος της συλλογής εισάγεται με τη συνέχεια του ποιήματος του Πόε. Εκεί οι ηθοποιοί… μίμοι – υπερούσιοι θεοί μασκαρεμένοι – γκρινιάζουν, μουρμουρίζουν λόγια ακατάληπτα, πετάνε ακατάσχετα… Ανδρείκελα είναι· σπαστικά υπακούουν στις εντολές κάποιων πλασμάτων άμορφων, τεράστιων, που σέρνουν πότε αποδώ πότε αποκεί τα σκηνικά… Μίμοι ανδρείκελα στα χέρια γιγάντιων πλασμάτων – παραπέμποντας στο γιγάντιο χέρι πάνω από τον τυμπανιστή – και σκηνικά που συνεχώς αλλάζουν. Κομμάτια της παράστασης αυτής διακρίνονται στο (Μια βαθιά υπόκλιση) όπου
«…Παλιά βαγόνια στις αλάνες
μεταμφιέζονται πυρετωδώς
σε καμαρίνια με χρωματιστά φτερά…»,
ενώ την ίδια ώρα κάπου αλλού
«…σε υγρό βάθος σκοτεινό
ήδη η Γκρέτα μακιγιάρεται
πανέτοιμη να κοιταχτεί στα δάκρυα
ενός ακόμη ανάξιου θαυμαστή
που θ’ αρνηθεί να την πυροβολήσει».
Έτσι, μπαίνει ο αναγνώστης στον πειρασμό να θεωρήσει ολόκληρη τη συλλογή ως μία παράσταση που προσπαθεί ανώφελα να ξεγελάσει την πλήξη, τη φθορά και τον θάνατο.
Μετά
πάντα και πάντα
εκείνη η γνωστή σχισμή
ίσα-ίσα
για να χωρέσει ένα γράμμα
Η ποιήτρια καθηλώνει με την αλήθεια της, καθώς στις λέξεις της –ιδιαιτέρως βασανισμένες και ευστόχως τοποθετημένες– μεταγγίζεται η μακραίωνη αλήθεια της θνητότητας των όντων. Λάφυρο επίπονης προσπάθειας προφανώς, απόσταγμα μάχης προσωπικής, αποτύπωμα βιωματικών ενθυμήσεων, η βαθιά αρχέγονη απορία της ανθρωπότητας γίνεται βεβαιότητα στη γραφίδα της,μια βεβαιότητα που αφορά στην περιορισμένη διάρκεια της ανθρώπινης φύσης και στην αδυναμία της να επέμβει στη μοίρα της.
Σκοτείνιασε μέσα μου ξαφνικά η λεμονιά
αναίρεση διεκδικούν τα ειπωμένα
και τα μελλούμενα
δε μου ζητούν καμιά συμμετοχή…
Δεν είναι μοιρολατρική η θέση της ποιήτριας, τουναντίον, είναι βαθιά πεπεισμένη πως τα ψήγματα της θεότητας, αρχέγονα σπέρματα ευσπλαχνίας και πρόνοιας, ενυπάρχουν στο διφυές του ανθρώπου και έλκονται από τη μαγνητική δυναμική της ομορφιάς. Ο άνθρωπος, αν και φθαρτός, έχει ευλογηθεί με την υπερβατική ικανότητα να ευφραίνεται σε λιγοστές πτυχές ευτυχίας και να αναπαύεται σε χαραμάδες παραμυθίας.
…Θα ειπωθούν ξεκάθαρα κάποια φορά
η ανάσα, η αόρατη σκιά
το κίτρινο που αφήνει ο καιρός
πάνω στα σεμεδάκια.
Κι ό,τι γλιστράει ασώματο
μέσα απ’ τις χαραμάδες
κι αυτό θα ειπωθεί.
[…]
Όμως κι οι λέξεις
οι λέξεις ίδιες δε θα ’ναι πια ποτέ.
Ο «κίνδυνος» κι η «αντοχή»
η «αιχμαλωσία» κι η «σπατάλη»
θα καταγράφονται από εδώ κι εμπρός με αριθμούς.
Κι αφού τα χέρια σπάνια
θα βρίσκουν ν’ αγκαλιάζουν
υπομονετικά και ήσυχα
θ’ αρχίσουν να μετράνε….
Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, με αναγνωρίσιμη και αναγνωρισμένη ποιητική φωνή, δείχνει να γνωρίζει πως η αποκάλυψη γίνεται εκ των έσω, αποκαλύπτει λέξη τη λέξη τους θεολογικούς της αναπαλμούς με κεντρικό της μέλημα τον άνθρωπο, αλλά και τα πράγματα που αυτός με την παρουσία του αξιώνει σε χρόνο άχρονο και τόπο ανέστιο.
Ο τόπος είναι χρόνος
προορισμένος μόνο για την επιστροφή
γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει
λιωμένο φως
μες στην ασυμμετρία των σφουγγαριών
τόνος λευκός κρυσταλλωμένος
μια ανάσα πριν τον ρεμβασμό
η επίφαση του ανύπαρκτου μες στην ακινησία…
Εγκιβωτίζει συνεπώς τον τόπο στον χρόνο και τη στιγμή στο αιώνιο, ταυτίζει τον άνθρωπο με τον προορισμό του αλλά και τα πράγματα με την άλλη, την κρυφή χρησιμότητά τους. Τέλος, συνδυάζει τη ματαίωση της στιγμής με την εσχατολογική της δικαίωση. Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου ξέρει καλά πως το «τώρα» σύντομα γίνεται «ύστερα» λόγω της φυσικής τρεπτότητας των πάντων, πως το «εδώ» μετατρέπεται ακαριαία σε «εκεί», όταν το ατενίσεις από μιαν άλλη οπτική, πως το δήθεν σημαντικό αποδεικνύεται συχνά επουσιώδες. Ακριβώς επειδή γνωρίζει την αναπόφευκτη αλληλουχία των πάντων, προτείνει και καλεί και προκαλεί με τις εξαρχής ανατρεπτικές της προτάσεις.
Ας μιλήσουμε, επιτέλους, για τα ασήμαντα.
Για τα κρυμμένα πίσω από μια πράξη
όπως τα ντροπαλά παιδιά πίσω από μια φούστα
για τις ρουφήχτρες και τα ηλεκτρόδια
την άνιση πάλη
και τη μάταιη ανταμοιβή
για την απόσταση…
Η ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου είναι μια ποίηση, όπου «ο τόπος είναι χρόνος προορισμένος μόνο για την επιστροφή. Γιατί ο τόπος πάντα ταξιδεύει…»,
… καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο, την παγιωμένη αντίληψη ότι οι αναδρομές δεν είναι του τύπου μας και πως ο άνθρωπος οφείλει να κοιτάζει πάντα μπροστά. Το παρελθόν έχει τη μεγαλύτερη υπόσταση για την ποιήτρια και εδώ είναι που συμφωνούμε, καθώς το παρόν γίνεται ανυπόστατο, όταν επιτρέπουμε να αποδυναμωθεί από τη λήθη.
Άσε που από δω και μπρος
θα ανοίγω –ακόμη και στο τρένο- τα παράθυρα και τότε
όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
θα γίνονται αμέσως παρελθόν
θα μεγαλώνουν μονομιάς οι νύχτες που έσφαλα
και το ξημέρωμα θα ναυαγεί
σαν πυροβολισμός που ματαιώθηκε
ενώ εγώ
θα ανεβαίνω ατάραχη
μια σκάλα από αναβολές
προτιμώντας για τρόπαιο
μια λέξη άγνωστη σ’ εμάς
από έναν κήπο με νάνους
και βαρετά θαύματα….
Το «Επιδόρπιο» είναι ένα κάλεσμα, μια πρόσκληση για αγάπη και συγχώρεση, μια συμφιλίωση με το τέλος που είναι ήδη εδώ ή μια ανακωχή στον πόλεμο, μια δωρεά ελέους, για να εξαφανιστεί η ασχήμια και οι αιχμές που σαν αγκάθια μας μάτωσαν και μας πλήγωσαν, συχνά ανεπανόρθωτα, για να γλυκάνει ο κόσμος, όπως άλλωστε προτρέπει και η ίδια. Το αδιέξοδο της εποχής, η προδοσία, η λήθη δε θα μπορούσαν να αποδοθούν καλύτερα σε μια ποιητική συλλογή.
Λόγος καθαρός, διαυγής και συνάμα συμβολικός, αλληγορικός, φορτισμένος με σημασία και συναίσθημα και μια αδιόρατη ειρωνεία που προκαλείται από τον πόνο ή την ευαισθησία που δεν μπορεί να αποκαλυφθεί αλλιώς.
