Quantcast
Channel: ΦΕΡΤΗ ΥΛΗ ΜΕΛΙΤΟΣ (και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ με αρχή μέση και ΕΠΙΜΥΘΙΟ)
Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

«Η ΑΜΜΟΣ ΠΕΦΤΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ»: Η ροή της ύπαρξης σε συγκλονιστική μεταφορά

$
0
0
Δίπλα στην άμμο, όλα τα πράγματα που έχουν μορφή είναι αβέβαια και μάταια. Μόνη βεβαιότητα η ροή της άμμου, που αρνείται όλες τις μορφές…. Η άμμος… Η αιώνια, χωρίς τέλος ροή, του 1/8 του χιλιοστού… Η αιώνια κινούμενη άμμος είναι το αναποδογυρισμένο πορτρέτο του… Υπάρχει μια γυναίκα… Υπάρχει η άμμος… Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ… Η άμμος «ψιθυρίζει στους μυς και στις αρθρώσεις του το άσκοπο της αντίστασης και πυργώνεται όλο και περισσότερο προς τα ύψη». Σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, η άμμος έχει διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Και έντρομος αντιλαμβάνεται πως οι υπαινιγμοί για την μακρόχρονη παραμονή του μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας…



Ένας άντρας την πρώτη ημέρα των διακοπών του παίρνει ένα λεωφορείο ως το τέρμα του, ένα μακρινό παραθαλάσσιο χωριό. Σκοπός του η συλλογή εντόμων που ζουν σε αμμώδεις περιοχές. Βρίσκεται σε ένα τοπίο με διαρκείς τοπογραφικές διακυμάνσεις· όλα τα σπίτια μοιάζουν σαν να χτίστηκαν μέσα σε μεγάλα κοιλώματα που σκάφτηκαν στην άμμο. Η περιοχή θύμιζε διατομή κυψέλης μελισσών και, ανάλογα με την πλευρά όπου βρίσκεται, είτε το χωριό μοιάζει χτισμένο σε επάλληλα επίπεδα πάνω στους αμμόλοφους είτε οι αμμόλοφοι υψώνονται σε επάλληλα επίπεδα πάνω από το χωριό.
Το ενδιαφέρον του αλλά και η περιέργειά του για την άμμο είναι έντονο. Η άμμος είναι σαν κάτι ζωντανό, έρπει εισχωρώντας παντού, δεν ησυχάζει ποτέ· αθόρυβα αλλά σταθερά απλώνεται, θανατώνοντας την επιφάνεια του εδάφους. Τι διαφορά, σε σύγκριση με την μελαγχολία της καθημερινότητας, που εξαναγκάζει στη συνεχή, ακίνητη προσκόλληση σε όλη τη διάρκεια του χρόνου… Τόσο η επιστημονική του ανησυχία όσο και μια φιλοσοφική διάθεση τον ωθούν να συλλογίζεται πάνω στη φύση της άμμου ….που ρέει αδιάκοπα… Της άμμου, που εκτός από τον μέσο όρο του 1/8 χιλιοστού, δεν έχει καν δικό της σχήμα… Κι όμως, κανένα πράγμα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτή την άμορφη, καταστροφική δύναμη…Ή ακριβώς το ότι δεν έχει μορφή, είναι ίσως η ύψιστη έκφραση δύναμης… [σ. 50]

