Ήταν διχασμένη. Ανάμεσα στην ζωή των Πραγματικών. Και στην ζωή των Ονείρων. Αποφάσισε, λοιπόν, να κλειδώσει τη μια ζωή για να ξεκλειδώσει τα μυστικά μιας άλλης… Ο χρόνος ελλείπων σκουριάζει. Πριν προλάβεις να κοιτάξεις τους δείκτες, έχει ήδη τελειώσει. Πολύχρωμα φορέματα κουράζουν το σώμα. Πού να χωρέσει ο πόθος;
Άννα Αφεντουλίδου, Η ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ
Ξεκίνησε να ζήσει δυο ζωές. Την ζωή των πολλών που έχει όρια, φραγμούς και αλλεπάλληλα τέρματα με μικρές και μεγάλες ήττες. Και των λίγων και σημαδεμένων που δεν αναγνωρίζουν τα σημεία των θεών, της τύχης ή της μοίρας, που δεν πιστεύουν, παρά μόνο νιώθουν.Μ' εκείνη την ιδιαίτερη δική τους ερμηνεία των αισθήσεων. Και τις έζησε παράλληλα. Ή έτσι νόμιζε.Μέχρι που ένα βράδυ αποφάσισε να κλειδώσει την μια της ζωή, για να μπορέσει να ξεκλειδώσει τα μυστικά της άλλης. Που έλεγε ότι ήξερε. Αλλά είχε, καιρό τώρα, λησμονήσει.
Ξεκίνησε να ζήσει δυο ζωές. Την ζωή των πολλών που έχει όρια, φραγμούς και αλλεπάλληλα τέρματα με μικρές και μεγάλες ήττες. Και των λίγων και σημαδεμένων που δεν αναγνωρίζουν τα σημεία των θεών, της τύχης ή της μοίρας, που δεν πιστεύουν, παρά μόνο νιώθουν.Μ' εκείνη την ιδιαίτερη δική τους ερμηνεία των αισθήσεων. Και τις έζησε παράλληλα. Ή έτσι νόμιζε.Μέχρι που ένα βράδυ αποφάσισε να κλειδώσει την μια της ζωή, για να μπορέσει να ξεκλειδώσει τα μυστικά της άλλης. Που έλεγε ότι ήξερε. Αλλά είχε, καιρό τώρα, λησμονήσει.
Για χρόνια γλιστρούσε περιπλανώμενη νύχτες και νύχτες μες στο σκοτάδι, αναζητώντας βαθιά μέσα του τα μυστικά της ζωής. Ένα βράδυ ανακάλυψε πως τα σωθικά της είχαν φουσκώσει τόσο πολύ, πονούσε τόσο πολύ, έπρεπε να σχιστεί, να ανοίξει και να βγει από μέσα της κάτι καινούριο, κάτι ολότελα παράδοξο. Έπειτα από ώρα αντίκρισε μια Νεράιδα με ένα σημάδι στην πλάτη. Το οποίο η ίδια ποτέ δεν θα έβλεπε, δεν θα αναγνώριζε ποτέ. Το σημάδι της χαμένης νεότητας, Της αθωότητας που δεν θα άγγιζε ξανά.Γιατί τελικά ήταν διχασμένη. Ανάμεσα στην ζωή των Πραγματικών. Και στην ζωή των Ονείρων
Και άρχισε να παίζει. Για τελευταία φορά. Αναπολώντας τις κούκλες και τα χαμένα κουκλόσπιτα. Έβαζε χωρίσματα βιβλίων, καρέκλες, τακτοποιούσε κουταλάκια, πιατάκια, μικρά κρυμμένα μυστικά. Ήταν τότε τόσο μικρή, δειλή, τρομαγμένη. Οι κοτσίδες της δεμένες με άσπρη κορδέλα. Το πορτοκαλί βαλιτσάκι, κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι, φύλαγε ραμμένα κουρελάκια, πολύτιμα φορέματα. Ζήλευε την Μαρία που η μα-μά της ήταν μοδίστρα κι είχε πάντα ωραία ρούχα για τις κούκλες της.
Θυμήθηκε το τελευταίο της δώρο.
Το κουτί με την κούκλα και το βελούδινο φόρεμα το είχαν αφήσει έξω από την πόρτα. Έλεγε, δεν είναι για μένα, τώρα μεγάλωσα. Όμως ήταν το τελευταίο της δώρο. Το τελευταίο κουτί που δεν άνοιξε. Η τελευταία της υπόμνηση.