Ο ανθρώπινος έρωτας δεν εδραιώνεται πάνω σε απλά νοήματα λέξεων, αλλά πάνω στις σημασίες τους, καθώς οι λέξεις που επιλέγει η Λουκίδου σε αυτή τη συλλογή είναι λέξεις με τη βαρύνουσα σημασία του όρου, έχουν λόγο ύπαρξης και συνθέτουν εικόνες ανυπέρβλητες. Ο συγκερασμός όλων αυτών των στοιχείων συγκροτεί τη σκέψη της.
«Προτείνω, αγαπητοί μου, για αλλαγή
να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο
ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται
έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε…
να ξεκινήσει η βραδιά με το επιδόρπιο
ποτέ δεν ξέρεις, άλλωστε, τι γίνεται
έτσι επικίνδυνα άρρωστοι που είμαστε…
… ανάγκη επείγουσα άλλωστε να μη φανεί
πως άτρωτοι και προνοητικοί
θωπείες και συμπαράσταση
χαρίζαμε εκ του ασφαλούς
στην ανασφάλεια μας.
Πώς αλλιώς;
Ανομολόγητη ηδονή
να βλέπει το μπαλκόνι σου
σ’ αλλότριων δακρύων κοιλάδα
όπως μετά το χειροκρότημα
σε θεατρικό του Τσέχοφ
… απίστευτη , αγάπη μου
η διαπεραστική του θλίψη
πραγματικά, καλή επιλογή
Την άλλη φορά εξάπαντος
να δούμε κωμωδία….
Η σημερινή εποχή εκφυλισμένη, κατακερματισμένη, αναπαριστάται με την εσωτερική ερημία που απλώνεται εντός μας, εξαιτίας της υπαρξιακής κρίσης αλλά και της ανικανότητάς μας να κατανοήσουμε τον συνάνθρωπο, να προσλάβουμε το μεγαλείο της αγάπης που κάποιοι μας προσφέρουν αφειδώς, ακυρώνοντάς το με το πρόσχημα του «κοιτάω μπροστά», ανίκανοι να αντιληφθούμε όλα όσα προκαλούμε κι όλα όσα χάνουμε. Είναι αλήθεια πως δεν εξυγιαίνεται ένα άρρωστο παρελθόν παρά μόνο με τη λήθη, μόνο που για την ποιήτρια πρέπει οπωσδήποτε να προηγείται και η συγχώρεση.
«Ήτανε να μας έβρει το κακό.
Άμαθοι κι απροσάρμοστοι
γεμάτοι γρατζουνιές
συνωστιζόμασταν στην έξοδο κινδύνου.
Άμαθοι κι απροσάρμοστοι
γεμάτοι γρατζουνιές
συνωστιζόμασταν στην έξοδο κινδύνου.
Άλλοι τη νόμιζαν σταθμό
για άλλους ήταν τέρμα
όμως
όπως και να τον πεις τον παιδεμό
αλλού είναι η παγίδα.
για άλλους ήταν τέρμα
όμως
όπως και να τον πεις τον παιδεμό
αλλού είναι η παγίδα.
Να έρχεσαι
να υπάρχεις
να περνάς
και να μην είσαι.
να υπάρχεις
να περνάς
και να μην είσαι.
Ωστόσο
δε θα αδικηθεί κανείς στη μοιρασιά.
Κι η ομορφιά θα πληρωθεί
κι η μεταμέλεια θα ελεγχθεί
για τις προθέσεις της
(…)
και καταλήγει:
δε θα αδικηθεί κανείς στη μοιρασιά.
Κι η ομορφιά θα πληρωθεί
κι η μεταμέλεια θα ελεγχθεί
για τις προθέσεις της
(…)
και καταλήγει:
Το φταίξιμο που μας αναλογεί
θα αποδοθεί μέχρι δεκάρας
Συμπεράσματα για το σύνολο του ποιητικού έργου της Ε.Α. Λουκίδου: η Ποίηση διαρκώς κερδίζει έδαφος και επεκτείνει το χώρο της
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι εκφραστικοί τρόποι έχουν παγιωθεί και ωριμάσει,ώστε να επιτρέπουν την ανετότερη παραγωγή ποιητικού λόγου, κάτι που μπορεί κανείς να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τα ποιήματα των τριών τελευταίων συλλογών με αυτά της δεύτερης ή και της τρίτης συλλογής.