Η αναζήτηση των εντόμων φαίνεται μάταιη: δεν φαίνεται να υπάρχει ζωή παρά ελάχιστα αγριόχορτα, καλαμένια απομεινάρια φραχτών και σπασμένα όστρακα. Σε κάθε περίπτωση ο χώρος του προξενεί ένα αίσθημα ανησυχίας. Ξαφνικά βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, σε μια πολύ βαθιά σκαμμένη τρύπα, στον πυθμένα της οποίας είναι βυθισμένο ένα μικρό σπίτι. Όταν ο ήλιος αρχίζει να δύει ένας γέρος προθυμοποιείται να του βρει κατάλυμα και τον οδηγεί στα γραφεία του τοπικού συνεταιρισμού. Τον οδηγούν σε μια από τις τρύπες, όπου κατεβαίνει με μια ανεμόσκαλα κάθετα στο γκρεμό. Σωροί άμμου πέφτουν στο κεφάλι του και τελικά μια νεαρή μικρόσωμη γυναίκα έρχεται να τον υποδεχτεί εγκάρδια. Το σπίτι είναι άθλιο – αντί για πόρτες έχει ψάθες, οι κολώνες έχουν στραβώσει, στην θέση των παραθύρων υπάρχουν καρφωμένες σανίδες. Το πάτωμα είναι σάπιο, σαν να πατάει κανείς σε βρεγμένο σφουγγάρι. Μια απαίσια οσμή από την αποσύνθεση της καμένης άμμου πλανιέται σ’ όλο το χώρο.
Από εκείνη τη στιγμή ο άντρας δεν παύει να εκπλήσσεται διαρκώς. Την ώρα του φαγητού του η γυναίκα στέκεται με μια χάρτινη ομπρέλα από πάνω του γιατί, όπως τον πληροφορεί, «η άμμος πέφτει από παντού». Αν μια μέρα δεν τη σκουπίσει από το πάτωμα μαζεύεται μισός πόντος άμμου. Αν δεν την σκουπίσει από το ταβάνι κάτω από τη στέγη, οι σανίδες κινδυνεύουν να καταρρεύσουν. Αν αφεθεί πάνω στα ξύλινα τσόκαρα, σε μισό μήνα θα έχουν λιώσει. Αν στους τυφώνες σταματήσει το μάζεμα, μπορεί μέσα σ’ ένα βράδυ να φτάσει τα τρία μέτρα ύψος. Κάπως έτσι θάφτηκε ο άντρας της με την κόρη τους, του ομολογεί. Το σπίτι έχει μόνο μια λάμπα, που συχνά τρεμοσβήνει – απ’ την άμμο. Τα μισά σπλάχνα αυτού του ετοιμόρροπου οικήματος έχουν φαγωθεί από τα πλοκάμια της άμμου που ρέει αδιάκοπα. Σύντομα αντιλαμβάνεται πως το μόνο διαθέσιμο νερό βρίσκεται σε μια στάμνα – και τώρα ο πάτος της έχει μόνο μια κοκκινωπή απόχρωση.
Μια φωνή φωνάζει πως ήρθαν οι τενεκέδες και το φτυάρι «για τον άλλο». Ο άλλος δεν είναι παρά αυτός. Αναρωτιέται αν έγινε κάποιο λάθος. Αργότερα το βράδυ ακούγεται ο ήχος της μηχανής από ένα τρίκυκλο φορτηγάκι. Η γυναίκα μαζεύει την άμμο και την αδειάζει σε τενεκέδες πετρελαίου, κοντά στη σχοινένια σκάλα. Ο άντρας πάει να τη βοηθήσει, κι εκείνη του απαντά: «δεν χρειάζεται απ’ την πρώτη μέρα…». Η δουλειά γίνεται τη νύχτα που η άμμος είναι υγρή και το μάζεμά της ευκολότερο.  «Η άμμος δεν μας κάνει τη χάρη να ξεκουραστεί… Και το ζεμπίλι και το φορτηγάκι δουλεύουν συνέχεια, όλη τη νύχτα…». Ο άντρας πληροφορείται από τη γυναίκα πως το χωριό υπάρχει ακριβώς χάρη στο φτυάρισμα της άμμου· αν παρατηθεί, το ένα σπίτι μετά το άλλο θα θαφτούν ολότελα. Μια προεξοχή άμμου στη μέση του γκρεμού κρέμεται απειλητικά από πάνω τους σαν ομπρέλα μανιταριού. Ο ύπνος είναι δύσκολος, τα πρόσωπά τους τυλίγονται με πετσέτες.