Χαμένο τώρα στο πατάρι με τα άδικα στριμωγμένα πράγματα. Το άνοιξε. Την έστησε απέναντί της. Παλιομοδίτικη Κίτρινο φόρεμα με μαύρες κορδέλες. Ψεύτικες μπότες. Μαύρα μακριά μαλλιά κάπως μπερδεμένα. Γαλάζια μάτια, ακίνητες βλεφαρίδες. Κατάλευκο δέρμα, ροδίζουν τα μάγουλα. Με μπαταρία. Της πατούσες ελαφρά ένα κουμπάκι στη πλάτη και έλεγε: «Με λένε Άντζελα. Εσένα;»
Βρήκε και τ' αρκουδάκι που την συντρόφευε τα βράδια στον ύπνο της. Σκισμένες οι φτέρνες του ξερνούσαν κίτρινα άχυρα. Οι κόκκινες χάντρες ζωγράφιζαν λυπημένα τα μάτια του. Γρήγορα του φόρεσε χνουδωτά καλτσάκια, να κρύψει τα άχυρα.. Τον έσφιγγε δυνατά, τον έσφιγγε.
Βρήκε και τ' αρκουδάκι που την συντρόφευε τα βράδια στον ύπνο της. Σκισμένες οι φτέρνες του ξερνούσαν κίτρινα άχυρα. Οι κόκκινες χάντρες ζωγράφιζαν λυπημένα τα μάτια του. Γρήγορα του φόρεσε χνουδωτά καλτσάκια, να κρύψει τα άχυρα.. Τον έσφιγγε δυνατά, τον έσφιγγε.
Τα βράδια η γιαγιά τής διάβαζε Ιστορίες με Νεράιδες.Είχε πράσινα μάτια και μια χοντρή πλεξίδα με κάτασπρα μαλλιά, τυλιγμένη γύρω γύρω στο κεφάλι της. Τα έλυνε κάθε βράδυ και τα χτένιζε. Χύνονταν μαγευτικά στην πλάτη της. Ύστερα την έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε, πριν κοι-μηθεί, εκείνες τις υπέροχες ιστορίες.
Κάθε βράδυ η Νεράιδα του Κρίνου τραγουδούσε:Καλές μου νεράιδες, σταματήστε για λίγο το τραγούδι σας. Ακούτε τις λευκές καμπανούλες μου να κουδουνίζουν από μακριά; Ποια από εσάς μπορεί να μαντέψει τα λόγια τους με σιγουριά;
Την άνοιξη μαδούσε μαζί με τη γιαγιά της εκατοντάφυλλα ρόδα, κατά προτίμηση ροζ ή κόκκινα, έβαζαν τα πέταλά τους σε νερό και λευκό οινόπνευμα και τα άφηναν στον ήλιο. Έφτιαχναν ροδόνερο, με το οποίο, αν πλένονταν κάθε πρωί, θα είχαν τη ροδόχροη επιδερμίδα μιας νεράιδας. Μόλις έκλεισε τα δώδεκα, η γιαγιά της πέθανε από καρκίνο στους λεμφαδένες κι εκείνη γέμισε από τους κόκκινους λεκέδες της εφηβείας. Ακόμα τους πληρώνει.
Αν ένας άνθρωπος απλώσει πάνω στα μάτια του το κάτωθι έλαιο, θα καταφέρει να δει πίσω από τη λαμπερή αχλύ που καλύπτει τις νεράιδες και θα μπορέσει να τις παρατηρήσει. Οδηγίες παρασκευής:Πλένετε μια γυάλινη φιάλη με νερό από ρόδα και κατηφέδες, συλλέγετε βλαστούς μολόχας, στήμονες από άγριο θυμάρι, άνθη φουντουκιάς και κυρίως χλόη που φυτρώνει γύρω από θρόνο νεράϊδας. Αναμειγνύετε τα υλικά και τα αφήνετε στον ήλιο για τρεις μέρες. Το σκεύασμα είναι έτοιμο προς χρήση.
Τα καλοκαίρια πήγαιναν διακοπές στο χωριό. Κάθε Αύγουστο το νερό του πηγαδιού εκεί είχε μια περίεργη μυρωδιά. Γέμιζαν ένα μεταλλικό δοχείο και έπαιρναν το ανηφορικό μονοπάτι που θα τους έβγαζε στο μοναστήρι. Την έβαζαν να κουβαλάει το νερό που μισούσε. Λίγο ακόμα και λίγο ακόμα, ώσπου να φτάσουν στην κορυφή. Ένα καλοκαίρι δεν την άφησαν να μπει κι ας είχε κάνει τόσο κόπο. Γιατί ήταν γυμνοί οι ώμοι της. Ήταν πια μεγάλη. Ανόητος μνησίκακος αδιάφορος Θεός. Δεν τον συγχώρεσε ποτέ.