Στο «Επιδόρπιο» συναντά κανείς όλα τα γραμματικά πρόσωπα πέρα από το πρώτο πρόσωπο του λυρικού «εγώ». Συνήθως, το πρώτο και δεύτερο πρόσωπο εκφράζουν το «εγώ» του ποιητικού υποκειμένου, ενώ το τρίτο ενικό και πληθυντικό τους άλλους – συνήθως εχθρικούς ή ουδέτερους, σπάνια φίλους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που σε αρκετές περιπτώσεις, όπως συνέβαινε και στις συλλογές πριν το «Όροφος μείον ένα», εκφράζει περισσότερο δυικό αριθμό παρά πληθυντικό: χαρακτηριστικό μιας ποίησης ερωτικής που όμως, στην περίπτωση της Λουκίδου, αποφεύγει να τονίσει – συχνά να αποκαλύψει καν – αυτόν τον χαρακτήρα της. Βέβαια, πολλές φορές οι προεκτάσεις του ποιήματος υπερβαίνουν τον ερωτικό χαρακτήρα, όπως στο ποίημα (Το Επιδόρπιο) που ονοματοδοτεί και τη συλλογή:
«Κι αν σταθήκαμε ως τώρα τυχεροί
και πλαγιάζαμε καμιά φορά
δίχως συγχώρεση
ήταν γιατί πιστεύαμε
πως οι αιφνίδιοι αποχωρισμοί
δε θα μας αφορούσαν…»
Μιλώντας για τον θάνατο, το βασικό θέμα της προηγούμενης συλλογής, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μια ποιοτική μεταβολή στην παρουσία του. Ενώ στο «Όροφος μείον ένα» είναι σαρωτική και εξόφθαλμη η κυριαρχία του, στο «Επιδόρπιο» κινείται πολύ πιο διακριτικά και υπόγεια. Προτάσσονται περισσότερο τα συγγενικά με αυτόν θέματα της φθοράς, της ματαιότητας, του φόβου και της ενοχής: ήπιοι μικροί θάνατοι μέσα από καθημερινές ήττες, χωρισμούς, ματαιωμένες προσδοκίες, μικρές ή μεγάλες προδοσίες. Στο ποίημα (Μία δοκιμασία περιττή) μπορεί ο αναγνώστης να δει συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα προηγούμενα θέματα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το σύνολο των θεμάτων καλύπτεται κάτω από το πέπλο της απειλής που κάνει αρχικά την εμφάνισή της στα μισά του ποιήματος και ρίχνει στο τέλος δυσοίωνα την αυλαία:
«Το μόνο μας κοινό ήταν η ανυπομονησία
ένας σταθερός ήχος σταξίματος
μια τύψη ενοχλητική
όπως οι σπόροι στο καρπούζι
και μια επίμονη ανάγκη διευκρίνησης:
τρέχαμε τελικά
για να προλάβουμε
ή για να παραστούμε στο κακό;
Βουλιάζουμε μέσα στα δεδικασμένα
και στη χλωμάδα των φωνών που σίγησαν
σάμπως δεν καίγονται επαρκώς τα σωθικά μας
από σταθμό σ’ άλλο σταθμό
συλλέκτες σκόνης παπουτσιών
και εισιτηρίων
μια μετανάστευση σκληρή
με όλους τους προβολείς
επάνω μας στραμμένους
και τ’ άγρια ποδοβολητά
ολοένα να πλησιάζουν.»
Συγκριτικά πάντως με τις πρώτες ποιητικές συλλογές της Λουκίδου το «Επιδόρπιο» έχει αρκετή – αν και συχνά λανθάνουσα – ένταση και κάποτε το λεξιλόγιο γίνεται αιχμηρό· όχι με την έννοια του σαρκασμού ή της συσσωρευμένης οργής όπως στο «Όροφος μείον» ένα αλλά με τη διαπίστωση του ποιητικού υποκειμένου ότι του είναι αδύνατο να αποδράσει από τα δεσμά του. Περισσότερο ωστόσο μιλάμε για ανεβοκατεβάσματα της έντασης παρά για σταθερά αιχμηρούς τόνους:
«Κανέναν πειθαναγκασμό
δε θα καταδεχόταν
κι ας έσφιγγε στα δόντια της
ένα πελώριο δάσος ουρλιαχτών
κι εκείνη τη μικρή κλωστή
που συγκρατεί, πριν ξηλωθεί
ένα πουλόβερ από χιόνι.»