 Το πρωί η ανεμόσκαλα έχει εξαφανιστεί. Σε όποια κατεύθυνση κι αν κινηθεί, τα πόδια του βυθίζονται στην αναμμένη άμμο, ο καυτός ήλιος καψαλίζει το σώμα του, ο ιδρώτας του αναβλύζει από παντού. Η άμμος «ψιθυρίζει στους μυς και στις αρθρώσεις του το άσκοπο της αντίστασης και πυργώνεται όλο και περισσότερο προς τα ύψη». Σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, η άμμος έχει διαβρώσει όλες τις καθημερινές συμβάσεις. Και έντρομος αντιλαμβάνεται πως οι υπαινιγμοί για την μακρόχρονη παραμονή του μπορεί να μην ήταν μόνο παραδρομές της γλώσσας· πως τον έπιασαν σε παγίδα και τον πρόσφεραν στη χήρα σαν είδος ελεημοσύνης. Και δεν έχει κανέναν να τον αναζητήσει – μόνο την υπηρεσία του, που κι αυτή θα αδιαφορήσει, καθώς πάντα θεωρούνταν «ιδιαίτερος». Ακόμα χειρότερα: προτού φύγει έγραψε ένα γράμμα στην σύντροφό του για την επιθυμία μοναχικών διακοπών, με την παράκληση να μην τον αναζητήσει…
Εκείνη την εποχή, κάπου δέκα χρόνια πριν, όταν όλα είχαν σωριαστεί σε ερείπια, όλοι απελπισμένα αναζητούσαν την ελευθερία να μη χρειάζεται πια να περπατούν. Τώρα, λοιπόν, μπορούσε να πει κάποιος ότι τελικά είχαν χορτάσει απ’ αυτή την ελευθερία; Ή όχι; Κι όμως, μήπως ακόμα κι εσένα δεν ήταν τάχα η κούραση να ζεις παρέα με το διάβολο της ψευδαίσθησης μιας ζωής ελευθερίας και ασφάλειας που σ’ έβγαλε και σε οδήγησε μέχρι τούτους εδώ τους αμμόλοφους;… Η άμμος…Η αιώνια, χωρίς τέλος ροή, του 1/8 του χιλιοστού… Η αιώνια κινούμενη άμμος είναι το αναποδογυρισμένο πορτρέτο του μέσα στο αρνητικό φίλο με της προσκόλλησης στη ελευθερία του να μη χρειάζεται πια να κινείται. Όμως, όσο κι αν ένα παιδί λαχταράει για καιρό μια εκδρομή, τη στιγμή που θα χαθεί στη διάρκειά της, οπωσδήποτε θα κλάψει γοερά. [σ. 110]

Και μέσα στον εφιάλτη, η παράξενη γυναίκα· αφοσιωμένη στη δουλειά της αλλά και στον φιλοξενούμενό της. Με μια επίμονη σιωπή, απαντάει μόνο όταν της απευθύνει το λόγο, αλλά σιωπά στις διαμαρτυρίες του. Κάποτε γελά σαν να την γαργαλούν, άλλοτε παίρνει μια σκυφτή, πάνω στα διπλωμένα γόνατα στάση, σαν ολοκληρωτικά ανυπεράσπιστη… Κάποια στιγμή εκείνος, μέσα στο θολό από τα δάκρυα εξαιτίας της άμμου οπτικό του πεδίο την βλέπει καθώς κοιμάται γυμνή. Εκτός από το πρόσωπό της είχε εκτεθειμένο όλο το υπόλοιπο σώμα. Έτσι αποκάλυπτε ό,τι οι άνθρωποι συνήθως κρύβουν, ενώ, αντίθετα, μόνο το πρόσωπο, που κανένας δεν διστάζει να εκθέσει, το είχε κρυμμένο με μια πετσέτα.