Ο πρώτος κανόνας βέβαια, για να μπορέσετε να δείτε μια νεράιδα είναι να ξημερώσει μια πολύ ζεστή μέρα και να παραμείνει έτσι. Θα πρέπει επίσης να νυστάζετε λιγάκι. Προσέξτε, όμως. Όχι τόσο, ώστε να μην κρατάτε τα μάτια σας ανοιχτά. Θα πρέπει επίσης να νιώθετε και ελαφρώς «νεραϊδοπαρμένοι».
Το δώρο του Άη-Βασίλη ήταν πάντα ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί. Πορτοκάλια, καρύδια, χουρμάδες και τυλιγμένο πακέτα. Εκείνη θύμωσε. Ήθελε το τζιν παντελόνι που ποτέ δεν της έφερε. Δεν ήταν πια καλό παι-δί. Δεν ήταν πια καλή Δεν ήταν πια παιδί.
Το ξέρετε ότι οι Ιτιές θροΐζουν, γιατί ψιθυρίζουν μεταξύ τους οι νεράιδες; Η όμορφη νεράιδα Ελικόνια ζει μόνο ανάμεσα στα κλαδιά της Ιτιάς
Μεγαλώνοντας δυσκολευόταν τόσο ν' αγαπήσει. Και ν' αγαπηθεί. Ενώ όλα γύρω της έλεγαν πως ο έρωτας είναι κάτι απίστευτα απλό. Γεννιέται απόλυτα μόνος. Ζει όσο κρατάει η ύπαρξη του Ανδρόγυνος και πεθαίνει μαζί του. Όφειλε να το αποδεχθεί. Μα δεν μπορούσε να το καταλάβει, ούτε καν να το νιώσει. Με ποιον τρόπο λοιπόν να το δεχθεί; Ένα ον μυθικό ανύπαρκτο. Πώς να κρατήσεις ζωντανό κάτι που δεν υπάρχει;
Κύμα η οργή διαλύει την ύπαρξη και βιώνεις την φριχτή σκηνή του α-ποχωρισμού Η γλυκιά Νεράιδα, που είχε η ίδια γεννήσει εκείνο το βράδυ, της έλεγε πως θα έφευγε τώρα για πάντα Είχε φτιάξει μια μικρή κι ανώφελη παγίδα και πίστεψε πως μπορούσε εκεί μέσα ν' αφήσει τη Μυστική της Νεράιδα να υπάρχει. Και να είναι ευχαριστημένη ή και ευγνώμων.
Οι νεράιδες φορούν αραχνοϋφαντες φορεσιές, έχουν φτερά εύθραυστα σαν της πεταλούδας. Οι νεράιδες των λουλουδιών φορούν υποδήματα από πέ-ταλα ή φύλλα. Το δέρμα τους είναι σχεδόν διάφανο και ροδίζει στα μάγουλα. Σκορπίζουν πίσω τους μια πολύτιμη χρυσή σκόνη, τη νεραϊδόσκονη, που, αν την μαζέψεις με προσοχή, σου φέρνει καλοτυχία και ευτυχία
Αλλά εκείνη εναντιώθηκε. Είχε αναπτύξει την δική της πια βούληση. Είχε βγει στον αληθινό κόσμο. Τον κόσμο των απαιτήσεων. Και δεν της άρεσε.
-Με ξεγέλασες, της έλεγε. Μου είπες ψέματα για τους ανθρώπους. Είναι σκληροί και άδικοι. Και επέμενε να της ψιθυρίζει κάθε μέρα κολλητά στο αυτί. Κάθε μέρα επίμονα επαναλαμβανόμενα
Οι νεράιδες φορούν αραχνοϋφαντες φορεσιές, έχουν φτερά εύθραυστα σαν της πεταλούδας. Οι νεράιδες των λουλουδιών φορούν υποδήματα από πέ-ταλα ή φύλλα. Το δέρμα τους είναι σχεδόν διάφανο και ροδίζει στα μάγουλα. Σκορπίζουν πίσω τους μια πολύτιμη χρυσή σκόνη, τη νεραϊδόσκονη, που, αν την μαζέψεις με προσοχή, σου φέρνει καλοτυχία και ευτυχία
Αλλά εκείνη εναντιώθηκε. Είχε αναπτύξει την δική της πια βούληση. Είχε βγει στον αληθινό κόσμο. Τον κόσμο των απαιτήσεων. Και δεν της άρεσε.