Το θέμα του έρωτα με σταθερή παρουσία στις τέσσερις πρώτες συλλογές και εμφανή απουσία στην προτελευταία (λογικό, αν αναλογιστούμε το βασικό θέμα της), επιστρέφει στο «Επιδόρπιο». Και μάλιστα είναι κυρίαρχο θέμα σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής. Ωστόσο και εδώ έχουν συντελεστεί σημαντικές μεταβολές. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας στην ποίηση της Λουκίδου ουδέποτε έμοιαζε ανέφελος ή ευφρόσυνος· τώρα όμως είναι σχεδόν πάντα ακυρωμένος, διαλυμένος, ανήμπορος να λειτουργήσει ενωτικά, κάποτε σχεδόν τραγικός. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα (Σχήμα πρωθύστερο) όπου η αδυναμία επανόρθωσης και διαφυγής καταδικάζει σε θάνατο τον έρωτα, θάνατο που καμιά συγνώμη ή απολογία δεν μπορεί ν’ αναιρέσει. Η ίδια η ανάμνηση του έρωτα, η δραματικά ανυποψίαστη μελανιά του βαραίνει τόσο πολύ ανάμεσα στο ζευγάρι, ώστε ματαιώνει την όποια προσπάθεια επανασύνδεσης:
«Και αν κάποιος τολμήσει ν’ απολογηθεί
για όλα τα απρόοπτα και τις παρανοήσεις
κι αν δείξει τη διάθεση
ακόμα και να επανορθώσει
που δεν προέβλεψε για εμάς
κανένα σχέδιο διαφυγής
εγώ και πάλι
θα επικαλεστώ τα λιόδεντρα
απ’ το παραθαλάσσιο σπίτι
όταν τη μελανιά του έρωτα
βουβά χρησμοδοτούσαν
– ανάγωγη, αισθησιακή
δραματικά ανυποψίαστη –
ολόιδια με τη μοναχή
εκείνου του πορτρέτου
που ούτε καν στη φαντασία
του Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς υπήρξε
όμως υδράργυρος το σώμα της
και – δίχως όχθη ποταμός το πρόσωπό της –
γλίστρησε
εισχώρησε
δε ρώτησε κανέναν
να απαντήσει σπεύδοντας
σε ερωτήσεις που
δεν έγιναν ποτέ.»
Εδώ το βάρος του έρωτα που προηγήθηκε είναι τέτοιο, που σαν υδράργυρος εισχωρεί παντού και καθιστά αδιέξοδη εκ των προτέρων την αναβίωσή του. Αλλού πάλι οι τόνοι χαμηλώνουν, χωρίς ωστόσο να αναιρείται το κλίμα φθοράς και διάλυσης που υπονομεύει εν τέλει την όποια ερωτική διάθεση. Η κυριαρχία της απειλής και του φόβου σκιάζει τον έρωτα· το βίωμα του τελεσίδικα συντελεσμένου γεγονότος τον καθιστά – και αυτόν – εξ αρχής παρελθόν και πικρή μνήμη:
«Επείγει ωστόσο, να αποφύγετε τη σύγχυση.
Ό,τι λευκό κινείται μες στον έρωτα
μην το περάσετε και σεις για περιστέρι.
Μια χούφτα αλάτι είναι απλώς
που αλλάζει χέρια βιαστικά
και χρησιμοποιείται ενίοτε
σαν αιμοστατικό.»
Το «Επιδόρπιο» είναι μια απαιτητική συλλογή. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για κάτι εύπεπτο ή συμβατικό.. Τα ποιήματα της συλλογής θέλουν το χρόνο τους να ξεδιπλώσουν τις αρετές τους: την ακρίβεια και ευστοχία του λόγου, τη λιτότητα, τη μουσικότητά τους. Ήδη όμως έγινε φανερό ότι η ανταμοιβή του αναγνώστη είναι τέτοια, που αξίζει με το παραπάνω την προσοχή και το χρόνο που θα διαθέσει.
Σπασμένα όλα τα φράγματα
κι η μόνη νίκη του νερού
να ομολογεί τη ξηρασία του
[ΠΗΓΕΣ: επιλεγμένα αποσπάσματα κριτικής παρουσίασης για το ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, που υπογράφονται από την Αναστασία Γκίτση, (ΔΙΑΣΤΙΧΟ http://www.diastixo.gr/ την Πέρσα Κουμούτση, (ΠΟΙΕΙΝ: http://www.poiein.gr/ ) και τον Παντελή Τσαλουχίδη, Σκηνικά για μια ανώφελη παράσταση, περιοδικό Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ http://www.oanagnostis.gr/ ]