Ο απελπισμένος ήρωας αδυνατεί να ερμηνεύσει την κατάσταση με βάση τα εφόδια του ορθολογισμού, της επιστήμης, του κοινωνικού κράτους. Δοκιμάζει όλους τους τρόπους σκέψης, εικάζει τον δικό τους, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος έχει τη δική του λογική, που δεν ισχύει για τους άλλους. Επιχειρεί γενναίο σκαρφάλωμα διαφυγής αλλά καταπλακώνεται από την άμμο και παθαίνει ηλίαση. Αντιλαμβάνεται την πλέον εφιαλτική έκφραση της αιχμαλωσίας του: εκείνοι ελέγχουν το νερό και μπορούν να το ελαττώσουν, ως τιμωρία, ή και να τους το στερήσουν. Στην καθημερινότητά του δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί στην αδιανόητη ζωή όπου βρίσκεται παγιδευμένος. Μια φορά τη βδομάδα γίνεται διανομή σάκε και τσιγάρων. Η φωτιά ανάβει με σπίρτο προσεκτικά τυλιγμένο σε νάιλον σακούλα, τα πιάτα καθαρίζονται …με τι άλλο; με άμμο. Η πηχτή άμμος εισχωρεί παντού: στο στόμα, στα αυτιά, στη μύτη, στις μασχάλες, σε κάθε κοιλότητα. Το αίσθημα της άμμου που έχει κολλήσει στο δέρμα με τον ιδρώτα του ύπνου δεν υποφέρεται με τίποτε.
Ο άντρας καθόταν κι αυτός ανακούρκουδα, ακίνητος, πάνω στο χώρισμα της παραστιάς. Βγάζοντας με δυσκολία κάποιο σάλιο, το κατάπιε. Επανέλαβε το ίδιο κάμποσες φορές, ώσπου το σάλιο έγινε κολλώδες, σα λιωμένα φύκια, και στάθηκε στο λάρυγγά του. Σίγουρα δεν αισθανόταν υπνηλία, όμως απ’ την εξάντληση η συνείδησή του είχε γίνει σαν βρεγμένο χαρτί. Ήταν σαν να ’βλεπε τα πάντα μέσα από ένα τέτοιο χαρτί, που το είχε σηκώσει στο φως. Το τοπίο γύρω είχε γίνει ένα σύνολο από βρόμικες κηλίδες και γραμμές, που έπλεε μπροστά του. Ήταν ένα τοπίο σαν αινιγματική εικόνα. Υπάρχει μια γυναίκα… Υπάρχει η άμμος… Υπάρχει ο ήλιος… Υπάρχει το εντελώς άδειο κιούπι του νερού… Από πού τέλος πάντων θα ’πρεπε λοιπόν ν’ αρχίσει προκειμένου να λύσει αυτή την εξίσωση, τη γεμάτη με άγνωστους Χ; [σ. 149 – 150]
Σε όλο αυτό το διάστημα, μόνος με τις σκέψεις του φιλοσοφεί πάνω στην ζωή, την ερωτική του σχέση, το σεξ, τις επαγγελματικές του σχέσεις, την αρχιτεκτονική, την δυναμική δομή του σπιτιού, που στέκει γερμένο προς τη μία πλευρά, σαν μισοπαράλυτο κορμί, τις έγνοιες της προηγούμενης καθημερινότητάς του που τώρα του φαίνονται μακρινές και γελοίες.
Καλοκαίρια γεμάτα με αστραποβόλους ήλιους είναι σίγουρα κάτι που υπάρχει μόνο μέσα στα μυθιστορήματα ή σε κινηματογραφικά έργα. Αυτό που στην πραγματικότητα είναι ταπεινές Κυριακές σε μικρές πόλεις, όπου κάποιος παίρνει τον υπνάκο του κάτω απ’ τις πολιτικές στήλες μιας εφημερίδας, που το χαρτί της βγάζει μια μυρουδιά σαν από καπνό μπαρούτης… Χυμοί σε κουτιά αλουμινίου και θερμός με μαγνητικά καπάκια…. Βάρκες για νοίκιασμα, εκατόν πενήντα γεν την ώρα, όπου μπαίνεις αφού σταθείς στην ουρά, και παραλίες με μολυβένιους αφρούς που αναβλύζουν απ’ τα πτώματα των ψόφιων ψαριών… Και στο τέλος, ένα υπερπλήρες ηλεκτρικό τρένο, που έχει αρχίσει να σαπίζει απ’ την κούραση. Αν και όλοι τα ξέρουν αυτά, κανένας δεν θέλει να παραδεχτεί ότι υπήρξε ένας βλάκας που εξαπατήθηκε Όλοι ζωγραφίζουν με ενθουσιασμό πάνω σ’ αυτόν τον γκρίζο καμβά την απομίμηση μιας φανταστικής γιορτής. Θλιβεροί, αξύριστοι πατεράδες, που ταρακουνώντας παιδιά που κλαψουρίζουν, προσπαθούν να τα κάνουν με το ζόρι να πουν τι ωραία Κυριακή που ήταν… Μικρές σκηνές που θα καθένας έχει δεις στη γωνιά κάποιου ηλεκτρικού τρένου… Η μίζερη δυσαρέσκεια και η ζήλια για τον ήλιο των άλλων… [σ. 119 - 120]