-Με ξεγέλασες, της έλεγε. Μου είπες ψέματα για τους ανθρώπους. Είναι σκληροί και άδικοι. Και επέμενε να της ψιθυρίζει κάθε μέρα κολλητά στο αυτί. Κάθε μέρα επίμονα επαναλαμβανόμενα
«-Θέλω να προσπαθήσω να πεθάνω. Όχι, για να πεθάνω, αλλά για να πάρω λίγη από την γεύση του θανάτου.
Τ' αυτιά μου βουίζουν δυνατά και στροβιλίζομαι. Τα χέρια τους μου σφίγγουν το κεφάλι.
Όταν θα έχω την γνώση του θανάτου, όλοι θα με βλέπουν με καλοσύνη. Η ανάσα του θα διασκορπίζεται στην αύρα μου κι από όπου περνάω θα λένε:
-Να η πεθαμένη
Τ' αυτιά μου βουίζουν δυνατά και στροβιλίζομαι. Τα χέρια τους μου σφίγγουν το κεφάλι.
Όταν θα έχω την γνώση του θανάτου, όλοι θα με βλέπουν με καλοσύνη. Η ανάσα του θα διασκορπίζεται στην αύρα μου κι από όπου περνάω θα λένε:
-Να η πεθαμένη
Και θα είναι το πιο γλυκό και ονειροπόλο τους βλέμμα. Όταν πεθάνω, για λίγο, θα έχω γίνει καλύτερη.»
Αυτά τα λόγια την πονούσαν. Φοβόταν κάθε στιγμή πως η Νεράιδα θα την εγκαταλείψει. Τι άλλο θα είχε μετά να περιμένει; Ταυτόχρονα όμως την ζήλευε. Για την ηρεμία και την αποφασιστικότητά της. Βυθιζόταν στη ζέστη της ζήλειας χωρίς θυμό ή κακία. Δεν με χωρίζει από την ευτυχία της, σκεφτόταν, παρά ένα μόνο βήμα. Μικρό και μετέωρο.
Αυτά τα λόγια την πονούσαν. Φοβόταν κάθε στιγμή πως η Νεράιδα θα την εγκαταλείψει. Τι άλλο θα είχε μετά να περιμένει; Ταυτόχρονα όμως την ζήλευε. Για την ηρεμία και την αποφασιστικότητά της. Βυθιζόταν στη ζέστη της ζήλειας χωρίς θυμό ή κακία. Δεν με χωρίζει από την ευτυχία της, σκεφτόταν, παρά ένα μόνο βήμα. Μικρό και μετέωρο.
«-Θα αφήσω μακριά τα μαλλιά μου. Θα τα βάψω κόκκινα. και θα τ' αφήσω ψηλά να ανεμίζουν. Θ' αγαπήσω έναν Άντρα ανυπόφορα. Θα τον γεμίζω με αποκαϊδια από τα χάδια μου, με τις φλούδες φιλιά μου, θα τον κοιμίζω στο παχύρρευστο υγρό της σιωπής μου. Μόλις κοιμάται, θα κλειδώνομαι στο μπάνιο ν' αυνανίζομαι και μετά να πεθαίνω. Άϋλη και μόνη.
Και την επομένη θα έρχονται όλοι να μ' αγγίζουν. Σαν άγαλμα ή σαν εικόνα.
-Η πεθαμένη, θα λένε. Η πεθαμένη.
Αυτό είναι το συμβόλαιο θανάτου που υπογράφω
Με τον αυτόχειρα λόγο μου, Tον δολοφόνο εαυτό μου Με τις λέξεις μου θηλιές στο λαιμό σας
Όνειρα στις νύχτες του ύπνου σας»
Η Νεράιδα κάρφωνε το βλέμμα βαθιά στα μάτια της γυναίκας καίγοντας αυτιστικά το μυαλό της -δεν την πονούσε.
Δεν την ένοιαζε πια αν σκεφτόταν ή περίμενε. Ανίκανη να ευχαριστηθεί ή ν' αδιαφορήσει. Η γεύση του φιλιού της Νεράιδας στα χείλη της απλά έδειχνε ότι συνέβη. Σήμαινε «μου έδωσε ένα υγρό φιλί στα χείλη» Σαν άσκηση. Σε κανόνα συντακτικού.
