Εν αρχή το απαραίτητο θεώρημα-δείκτης, ο ατομικός μου μπούσουλας δηλαδή, ο οποίος θα μας οδηγήσει στα αναγκαία συμπεράσματα μιας συνολικής θέασης της Δίκης (1925): «Τα λόγια, τα γραπτά, γεννιούνται από το μηχανισμό, όχι από κάποια ανθρώπινη φύση· έτσι, εκεί όπου υπάρχει σημείο, δεν μπορεί να υπάρχει ο άνθρωπος· εκεί όπου κάνουμε τα σημεία να μιλούν, ο άνθρωπος πρέπει να σωπαίνει». (Μισέλ Φουκώ)
Δεν θυμάμαι πόσες φορές έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο. Δεν έχει σημασία. Αυτό που λογαριάζει είναι ότι το διαβάζω ομοιοπαθητικά. Για να συνέλθω από το φάσμα της απορίας, που με συνέχει εν γένει. Υποθέτω, θέλω να γράψω καλύτερα: ψυχανεμίζομαι, ότι ο Κάφκα θα ήξερε και ολίγα σανσκριτικά. Ήταν ήδη διαδεδομένα στην εποχή του. Εννοώ στους κύκλους των μυημένων τουλάχιστον. Θα είχε έρθει, λοιπόν, κάποια στιγμή αντιμέτωπος και με την περίφημη αφοριστική δήλωση «itthattāyāti pajā nāti», που πάει να πει κατά λέξη «αυτός εδώ ο κόσμος δεν υφίσταται».Φρονώ ότι η κεντρική ιδέα της αδυσώπητης Δίκης πηγάζει από αυτήν ακριβώς την άρνηση. Ειρήσθω: στη γλώσσα μας πράγματι το αρχικό γράμμα Δ συνδέει άρρηκτα το –εν και το – ίκη. Η συνάφεια προκαλεί στοχασμό και στην προκειμένη περίπτωση. Ασφαλώς θα είχε να προσθέσει πολλά επ’ αυτού ο μακαρίτης ο Νικόλαος Κάλας, που λάτρευε τις ηχηρές συνταυτίσεις του είδους.
Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα μυθιστόρημα έλλειψης του καθαρού Είναι. Ή για μια γενναία απόπειρα αποκωδικοποίησης ενός ονείρου. Απολύτως εφιαλτικού. Και μάλιστα διαρκείας. Όπου τίποτα δεν υπάρχει. Εκτός βέβαια από το αντίθετο της έννοιας του Ανθρώπου. Ό,τι κινείται στις αίθουσες αναμονής, ό,τι αρθρώνει φόβο στους διαδρόμους και στα κυρίως δώματα της Δίκης είναι το μη όντως ον, ο λεγόμενος «Από-άνθρωπος» επί το ευκρινέστερον.
Βεβαίως, δεκαετίες πριν, ο ρηξικέλευθος στοχαστής της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης, ο μονήρης Σοπενχάουερ, είχε διαβλέψει την τραγελαφική διάσταση της δικανικής διαπάλης. Ό,τι δηλαδή συνέχει και τη Δίκη στο σύνολό της. Μεγεθυμένο στον κύβο. Κι αυτή η εξάπλωση του υπαρξιακού σκότους προσδίδει στο κορυφαίο αφήγημα του Κάφκα την ταυτότητα του κενού. Παραθέτω τη συναφή ετυμηγορία του γερμανού φιλοσόφου, τον οποίον ο Εβραίος της Τσεχίας γνώριζε προφανώς σε βάθος: «Δύο άνθρωποι μπορεί συχνά να εμπλέκονται σε έντονη αντιπαράθεση κι ύστερα να επιστρέφουν σπίτι τους έχοντας ενστερνισθεί την άποψη του αντιπάλου τους. Εύκολα ισχυριζόμαστε πως σε κάθε αντιπαράθεση μοναδικός στόχος πρέπει να είναι η ανάδειξη της αλήθειας, ωστόσο, πριν από την αντιπαράθεση, κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια, και μέσα από τα επιχειρήματα, τόσο του αντιπάλου όσο και τα δικά μας, υπάρχει κίνδυνος να παραπλανηθούμε» (Άρτουρ Σοπενχάουερ, Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο). Ηανίατη ασθένεια του κόσμου, ήτοι η αδολεσχής αυτοαναφορικότητά του, ενδέχεται να τον οδηγήσει μαθηματικά στο λογικό πέρας του. Ο Κάφκα, διαβάζοντας την Τορά ως καθαρόαιμος καβαλιστής, παραμένει πάντα σε ετοιμότητα. Είναι άλλωστε αρμόδιος χειριστής εκτάκτων νεκροδείπνων.
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Βέης, Γλώσσες στο περιθώριο των τελευταίων σελίδων της «Δίκης», Τζακάρτα 26 Σεπτεμβρίου 2013 αναρτήθηκε στο BOOKSTANDπεριοδικό για το βιβλίο και την ανάγνωση: http://bookstand.gr/ ]