Φυσικά στο επίκεντρο της σκέψης του βρίσκεται η κατανόηση της άμμου, η άμμος ως το άλλο όνομα της καθαρότητας, η αντισηπτική της λειτουργία, το σπίτι που ως ελεύθερο πλοίο, πλέει πάνω στην άμμο, σε χωριά ρέοντα και πόλεις δίχως μορφή… Συχνά επιδίδεται σε φαντασιακούς διαλόγους και προβληματίζεται για την μεταμόρφωσή του σε μια άλλη μορφή ύπαρξης. Είναι χαρακτηριστικό πως η γυναίκα τον πληροφορεί πως αν ιδρώσει ντυμένος αμέσως βγαίνουν εξανθήματα της άμμου, και το δέρμα γίνεται πυώδες και μετά σαν λέπια. Μήπως δεν είναι ακριβώς η προσπάθεια της προσκόλλησης σε κάτι σταθερό, από την οποία ξεκινάει ο μισητός ανταγωνισμός; Αν εγκαταλείπαμε τα σταθερότητα κι αφηνόμασταν εντελώς στη ροή της άμμου, τότε σίγουρα κι ο ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε πια να υπάρξει. Πραγματικά, ακόμα και στην έρημο ανθίζουν λουλούδια και ζουν έντομα ή άλλα ζώα. Πρόκειται για πλάσματα που, χρησιμοποιώντας την ισχυρή τους ικανότητα προσαρμογής, κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τη σφαίρα του ανταγωνισμού. [σ. 33]

Η υπόγεια σχέση με την γυναίκα είναι υπεράνω περιγραφής. Έλκεται και απωθείται, ποθεί και αηδιάζει.Συχνά αναρωτιέται για την ιδιότητά της σε όλον αυτόν το εφιάλτη. Όμως εδώ, πίσω από τη γυναίκα, περιμένουν τόσα μάτια… Η γυναίκα κινείται απ’ τις κλωστές των βλεμμάτων τους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια μαριονέτα. Αν αγκαλιάσεις τη γυναίκα, μετά με τη σειρά σου θα γίνεις μαριονέτα κι εσύ... [σ. 111]. Τουλάχιστον αυτές οι σκέψεις του θα επαληθευτούν: σε μια συγκλονιστική σκηνή, εκείνοι, ακροβολισμένοι στο χείλος του λάκκου θα ζητήσουν ως αντάλλαγμα τη συνεύρεσή του με την γυναίκα…
Το βιβλίο σε απορροφά όπως η ίδια η άμμος. Είναι εκπληκτικό πως μια ιστορία «ακίνητη», ένας μύθος «στατικός» μπορούν να γραφτούν με τόσα στρώματα άμμου…λάθος, παρασύρθηκα, ανάγνωσης εννοώ, και με τέτοιον εκπληκτικό πλούτο λέξεων. Ο Άμπε θαυματουργεί σε μεταφορές και παρομοιώσεις: η χωρίς όγκο φωνή του γέρου σαν να βγαίνει από φορητό ραδιόφωνο, το λάλημα του κόκορα σαν τριγμός σκουριασμένης κούνιας,  το ξεφλουδισμένο πρόσωπό της γυναίκας σαν φτηνή κοτολέτα χωρίς αυγά, το παχύ στρώμα ιδρώτα σαν λιωμένο βούτυρο, το ξύσιμο του δέρματος μοιάζει σαν να γίνεται σε φλοιό από δαμάσκηνο. Ο ήλιος είναι ίδιος υδράργυρος που έχει φτάσει σε σημείο βρασμού, το σπίτι το μεσημέρι μοιάζει με δοχείο από καιόμενη άμμο, η άμμος κυλάει μ’ έναν ελαφρό ψίθυρο. Τα κύματα της ζέστης δημιουργούν μεμβράνη ίδια με λιωμένο γυαλί, η φωνή του πια μοιάζει σαν μοσχαριού με τενεκεδένιο κλαρίνο χωμένο στο λάρυγγα, η φωνή της σαν να βγαίνει από παλιό, τσακισμένο σωλήνα, η πετσέτα των προσώπων τους σαν πτώμα ψόφιου ποντικού, βαριά απ’ το σάλιο κι απ’ τη σάπια αποφορά του σώματος. Οι αρθρώσεις του ηχούν σαν τενεκεδένιες στέγες όταν φυσάει μέσα τους ο άνεμος, οι φωνητικές του χορδές σαν ξερό καλαμάρι σκισμένο σε ίνες, η άμμος καίει σαν άδειο τηγάνι πάνω στη φωτιά.
Ο συγγραφέας (γεν. Τόκυο, 1924 – 1993) έγραψε μυθιστορήματα (ορισμένα επιστημονικής φαντασίας) και θεατρικά έργα. Η γραφή του σαφώς συνομιλεί με εκείνες των Κάφκα, Σαρτρ και Μπέκετ, με την υπαρξιστική φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, με το Θέατρο του Παραλόγου. Φυσικά πρόκειται για επιρροές που απορρόφησε ο αμιγώς ιαπωνικός λόγος του, με τον ίδιο τρόπο που το κορυφαίο του αυτό έργο απορρόφησε στοιχεία από τη ζωή του: ο ίδιος ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και τη συλλογή εντόμων, διάβασε έγκαιρα Πόου, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε και Ρίλκε και υπήρξε για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του Ιαπωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος· το τελευταίο είναι υπογείως φανερό στην ατμόσφαιρα της πλήρους υποταγής κάθε ατομικότητας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Διόλου τυχαία κάποια στιγμή ο ήρωας αναρωτιέται αν «η ύπαρξή του έχει ήδη περαστεί σε κάποιον κατάλογο ανταλλακτικών, σαν ένα από τα πολλά γρανάζια που κινούν την ζωή του τόπου».
Τα τελευταία 7 από τα 31 κεφάλαια (που μαζί με μια ανακοίνωση και μια δικαστική απόφαση συναπαρτίζουν το μυθιστόρημα) περιγράφουν με συγκλονιστικό τρόπο την έσχατη προσπάθεια διαφυγής του, την κατάληξη της, τη νέα μορφή ζωής και το νέο εφιαλτικό πυρήνα της, που αντανακλά το δίκαιο των άλλων:

