Ψυχές, εσείς, όλων μας τω μοναχικών παιχνιδιών, των περιπετειών μας όλων· ως εσύ απλοϊκή και καλότροπη της μπάλας, ψυχή της οσμής των ψηφίδων του ντόμινο, ψυχή αστείρευτη του εικονογραφημένου βιβλίου. Ψυχή της σάκας που συχνά σε κοιτούσαμε δύσπιστοι κάπως, γιατί ήσουν τόσο ανοιχτή, […] ανήκοη ψυχή της καλής μας τρομπέτας: πόσο αξιαγάπητες ήσασταν όλες, πόσο απτές σχεδόν. Μονάχα εσύ, ψυχή της κούκλας, μόνο για σένα δεν γινότανε κανένας να πει πού αλήθεια ήσουν.
Κούκλες: παρούσες στα παιδικά βάθη της ηλικίας, μάρτυρες των πάντων και καθ’ όλη την ημέρα, συνένοχες και μυημένες στις ακατονόμαστες παρθενικές εμπειρίες των κατόχων τους, συγκάτοικες στις καγκελόφρακτες κούνιες τους, σφιχτοδεμένες κατά τους νυχτερινούς πυρετούς τους. Ακόμα και το σκαιότερο φέρσιμό μας το νιώθουν πάνω τους σαν χάδι. Βέβαια από μια πλευρά δεν έκαναν το ελάχιστο, παρά αφήνονταν να (τις) ονειρευτούν, περνώντας άκοπα της ημέρες τους, ζώντας με τις δυνάμεις των άλλων. Κάποια σίγουρα θα μας είχε εξοργίσει και θα έμενε «ξεγυμνωμένη εμπρός μας σαν αποτρόπαιο αλλότριο σώμα που σπαταλήσαμε πάνω του την πιο άδολή μας θέρμη· σαν τυμπανιαίο πτώμα ψιμιθιωμένο πρόχειρα που αφέθηκε στο ξεχείλισμα της στοργής μας κι ύστερα ξεβράστηκε κι αποξεχάστηκε στις καλαμιές». Μας ήταν ανάγκη να έχουμε τέτοια πράγματα, πρόθυμα να υποστούν το καθετί. κι εμείς με τη σειρά μας να φαινόμαστε ισχυροί, καθώς εκείνη δεν αντιδρούσε διόλου, παρά ενεργούσαμε εμείς για λογαριασμό της.
Τότε εκείνη σιωπούσε, όχι από ανωτερότητα, σιωπούσε γιατί έτσι υπεξέφευγε πάντα, γιατί ήταν από μια στόφα ανώφελη και ακαταλόγιστη πλήρως – σιωπούσε και ούτε καν της περνούσε η σκέψη να βγάλει ένα κέρδος απ’ αυτό, να διεκδικήσει σημασία ανώτερη σ’ έναν κόσμο όπου η μοίρα, μάλιστα ο Θεός ο ίδιος, είναι περίφημοι πρωτίστως γιατί μας απαντούν με τη σιωπή τους.
Οι σκέψεις του Ρίλκε, γραμμένες με μια πυκνή ποιητικότητα από την μία νοσταλγούν την πεπερασμένη εποχή του αθώου μας εαυτού και από την άλλη φιλοσοφούν εκ νέου πάνω σε μια σχέση που πιθανώς έχει πλάσει αυτό που είμαστε σήμερα. Ο Αυστρογερμανός ποιητής εμπνέεται από τις ιδιαίτερες Κούκλες για Βιτρίνα της Γερμανίδας κουκλοποιού, εικονογράφου και ενδυματολόγου Λόττε Πρίτσελ, η οποία στις αρχές του εικοστού αιώνα και στο κλίμα του κινήματος της Puppenreform και των εκθέσεων καλλιτεχνικής κουκλοποιίας, δημιούργησε μια σειρά από κέρινες ενήλικες κούκλες με εξαϋλωμένα χαρακτηριστικά και αισθησιακά κοστούμια. Η Πρίτσελ εμπνεόταν από θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, γιορτές μεταμφιεσμένων κ.ά.
Η κάποτε αλλόκοτη, αναμφίβολα αισθησιακή και μελαγχολικά ερωτική αίγλη των αυτών των κέρινων γυναικών σαφώς παρέπεμπαν και στον Ώμπρεϋ Μπήρντσλεϋ, ηγετική φυσιογνωμία του Αισθητισμού και σημαντικού καλλιτέχνη της Αρ Νουβώ, παρά τον πρώιμο θάνατό του, ενώ το ποιητικό τους παράλληλο θα μπορούσε να εντοπιστεί στις Χίμαιρες του Ζεράρ ντε Νερβάλ. Οι λεπτεπίλεπτες, εύπλαστες και διακοσμημένες αυτές μορφές, γοήτευσαν τον Ρίλκε, που επισκέφθηκε μια έκθεσή της το 1913 και ενδιαφέρθηκε για τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες αλλά κυρίως επέστρεψε στις αναμνήσεις του από την παιδική του αγάπη για τα παιχνίδια. Τώρα τα εν λόγω καλλιτεχνήματα αποτελούν αφετηρίες γενικότερου προβληματισμού όσον αφορά τη σχέση τους με τα παιδιά αλλά και τον τρόπο που προετοιμάζονται για την επαφή με το εξωτερικό κόσμο.
Και δεν είμαστε τάχα παράδοξα πλάσματα εμείς, αφού πάμε και προσφέρουμε το πρώτο μας πάθος εκεί όπου δεν υπάρχει ελπίδα ανταπόδοσης; Έτσι που στη γεύση εκείνης της τόσο αυθόρμητης αβρότητάς μας ν’ απλώνεται παντού η πικρία ότι στάθηκε μάταιη; Ποιος ξέρει αν αύριο κανείς, βγαίνοντας έξω στον κόσμο, δεν συμπεράνει από τούτες τις μνήμες ότι δεν είναι άξιος να αγαπηθεί; Αν μήπως, στο ένα σημείο η το άλλο, η κούκλα δεν συνέχιζε ν’ ασκεί πάνω του την αθεράπευτή της επιρροή, τόσο που εκείνος να κυνηγάει ακόμη τέρψεις αόριστες, μόνο και μόνο από πείσμα ενάντια στο αίσθημα του ανικανοποίητου που ερήμωσε τη ζωή του;
Οι κούκλες της Λόττε Πρίτσελ δεν πέρασαν από κανένα παιδικό κόσμο· δεν προϋποθέτουν κανένα πέρασμα από παιδικό δωμάτιο· κανείς δεν αναρωτήθηκε τι θα απογίνουν αργότερα. Αρχάριοι του κόσμου όπως ήμασταν, συλλογίζεται ο Ρίλκε στο εξομολογητικό και ταυτόχρονα φιλοσοφικό δοκίμιό του, γρήγορα καταλάβαμε πως δεν μπορούσαμε να την κάνουμε ούτε πράγμα ούτε άνθρωπο, και κάτι τέτοιες στιγμές γινόταν για εμάς ένας άγνωστος. Σώμα δίχως θέληση οι ίδιες, ίσως κι αυτές μας προετοίμασαν για ένα άλλο σώμα δίχως θέληση, το δικό μας.
Τα άβουλα κέρινα σώματαΣυλλογική έκδοση με τις 16 αυθεντικές λιθογραφίες Εκδ. Περισπωμένη, 2012, μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης, σελ. 74 [Σειρά Οίστρος, 1] [Rainer Maria Rilke / Lotte Pritzel – Puppen, 1921]. Η έκδοση είναι δίγλωσση – αναρτήθηκε στο ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ: pandoxeio.com/