Προσπαθούσε να την πείσει. Να την κάνει να θέλει να ζήσει ξανά. Να συνεχίσει μαζί της. Ή και να φύγει. Μακριά της. Για κάπου αλλού, ονειρεμένα. Αλλά να ζήσει
Το ένιωθε κατά βάθος πως ήταν μάταιο.
Ένα απόγευμα η Νεράιδα έπαιξε ενοχλημένη τις φτερούγες της και πέτα-ξε με δύναμη προς το δάσος του βάθους. Ανοίγοντας την πρόκληση μέχρι το αίμα των σπλάχνων.
Ένα απόγευμα η Νεράιδα έπαιξε ενοχλημένη τις φτερούγες της και πέτα-ξε με δύναμη προς το δάσος του βάθους. Ανοίγοντας την πρόκληση μέχρι το αίμα των σπλάχνων.
Η γυναίκα την είδε να χάνεται μες στα ψηλότερα κλαδιά. Κολλημένα τα διάφανα φτερά στις κορυφές των δέντρων θα ψυχορραγούν σπαράζοντας. Σκαλωμένη η ανάσα της θα βογκά κατρακυλώντας ως το τέλος
Τα κύματα σε γρήγορη κίνηση, σπαστά γκριζόχρωμα βλέμματα, μα-γνητίζουν τα μάτια. Καρφωμένα τα κατάρτια αμφιβάλλουν. Κόκκινες βουνοκορφές κοροϊδεύουν την αίσθηση-γρήγορα θα βουλιάξουν. Ο χρόνος ελλείπων σκουριάζει. Πριν προλάβεις να κοιτάξεις τους δείκτες, έχει ήδη τελειώσει. Πολύχρωμα φορέματα κουράζουν το σώμα. Πού να χωρέσει ο πόθος.
Εκείνο το βράδυ η επιληπτική κρίση τής αχρήστευσε το σημείο του εγκεφάλου που ορίζει τον Λόγο. Αγλωσσία, αποφάνθηκαν οι νευρολόγοι. Ανίκανη να ταιριάσει τις λέξεις με τις έννοιες. Ενώ μπορούσε να αρθρώσει. Σα μαγνητόφωνο επαναλάμβανε ό,τι κι αν της έλεγες. Μόνο που πια δεν καταλάβαινε τι σήμαινε. Για εκείνη. Για τον καθένα. Ή έστω για τους περισσότερους. Και ήταν οριστικό. Και μη αναστρέψιμο.
Με δικάζουν, σκεφτόταν έντρομη. Με δικάζουν που άφησα την Νεράιδα να πεθάνει. Αλλά δεν μπορούσε πια να το πει. Κανείς δεν θα καταλάβαινε. Η αίθουσα του δικαστηρίου μισοσκότεινη. Βαριά σκούρα καθίσματα, ξύλινη επένδυση σε πάτωμα και οροφή, φωτισμός νέον. Ευτυχώς κλειστός. Είχε προσωρινή διακοπή. Μια μεγάλη εικόνα του Χριστού στον απέναντι τοίχο. Ανάμεσα στα δυο μεγάλα ξύλινα παράθυρα. Βλοσυρή. Υπεροπτικά βαλμένη στραβά πάνω από την έδρα. Σεβασμός του δικαστηρίου. Γραβάτες, σακάκια, δυνατές φωνές, χαμηλωμένα βλέμματα.
Αυτή νεκρή. Κι εγώ αναίτια ακόμα ζωντανή. Χωρίς λόγο, νου ή όνομα.
Δεν φταίω. Εγώ ήθελα να ζήσει. Εγώ προσπάθησα να ζήσει. Μα δεν μ' ακούει πια κανείς.
Κι έτσι επιμένουν εξακολουθητικά να με δικάζουν. Για κάθε όνειρο ή σκέψη.
Για κάθε υπόνοια και μιας μόνο λέξης
Η Άννα Αφεντουλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί, σε επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών, με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και με την σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Σήμερα ζει στην Πρέβεζα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ελλείπον Σημείο,η οποία συμπεριελήφθη στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για τα Λογοτεχνικά Βραβεία 2010 του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ - ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ της ΑΝΝΑΣ. στο eyelands/ storyland -Πίνακας: kay Nielsen: At Rest in the Dark Wood