Ήταν μια αλλαγή τόσο ριζική, σαν απ’ το πρόσωπό της να είχε πέσει μια μάσκα. Έμοιαζε σαν μέσα απ’ τη γυναίκα να αποκαλυπτόταν γυμνό το πρόσωπο του χωριού. Μέχρι τότε το χωριό υποτίθεται ότι βρισκόταν στη μια πλευρά, εκείνη του εκτελεστή. Ήταν ένα μηχανικά κινούμενο, σαρκοφάγο φυτό, ήταν μια θαλάσσια ανεμώνη, ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρά το θλιβερό θύμα, που έτυχε να πιαστεί στα πλοκάμια τους. Όμως, αν κάποιος έβλεπε το πράγμα από τη μεριά του χωριού, ο εγκαταλελειμμένος στην τύχη του ήταν αυτοί οι ίδιοι. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να μην έχουν καμιά υποχρέωση στον έξω κόσμο. Μάλιστα, εφόσον κι ο ίδιος ήταν απ’ την πλευρά των εχθρών, τότε δεν είναι περίεργο που έδειξαν τα γυμνά δόντια τους και σ’ αυτόν. Ποτέ ως τώρα δεν είχε σκεφτεί μ’ αυτό τον τρόπο τη σχέση μεταξύ του εαυτού του και του χωριού. Ήταν φυσικό να βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση της σύγχυσης. Όμως, ακόμα κι αν ήταν έτσι, αν παραδεχόταν το δίκιο τους, τότε θα ήταν σαν να πέταγε με τα ίδια του τα χέρια το δικό του δίκιο. [σ. 254]

Δυο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου, ο Τεσιγκαχάρα Χιρόσι δοκίμασε τόλμησε την κινηματογραφική του εκδοχή, από την οποία προέρχονται και οι φωτογραφίες της ανάρτησης [Hiroshi Teshigahara, Woman in the dunes, 1964]

[ΠΗΓΗ: Kōbō Abe, Η Γυναίκα της Άμμου (Suna no onna, 1962), Εκδ. Άγρα, 2005, μτφ. από τα ιαπωνικά: Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος αναρτήθηκε στο ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ: http://pandoxeio.com/ ]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 535

Trending Articles